1989, σε σκηνοθεσία Τζιουζέπε Τορνατόρε με τους: Φιλίπ Νουαρέ, Ζακ Περέν, Ίσα Ντανιέλι, Αντονέλα Αττίλι, Μάριο Λεονάρντι και το μικρό Σαλβατόρε Κάσιο
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στα τέλη του 40 σ’ ένα χωριό της Σικελίας, ένα αγόρι ο Σαλβατόρε ανακαλύπτει τη μαγεία του σινεμά και γίνεται φίλος με το μηχανικό προβολής, τον οποίο κι αντικαθιστά όταν αυτός τυφλώνεται σ’ ένα ατύχημα.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μέσα από τη ζωή ενός αγοριού παθιασμένου με τον κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης περιγράφει τη σημασία της 7ης Τέχνης για την κουλτούρα μιας επαρχιακής πόλης, μέσα από την απλή καθημερινότητά της. Οι άνθρωποι αυτοί κλαίνε, γελάνε, διαπλάθουν την προσωπικότητά τους και ζουν μέσα από την πραγματικότητα του κινηματογράφου, ξεχνώντας σοβαρά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα μιας χώρας που τότε συνέρχεται από τον πόλεμο.
Το αυτοβιογραφικό στοιχείο που ενυπάρχει στην ιστορία ήταν φαίνεται αυτό που εξασφάλισε την ομαλή και με τόση φυσικότητα αφήγηση. Η ιστορία κυλά αβίαστα χωρίς κοιλιές, χωρίς μελοδραματικές υπερβολές, με εξαιρετικά καλά ενταγμένα στη ροή της κωμικά στιγμιότυπα. Μαγικές είναι οι σκηνές που διαδραματίζονται στην κινηματογραφική αίθουσα. Οι θεατές ζουν στην κυριολεξία μέσα σ’ αυτή, καπνίζουν, πίνουν, ερωτεύονται, θηλάζουν τα παιδιά τους, φωνάζουν, εξαγριώνονται και κυρίως περιμένουν με αγωνία αυτό το φιλί. Αυτό το φιλί που έχει αφαιρεθεί με το αυτοσχέδιο μοντάζ του Αλφρέντο πάντα ύστερα από παραίνεση του παπά, ο οποίος έχει πάντα την ευκαιρία να το απολαύσει λίγο πριν το καταδικάσει.
Το φιλί, λοιπόν, είναι ένα σημαντικό στοιχείο στο φιλμ του Τορνατόρε. Το φιλί της οθόνης που αφαιρείται μετά την λογοκρισία του παπά από την κόπια της κάθε ταινίας, το φιλί που περιμένουν αλλά δεν βλέπουν οι θεατές, η αποκατάστασή του στην οθόνη με την πάροδο των χρόνων, το φιλί του Σαλβατόρε και της Ελένα, το μοντάζ των κομμένων φιλιών που θα απελευθερώσει ανακουφιστικά κάθε συναίσθημά μας στο τέλος. Ναι, είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο έκφρασης του δημιουργού. Είναι και αυτό που απελευθερώνει τον ώριμο αλλά στεγνό πλέον Σαλβατόρε στην τελική σκηνή, θυμίζοντάς του τον τρόπο με τον οποίο οι πρώτες και αξεπέραστες αγάπες του λειτουργούσαν ως μοχλός έμπνευσης. Μαγεύει ο τρόπος με τον οποίο σχετίζεται ο πρωταγωνιστής με τα πράγματα και τα πρόσωπα. Ο Σαλβατόρε αντιδρά με πάθος σε όλες τις σχέσεις και καταστάσεις γύρω του και διατηρεί μία βαθιά ερωτική ματιά για όλα. Γι αυτό και η ιδέα της αφήγησης της σχέσης του Σαλβατόρε με τον κινηματογράφο παράλληλα με αυτήν του έρωτά του για την Ελένα είναι πραγματικά ευφυέστατη. Η μία σχέση συμπληρώνει την άλλη και στο τέλος διαπιστώνουμε ότι και οι δύο μαζί είναι αυτές που του προσφέρουν όλα όσα εμπεριέχονται στον έναν , τον μεγάλο έρωτα. Πόνο, μοναξιά, πάθος, χαρά, αγωνία, ζήλια, ευτυχία, απογοήτευση. Τα πάντα.
Το μοντάζ των φιλιών συνοδευόμενο από την μουσική του Έννιο Μορρικόνε αποτελεί μία εξαιρετικά φορτισμένη σκηνή όχι μόνο για τον ήρωα της ταινίας αλλά και για τον καθένα από εμάς που βλέπει να περνά η ιστορία του κινηματογράφου από τα μάτια του με τον πιο ιδιότυπο τρόπο.
Η ταινία αγαπήθηκε βαθιά από το κινηματογραφικό κοινό. Ο Τζιουζέπε Τορνατόρε κατόρθωσε να κάνει πραγματικότητα μία ταινία που εκφράζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ερωτική σχέση που συχνά διατηρούμε με τον κινηματογράφο, μία σχέση απολύτως διαλεκτική. Κοντά σε αυτό, πραγματεύτηκε με τρυφερότητα και νοσταλγία τα πρώτα φιλιά, τα συγκλονιστικά φιλιά, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τους ομολογημένους πρώτους έρωτες, όλα αυτά που γλυκαίνουν ή πικραίνουν τη ζωή μας και διαμορφώνουν αναζωογονητικές αναμνήσεις. Το αποτέλεσμα που είδαμε στην οθόνη μίλησε κατευθείαν στην καρδιά των θεατών. Όλων των θεατών, καθώς όλοι διασώζουμε μέσα μας κομμάτια από τους, παρελθόντες ή μη, έρωτες της ζωής μας. Αυτά είναι που μας βοηθούν να πορευόμαστε.