1954, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ, με τους Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ρίτερ, Γουέντελ Κόρεϊ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Καθηλωμένος στο διαμέρισμά του με σπασμένο πόδι, ένας φωτορεπόρτερ σκοτώνει την ώρα του παρακολουθώντας βαριεστημένα από το παράθυρό του τα γειτονικά διαμερίσματα. Όταν όμως γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός φόνου ακριβώς απέναντι, προσπαθεί να εξιχνιάσει το έγκλημα με την αγαπημένη του.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ταινία-σταθμός πάνω στην έννοια της παρακολούθησης μιας ιστορίας και της κινηματογραφικής εμπειρίας. Ένα μελετημένο σκιαγράφημα της ανθρώπινης φύσης του παρατηρητή που αποζητά πλήρωση μέσα από το ταξίδι του βλέμματος.
Η επιδραστικότητα της ταινίας στην ιστορία του κινηματογράφου φαίνεται καθαρά στα μοτίβα του «Σιωπηλού μάρτυρα», που μεταφέρθηκαν τροποποιημένα από πολυάριθμούς επιγόνους, από τη «Συνομιλία» του Κόπολα μέχρι το αντονιονικό «Blow up» και το «Πουλί με τα κρυστάλλινα φτερά» του Αρτζέντο.
Στο σιωπηλό μάρτυρα, ο Χίτσκοκ αναλύει και επανασυνθέτει σε μια δική του μυθοπλασία, την ηδονοβλεπτική διάσταση του κινηματογράφου. Σκηνοθετεί την ταινία ως μια οπτικοποιημένη διήγηση, στην οποία μεταφορικά βρίσκουν έκφραση και παίρνουν μορφή, μια σειρά ζητημάτων της κινηματογραφικής γλώσσας.
Η ταινία είναι δηλαδή μια από τις λιγοστές ταινίες μελέτες της ίδιας της κινηματογραφικής γλώσσας, που όμως ξεπερνά την ανάλυση και πραγματώνεται σε μια πανδαισία οπτικών μορφών, που συμπαρασύρει και τον πιο απαιτητικό θεατή.
Το ψυχολογικό παιχνίδι του σκηνοθέτη με τον ήρωα του και κατά προέκταση με το θεατή είναι πολύπλοκο.
Ο θεατής, σε πολλές σεκάνς, βλέπει ως θέαμα τον Τζέφ ενδιάμεσα όμως σε αρκετά πλάνα κοιτάζει με το μάτι του ήρωα (συνήθως μέσα από τα οπτικά όργανα του Τζέφ, π.χ τη φωτογραφική μηχανή του). Ο Χίτσκοκ χρησιμοποιεί επανειλημμένα τα υποκειμενικά πλάνα, επιδιώκοντας την ταύτιση θεατή-ήρωα. Μέσα στο πλαίσιο της κινηματογραφικής δομής της ταινίας, ο Τζέφ αποτελεί προέκταση και ενσάρκωση του ίδιου του θεατή.
Ακριβώς όπως κάνουν και οι θεατές, ο Τζέφ προβάλει τον ψυχικό κόσμο του σε όλα τα πρόσωπα που παρατηρεί, και ίσως φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση τους. Απέναντι σε τόσα δείγματα ζωής που εκθέτονται, μπορεί να αναρωτιέται νοερά, ποια θα είναι η δική του μοίρα στο μέλλον. Η ζωή που αναβράζει, λίγα μέτρα μακρύτερα του, αναπόφευκτα κινητοποιεί τις ορμές της ζωής του, που ψάχνουν να βρουν ένα δρόμο ανάμεσα στην «αρχή της ηδονής», της προσωπικής ηδονοβλεπτικής απόλαυσης, και στην «αρχή της πραγματικότητας», δηλαδή στην αναγκαία προσαρμογή του στις συνθήκες που τον περιβάλλουν.
Μέσα από δυνατές δοκιμασίες και τη βοήθεια της συντρόφου του που παίρνει τα ηνία προσπαθώντας να κατακτήσει την γνώση, το ζευγάρι ενεργοποιείται και έρχεται πιο κοντά.
Ο ήρωας θα εγκαταλείψει την ηδονοβλεψία και τη στάση του αδρανούς ηδονιζομένου παρατηρητή και θα εμπλακεί ενεργά στο ρου της ζωής και του κόσμου.
Κάτι τέτοιο συστήνει και στον θεατή ο σκηνοθέτης..