2001, σε σκηνοθεσία Ρόι Άντερσον με τους: Λαρς Νορντθ, Στέφαν Λάρσον, Τόμι Γιόχανσον
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Σουηδός σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ένα σύμπαν γκρίζο, όπου οι χλωμοί ήρωές του πέφτουν θύματα μπουρλέσκ παραδοξοτήτων. Αποτυχημένοι μάγοι, έμποροι σταυρών, υπάλληλοι που χάνουν την δουλειά και την αξιοπρέπειά τους και απαθή πλήθη εκτίθενται στην ακίνητη κάμερα του σκηνοθέτη…Μέσα σ’ αυτό το χάος, ο Καρλ, ο ήρωάς μας, αντιλαμβάνεται πόσο παράλογος είναι ο κόσμος και πόσο δύσκολο είναι να είσαι άνθρωπος.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σε συνέντευξη Tύπου που παραχώρησε ο σκηνοθέτης στην διάρκεια του 41ου Φεστιβάλ Kινηματογράφου Θεσσαλονίκης (η ταινία προβλήθηκε στο κυρίως πρόγραμμα των Nέων Oριζόντων), ανέφερε πως στο επίκεντρο της ταινίας του βρίσκεται η αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στον κυνισμό, την αυθαιρεσία και το θράσος της άρχουσας τάξης στις δυτικές κοινωνίες από τη μία και έναν ευάλωτο άνθρωπο, που είναι ο ήρωας της ταινίας, από την άλλη.
Ο Άντερσον κάνει μια ταινία αποκάλυψης και καταγγελίας για το πώς, μια τουλάχιστον γενιά, θυσιάζεται στο βωμό των αποφάσεων των πολιτικών υπαλλήλων των καπιταλιστών. Προσθέτει μάλιστα και αρκετή δόση μαύρου χιούμορ, όποιος θέλει και μπορεί, δύναται και να γελάσει. Η σταθερά επίκαιρη ταινία του Άντερσον, σπονδυλωτή, δομημένη κατά ένα μη παραδοσιακό τρόπο, χωρίς πλοκή, με συγκεκριμένη αρχή, κλιμάκωση, κορύφωση και σαφές τέλος, χωρίς ήρωες και σύγκρουση καλών και κακών.
Όσον αφορά τη γραφή της ταινίας, αποτελεί μια μορφή αντίδρασης, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, απέναντι στην αγγλοσαξωνική γραμμική δραματουργία και την εμπορική δομή των περισσοτέρων ταινιών.
Όπως τόνισε ο Ρόι Άντερσον, αυτό που ο ίδιος προσπάθησε να κάνει είναι κάτι διαφορετικό από την κυρίαρχη σύμβαση, να δημιουργήσει φωτογραφίες που να μοιάζουν με ζωγραφικούς πίνακες και παράλληλα να δώσει εικαστική ένταση και στην πλοκή.
Ο ευρυγώνιος φακός είναι εκεί σχεδόν σε κάθε πλάνο για να τονίσει τις προοπτικές γραμμές των διαδρόμων, των δωματίων, των δρόμων, που συγκλίνουν κάπου στη γραμμή του ορίζοντα, την οποία ποτέ δεν βλέπουμε. Έτσι, ο χώρος γίνεται ήδη αναπόσπαστο κομμάτι της πλοκής και του νοήματος των ταινιών. Η σύνθεση χώρου και ανθρώπων δεν είναι ποτέ απλώς τυχαία, αλλά πάντοτε συμβολική και συνειρμική.
Τους χαρακτήρες – στο μεγαλύτερο μέρος – υποδύονται απλοί άνθρωποι και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί.
Η κάμερα παραμένει ακίνητη, η απουσία της κίνησης πλήρης. Κάτι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, αφ’ ενός γιατί συνιστά μια παντελώς α-σύνηθη κίνηση (βρίσκεται στον αντίποδα του σημερινού κινηματογράφου) η οποία φυλακίζει την προσοχή του θεατή και τον υποχρεώνει σε πλήρη συγκέντρωση πάνω σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη. Το βάρος δίνεται στους διαλόγους, στην θεατρική χρήση των ηθοποιών που κινούνται σταθερά και προσεκτικά μέσα σε ορισμένα όρια (σαν σε θεατρική σκηνή. Τα στατικά, μακρινά, μονοπλάνα θυμίζουν την σταθερή θέση του κοινού απέναντι στην θεατρική σκηνή. Αν τώρα ο θεατής εντυπωσιάζεται ή όχι, αυτό είναι άλλο θέμα.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο, καθώς και η ακινησία σε επίπεδο σκηνικής προοπτικής, διαμορφώνει ένα είδος όσμωσης των ορίων ανάμεσα στον κινηματογράφο και την πραγματικότητα.