1978, σε σκηνοθεσία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Νικήτα Τσακίρογλου, Γιώργο Διαλεγμένο, Δημήτρη Πουλικάκο, Όλγα Καρλάτου
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας πατέρας και οι τρεις γιοι του αποτραβιούνται σε μια παλιά αρχοντική έπαυλη, που μόλις κληρονόμησαν, μαζί με την υπηρέτριά της. Η οκνηρία, η χαλαρότητα και τέλος ο ύπνος διαβρώνει σταδιακά τα μέλη αυτής της συμβολικά προσδιορισμένης αστικής οικογένειας, εκτός από την υπηρέτρια, μοναδικό θετικό πρόσωπο σ’ ένα βασίλειο ζωντανών νεκρών.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι τέσσερις άντρες εγκαθίστανται στην νέα τους κατοικία και δεν θα αργήσουν να γίνουν εμφανή τα πρώτα σημάδια βύθισής τους στην απόλυτη οκνηρία. Οι περίπατοι στην εξοχή, η συγκέντρωση στο μεσημεριανό τραπέζι και το τραγούδι με τον καιρό καταργούνται ως ανούσιες παρεκκλίσεις από τον ύπνο τους. Ένας γιος αποφασίζει να χωρίσει την κοπέλα του για να αφοσιωθεί στις μη-ενασχολήσεις του, ενώ η αδράνεια θα υπερνικήσει και τη θέληση του νεότερου εξ’ αυτών για σπουδές. Ο ίδιος μάλιστα θα κάνει φιλότιμες προσπάθειες να διατηρηθεί ξύπνιος, ώστε να απολαύσει την ερωτική του σχέση με την οικιακή βοηθό. Θα ηττηθεί..
Ο ύμνος των απανταχού τεμπέληδων είναι μια σύνθεση από ξαπλωμένα, αδρανή κορμιά που δεν έχουν ούτε τη διάθεση, ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να μιλήσουν. Να κινηθούν. Να σηκωθούν. Όχι απαραιτήτως για να κάνουν κάτι εποικοδομητικό. Απλά για να κάνουν κάτι. Η απόλυτη αποσύνθεση της ανθρώπινης ύπαρξης ως ον κοινωνικό, δημιουργικό. Σε όλους είναι εύκολη η αποστροφή απέναντι σε ένα εικοσιτετράωρο σκληρής χειρωνακτικής εργασίας. Μέσα από την ταινία όμως, συνειδητοποιούμε ότι και το αντίθετο άκρο δεν είναι καλύτερο..
Η κάμερα περιφέρεται στις αίθουσες του αχανούς οικήματος με νωχελικούς ρυθμούς, ταυτιζόμενη με την υπνωτισμένη κατάσταση των προσώπων που αποτυπώνει. Σημαντικές οι αισθητικές επιλογές του Παναγιωτόπουλου, ο οποίος παρατηρεί την ιστορία της οικογενειακής αδράνειας σε ένα περιβάλλον φορτωμένο με άψυχα αντικείμενα. Αγαλματίδια και ένα σωρό κάδρα ζωγραφικής προελαύνουν στο κινηματογραφικό πανί, ενώ τα μακρά πλάνα του Έλληνα σκηνοθέτη περιγράφουν γλαφυρά αυτή την αποπνικτική αίσθηση ακινησίας. Τα εμβόλιμα πλάνα της εξωτικής φύσης λειτουργούν σαν φυγόκεντρα σημεία από το πρωταγωνιστικό νεκρώσιμο μοτίβο.
Στον θεατή όμως δεν δίνεται η ευκαιρία της χαλάρωσης. Τα διαρκή πλάνα στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της έπαυλης, συνδυασμένα με τη διαρκή, ενοχλητική αδράνεια επί της οθόνης, συνθέτουν μια πρωτόγνωρη αίσθηση έντασης, ακόμη και φόβου.
Επηρεασμένος θεματικά από την Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας του Μπουνιουέλ, ο Παναγιωτόπουλος καθρεπτίζει στους πρωταγωνιστές του την παρακμή της αστικής τάξης καθώς και την κοινωνική αδράνειά της. Σατιρίζοντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές και πολιτικές δομές της Ελλάδας των τελών της δεκαετίας του ’70, κατορθώνει να δομήσει ένα από τα πιο καλοχαραγμένα αλληγορικά αποτυπώματα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Περισσότερο όμως από αυτό, επιτυγχάνει να χειριστεί με δεξιοτεχνία ένα από τα δυσκολότερα θέματα που έχουν απεικονιστεί ποτέ επί της οθόνης, με τον ύπνο να κλέβει το ρόλο του πρωταγωνιστή από τους αψεγάδιαστους ανδρικούς ρόλους. Η ιδιοφυής κινηματογράφηση, του χάρισε το Δεύτερο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο καθώς και το Δεύτερο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο.