2004, σε σκηνοθεσία Γουές Άντερσον με τους: Μπιλ Μάρεϊ, Όουεν Γουίλσον, Κέιτ Μπλάνσετ, Αντζέλικα Χιούστον, Γουίλεμ Νταφόε
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο ωκεανολόγος Στιβ Ζισσού, ως άλλος Ζακ Κουστό, περιπλανιέται με το ετερόκλητο πλήρωμά του στα βάθη των θαλασσών σε αναζήτηση ενός μυθικού καρχαρία, έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει την κρίση της μέσης ηλικίας, την οποία επιδεινώνει η αποκάλυψη της ύπαρξης ενός 30χρονου παιδιού του, που έρχεται μαζί του στην αποστολή.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Προδίδοντας ηθελημένα τις αδυναμίες του ίδιου του κινηματογραφικού μέσου -πάντα στο βαθμό που η mainstream αγορά στην οποία απευθύνεται το επιτρέπει- ο Άντερσον επιχειρεί ένα ευφυές παιχνίδι με το κοινό και την προσμονή του για αληθοφανείς κινηματογραφικούς μύθους.
Σε μεγάλο βαθμό γυρισμένο στο σκηνικό-αντίγραφο του πλοίου, Belafonte, το “Life Aquatic” δοκιμάζει την αντίληψη των θεατών, αποκαλύπτοντας με τρόπο θαυμάσια αντί-κινηματογραφικό τις μη ρεαλιστικές λεπτομέρειες του σκηνικού, που σύμφωνα με τους κανόνες της αληθοφάνειας θα όφειλαν να παραμείνουν εκτός πλάνου. Οι χαρακτήρες κινούνται σε έναν χώρο εμφανώς προκατασκευασμένο και στημένο στο στούντιο, προδίδοντας ξανά και ξανά την αναλήθεια όσων προβάλλονται ενώπιων του κοινού. Η ίδια υπενθύμιση της πλαστότητας όσων βλέπουμε ακολουθεί και τις λήψεις σε εξωτερικούς, υπαρκτούς χώρους. Τα περιπλανώμενα μικρά πλάσματα -οι κατοικίδιες σαύρες, τα πολύχρωμα ριγέ καβούρια- αν και σχεδιασμένα με τη βοήθεια της τεχνολογίας, διατηρούν μία εντελώς αναληθοφανή υφή πλαστελίνης ή ζαχαρωτού, δοκιμάζοντας εκ νέου την ανάγκη των θεατών να πιστέψουν όσα βλέπουν ως μία έστω κινηματογραφική, ωστόσο ρεαλιστική πραγματικότητα.
Φυσικά, η παραπάνω πρόθεση του Άντερσον επαληθεύεται δίχως καμία πλέον αμφιβολία στην τελική, αλληγορική σεκάνς της κατάδυσης. Στριμωγμένοι μπροστά στο τζάμι του υποβρυχίου, ακριβώς όπως το κοινό έχει παραταχθεί μπροστά στην ασημένια οθόνη, οι ήρωες καταδύονται στο απόλυτο σκοτάδι των απέραντων πιθανοτήτων και αναζητούν το μυθικό τους πλάσμα- όπως ακριβώς οι θεατές είναι έτοιμοι να αντικρίσουν οποιαδήποτε αλήθεια τους φανερωθεί στο σκοτάδι της αίθουσας. Μία φωτεινή μορφή πλησιάζει το τζάμι του υποβρυχίου και των θεατών. Και αποκαλύπτεται- τρομακτική, ακατανόητη, συγκλονιστική.
Ο σκηνοθέτης καταφέρνει κάτι σπάνιο για τα δεδομένα του είδους που υπηρετεί: να υποσχεθεί στους θεατές άλλη μία ιστορία στα μέτρα του παραδοσιακού mainstream σινεμά και ανταυτού να τους φέρει αντιμέτωπους με το ίδιο το μυστηριώδες είδωλό τους.
(Το soundtrack περιλαμβάνει εθιστικά κομμάτια που έγραψε ο μόνιμος συνεργάτης του Γουές, Mark Mothersbaugh στο Casio του, τραγούδια από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, καθώς και απίστευτες ακουστικές διασκευές τραγουδιών του David Bowie από τον Seu Jorge στα πορτογαλικά.)