1984, σε σκηνοθεσία Τζιμ Τζάρμους με τους: Τζον Λιούρι, Ρίτσαρντ Έντσον, Έστερ Μπάλιντ, Σεσίλια Σταρκ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Εύα, μια νεαρή Ουγγαρέζα, έρχεται στη Νέα Υόρκη για να μείνει στον ξάδερφό της Γουίλι και τον φίλο του Έντι. Μαζί ξεκινούν για το παγωμένο Κλίβελαντ, όπου μένει η θεία της Εύας, και στη συνέχεια για την ηλιόλουστη Φλόριντα. Και ενώ η Εύα ετοιμάζεται να επιστρέψει στην πατρίδα της, ο Γουίλι συνειδητοποιεί ότι την αγαπά. Μινιμαλιστικό road movie με φοβερές ατάκες.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μέσω ενός ασπρόμαυρου, ηθελημένα «βρώμικου» φιλμ προβάλλεται μια χειμωνιάτικη, μουντή Αμερική, που δίνει την αίσθηση της εγκατάλειψης, δηλαδή μιας Αμερικής ιδωμένης μέσα από τα μάτια ενός πρόσφατα αφομοιωμένου νεαρού μετανάστη.
Ο Τζιμ Τζάρμους γυρίζει ένα cult road movie, που κατακλύζεται από μια ασφυκτική αίσθηση μοναξιάς και αποξένωσης, δοσμένες μέσα από τη σφαίρα της πρωτότυπης χιουμοριστικής του διάθεσης. Καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή , σε μια ταινία, στην οποία δε συμβαίνει σχεδόν τίποτα.
Η εξαιρετικά υποβλητική μουσική του ίδιου του Λιούρι και του Άαρον Πικτ, η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Τομ ντι Τσίλο σε συνδυασμό με το μελαγχολικό ρεμβαστικό βλέμμα και το παράξενο, ιδιόμορφο χιούμορ του σκηνοθέτη συνιστούν ένα σχεδόν παιδικά υπαρξιακό κόσμο.
Με την ταινία του ο Τζάρμους δίνει το εισιτήριο για να βρεθούμε σε μια κατάσταση που δεν είναι ο παράδεισος, αλλά είναι σίγουρα πιο ιδιαίτερη και πιο γοητευτική από ένα κόσμο γεμάτο φτερωτά αγγελάκια και πρασινάδες παντού. Σε μια κατάσταση όπου δεν έχουν σημασία αυτά που ζεις, αλλά αυτά που παραλείπεις να ζεις. Κι ο παράδεισος έρχεται με τον πιο φυσικό κι αυτονόητο τρόπο. Όταν αποφασίσεις, επιτέλους, να ζήσεις, όλα είναι με το μέρος σου στον κόσμο του σκηνοθέτη, ακόμη κι αν η κατάληξη αυτής της σύντομης «ζωής» είναι πιο περίεργη απ’ τον παράδεισο.
Έχουμε, με λίγα λόγια, εδώ να κάνουμε με ένα σενάριο που επενδύει στη βαρεμάρα και σε ότι οι άνθρωποι λόγω αυτής αναβάλλουν επ’ αόριστον.
Ο Τζάρμους οικειοποιείται το χάσιμο χρόνου και το καθιστά απαραίτητο εργαλείο δημιουργίας. Αργοί ρυθμοί, μια διάθεση έντονα φιλοσοφική, μινιμαλιστικό σκηνικό και παντελής σχεδόν έλλειψη πλοκής.
Η σχέση των πρωταγωνιστών αναπτύσσεται μέσα από τις σιωπηλές στιγμές τους, τότε που δεν κάνουν απολύτως τίποτα και απλά συνυπάρχουν. Η έλλειψη ενεργητικότητας τους αρχικά μας φέρνει σε δύσκολη θέση, όπως ίσως θα μας έφερνε και στην πραγματικότητα. Δεν έχουν ηρωικό στόχο, δεν υποστηρίζουν μια συγκεκριμένη φιλοσοφική τάση ή εγωιστική ανάγκη να αφήσουν ένα προσωπικό αποτύπωμα. Εκ πρώτης όψεως τείνουν να μην έχουν προσωπικότητα, φαίνονται επιφανειακοί. Ανάμεσά τους όμως υπάρχει κάτι που πιστοποιεί όχι μόνο την ύπαρξη προσωπικότητας, αλλά και την αμοιβαία προσπάθεια επίτευξης ενός βαθύτερου, ουσιαστικότερου στόχου. Παρατηρούμε μία διαρκή σύμπνοια, μία αίσθηση ότι δεν είναι ποτέ μόνοι τους, ακόμη και όταν δεν είναι μαζί εκείνη τη στιγμή. Η αρχική δυσκολία δίνει σταδιακά τη θέση της σε μία απρόσμενη οικειότητα, μια ισχυρή κινητήρια δύναμη που πυροδοτεί συνεχώς το ενδιαφέρον χωρίς να γίνεται ιδιαιτέρως αντιληπτή.
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κενά σε στιγμές που θέλει να αποπροσανατολίσει τη λογική ροπή προς το συμπέρασμα, κόβει σκηνές στη μέση κι επιβάλλει το συγχρονισμό μας με τη δική του εσωτερική ροή. Το αποτέλεσμα είναι μία ταινία γεμάτη δραματικότητα ενώ δεν είναι δραματική με την κλασική έννοια που απαιτεί ξεκάθαρη πλοκή και ανάγκη για λύση. Η απουσία λύσης δυναμώνει την ιστορία, κατανέμει πιο δίκαια το βάρος της και φέρεται πιο έντιμα στο θεατή αφού χωρίς αυτόν δεν είναι δυνατή η ερμηνεία της.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο δεν κατέχουν όσα συμβαίνουν, αλλά όσα δεν συμβαίνουν και αυτά που εν τέλει λαμβάνουν χώρα μας χαρίζουν 90 λεπτά σινεφιλικής γοητείας.
Ακόμη κι αν κάπου στη μέση μπείτε στον πειρασμό του «κουράστηκα, θα το δω αύριο», δεν είπαμε να μην αναβάλλουμε τίποτα επ’ αόριστον; Μην το αναβάλετε λοιπόν, γιατί σας περιμένει ένα από τα πιο αναπάντεχα φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου.
Που να τρέχουμε τώρα ε…;
Στον παράδεισο…