2003, σε σκηνοθεσία Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με τους: Έντνα Περβάιανς, Μάικλ Πιτ, Λουί Γκαρέλ, Εύα Γκριν, Ρόμπιν Ρενούτσι
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Μάη του ’68 ένας νεαρός Αμερικανός βρίσκεται στο Παρίσι περνώντας ατέλειωτες ώρες στην παρισινή Ταινιοθήκη. Γνωρίζει δύο πανέμορφα αδέλφια, τον Τεό και την Ιζαμπέλ, και βιώνουν μαζί στο σπίτι των τελευταίων τη δική τους σεξουαλική επανάσταση όσο τα επεισόδια μαίνονται στους δρόμους
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το να είναι κάποιος ονειροπόλος θεωρείται σήμερα κάτι αρνητικό. Στην εποχή της θεοποίησης του χρήματος, της ιδεολογικής απογοήτευσης και της υλικής ευτυχίας ο ονειροπόλος είναι ένα κορόιδο. Ο Μπερτολούτσι προσπαθεί να γυρίσει αυτή την κενή γενιά σε μια εποχή που όλοι ήταν κορόιδα και να τη μυήσει στην ευτυχία του να προσπαθείς να αλλάξεις τον κόσμο. Στον παλμό λοιπόν της αισιοδοξίας και του ρομαντισμού που εξέπεμπε ο Μάης του ‘68, σε μια Γαλλία που έβραζε πνευματικά θα βρεθεί ο θεατής για να ακολουθήσει τα βήματα τριών αμετανόητων σινεφίλ στην πορεία της ενηλικίωσης τους.
Οι «Ονειροπόλοι», βασισμένοι στο βιβλίο «The Holy Innocents» του Γκίλμπερτ Αντέρ, αποτελούν μια ενδιαφέρουσα πρόσμιξη στοιχείων πολιτικής, σεξουαλικότητας και κινηματογραφικού πάθους, έξυπνα τοποθετημένοι λίγο πριν την έκρηξη του γαλλικού Μάη του ’68. Η απόλυση του Ανρί Λανγκλουά από διευθυντή της Cinematheque Francaise (το «κρυφό σχολειό» για τη γενιά της nouvelle vague) είναι ο πρώτος λίθος που πέφτει κατά της ελευθεριότητας της εποχής, κατεβάζοντας τους φοιτητές στους δρόμους.
Και πράγματι πάλλεται αυτή η ταινία από τις ιδεολογικές ανακατατάξεις του ‘60, χωρίς όμως να τις κάνει κεντρικό της θέμα. Αυτό που την απασχολεί είναι το πνεύμα και το νόημα όλου αυτού του κινήματος που διαπερνούσε σαν ανατριχίλα τις φλεγόμενες ψυχές των ανήσυχων πρωταγωνιστών. Μια μάχη ιδεών λάμβανε καθημερινά χώρα στους πανέξυπνους διάλογους τους, όπου σχολιάζουν με κριτικό και ευφυή τρόπο πολιτική, ταινίες και μουσική, προκαλώντας σε να συμμετέχεις στη συζήτηση. Και όλα αυτά χωρίς ουδέποτε τόσο οι πρωταγωνιστές όσο και η ταινία να αποκτούν χαρακτήρα διδακτικό, αλλά με την φρεσκάδα που επιβάλλει το νεαρό της ηλικίας τους. Συγκρίσεις που θα ενθουσιάσουν τους σινεφίλ (Τσάπλιν vs. Κίτον), απόψεις που θα ξεσηκώσουν τους μουσικόφιλους («Δεν υπάρχει Θεός, αλλά αν υπήρχε θα ήταν μαύρος και θα κράταγε κιθάρα!», λέει ο Πιτ αναφερόμενος στον Χέντριξ) και πολιτικές διαπιστώσεις που θα βάλουν τον οποιοδήποτε σε πολλές σκέψεις (Είναι τρομακτικός ο κομμουνισμός; Είναι θεμιτή η βίαιη αντίδραση;) συνθέτουν το υπόβαθρο μιας διανοητικής ζωής τόσο έντονης και ρομαντικής που σε προκαλεί να γίνεις μέρος της.
Πέρα όμως από όποιες γενικές ιδεολογικές αναζητήσεις η μορφή τις ταινίας παίρνει απολαυστικές σινεφίλ διαστάσεις μέσα από μια σχεδόν ερωτική εμπειρία που είχαν με το σινεμά οι τρεις ήρωες και ο σκηνοθέτης, την οποία και μεταφέρουν στον θεατή. Αποσπάσματα από κλασικές ταινίες θα παρεμβαίνουν στην αφήγηση για να κάνουν όσους δεν είχαν επαφή με αυτή την κουλτούρα να ζηλέψουν. Γκοντάρ, Τρυφώ, Ριβέτ, Σαμπρόλ, Ρεναί και όλοι οι εκφραστές της περίφημης nouvelle vague κυριαρχούν με την υπόστασή τους στις εκφράσεις της πνευματικότητας τόσο των πρωταγωνιστών, όσο και του έργου για να το μετατρέψουν, ταυτόχρονα με όλα τα άλλα, σε έναν μελαγχολικό φόρο τιμής. Μπορεί ο ειδικευμένος κινηματογραφικός χαρακτήρας που επιδιώκεται να ξενίσει μερικούς, αλλά το πιο πιθανό είναι πως θα τους δημιουργήσει ενδιαφέρον να γνωρίσουν κάτι τόσο αξιόλογο.
Και φυσικά δεν ήταν δυνατόν όλο αυτό το κλίμα να μην συνοδευόταν από άκρατα δείγματα τολμηρότητας, ελευθερίας και τελικώς σεξουαλικής αφύπνισης. Ο έρωτας στην πνευματική ζωή παίρνει και υλικές διαστάσεις και καταρρίπτει, όπως όφειλε, κάθε επιταγή της κοινωνικής μας λογοκρισίας σχετικά με τα όρια της απεικόνισης. Χωρίς λοιπόν ούτε μια στιγμή να γίνεται πρόστυχη ή να κοιτάζει με αποστροφή τις σεξουαλικές εξερευνήσεις των τριών νεαρών η εικόνα λειτουργεί απελευθερωτικά. Ο Μπερτολούτσι, συμμαχώντας με την τόλμη των ηθοποιών του, παραδίδει μαθήματα έκθεσης γυμνού με τον πιο μη ντροπιαστικό και μη πορνογραφικό τρόπο, υπενθυμίζοντάς μας ότι το ανθρώπινο σώμα και ο έρωτας δεν είναι κάτι το προσβλητικό.
Η πρωταγωνιστική τριάδα βέβαια τον στηρίζει συνεχώς με ερμηνείες φρέσκες που μεταφέρουν όλη αυτή την αισιόδοξη ενέργεια και τον ρομαντισμό που προσπαθεί ο σκηνοθέτης να μεταδώσει. Βοηθούμενοι από μια μουσική, απόλυτα αντιπροσωπευτική της εποχής (κλασικά ροκ κομμάτια).
«Το μέγεθος της ελπίδας που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα της νεολαίας τότε, ήταν κάτι που ποτέ δεν είχες ξαναζήσει ούτε και πρόκειται να ζήσεις. Η προσπάθεια για βουτιά στο μέλλον και στην ελευθερία ήταν μαγική. Ήταν η τελευταία φορά που κάτι το τόσο ιδεαλιστικό, τόσο ουτοπικό, επρόκειτο να συμβεί…»… Μπερτολούτσι.