Departures

2008, σε σκηνοθεσία Γιοτζίρο Τακίτα με τους: Μασαχίρο Μοτόκι, Τσουτόμου Γιαμαζάκι, Ριόκο Χιροσούε, Κιμίκο Γιο

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας νεαρός τσελίστας μένει άνεργος κι επιστρέφει μαζί με τη γυναίκα του στη γενέτειρά του, όπου (εν αγνοία της) πιάνει δουλειά σ’ ένα γραφείο περιποίησης των νεκρών πριν από την οριστική “αναχώρησή” τους.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία κατά μια έννοια αποτελεί έναν φόρο τιμής προς το νεκρό. Καθώς περιθάλπει με ιδιαίτερη ευλάβεια το μυστήριο, το οποίο και κινηματογραφεί και πλαισιώνει με παράλληλες συναισθηματικές εικόνες, οι οποίες ωστόσο λειτουργούν σε ένα βαθμό και αυτόνομα.
Η σκηνοθεσία αξιοποιεί την εθνική κινηματογραφική κουλτούρα (χαρακτηριστική η σκηνή με τον σκληρό τηλεφακό στο άγνωρο πρόσωπο του πατέρα), την οποία όμως δεν παραλείπει να παντρέψει με μοντέρνα στοιχεία. Ενώ τέλος, μελαγχολικές νότες γεμίζουν διάσπαρτα το χώρο.
Το αποτέλεσμα είναι μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη εμπειρία. Με αυτόν τον τρόπο ο Γιοτζίρο Τακίτα φιλοδοξεί να μεταποιήσει την επιφανειακή θλίψη της τελετουργίας σε κάτι ανώτερο. Παράλληλα, αποτελεί διακαή πόθο, τουλάχιστον σε διαλεκτικό επίπεδο, ένας στοχασμός γύρω από τη μεταφυσική υφή του θανάτου.
Από την άλλη, μια σπουδαία αρετή που παρατηρείται στο Departures, είναι ο εικονοκλαστικός τρόπος με τον οποίο μάχεται τις ανθρώπινες θυμοκρατικές εμμονές/προκαταλήψεις που επιβάλλονται υπό καθεστώς άγνοιας. Παρακολουθούμε τον Μασαχίρο Μοτόκι κυριευμένο από ένα αδάμαστο μίσος για τον πατέρα του.
Ένα ρητό λέει: “Αν ήξερες τις μισές από τις συμφορές των εχθρών σου, ταυτόχρονα θα καταλάγιαζε το μίσος σου”. Και αυτό που ενεργοποιεί την οργή του νεαρού ήρωα μας δεν είναι παρά η άγνοια για τη ζωή του πατέρα του. Σε αυτό το σημείο, ο Γιοτζίρο Τακίτα με έναν μαεστρικό τρόπο ποιεί μια αινιγματική ατμόσφαιρα. Και εμείς, σε συμπαθής μοναχικές φυσιογνωμίες (όπως ο άνθρωπος που αναλαμβάνει την απελευθέρωση ψυχής και σώματος) διακρίνουμε μια πιθανή πατρική σχέση. Γιατί ίσως μια συνειδητοποιημένη στάση ζωής, είναι αυτή που καταδικάζει το άτομο στο κοινωνικό περιθώριο. Με παρόμοιο τρόπο, η ταινία μάχεται και τις λοιπές ανθρώπινες προκαταλήψεις. Με αποκορύφωμα τα επιδερμικά στερεότυπα που κατακλύζουν την πλειοψηφία γύρω απ’ το επάγγελμα του “Αναχωρητή”.
Η ταινία μιλάει για το θάνατο, θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο και με το βλέμμα στραμμένο στο χρόνο, την απώλεια και την γήινη ύπαρξη, επιδιώκει μία νηφάλια προετοιμασία για το μεταθανάτιο κόσμο, αφού επέλθει αρχικά η πολυπόθητη διάγνωση της πολύτιμης σημασίας της ζωής. Σ’ αφήνει με την αίσθηση του “έρως και παντός είδους αγάπη ανίκατε μάχαν”.. Ένα φύσει απαισιόδοξο θέμα και μια ταινία που χωρίς να προσπαθεί καθόλου αναβλύζει αισιοδοξία και αγάπη. Και ένας δημιουργός που ξέρει να είναι γλυκός χωρίς να είναι γλυκανάλατος.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *