Το εργαστήριο αυτοδιαχείρισης της υγείας είναι ένας τρόπος για να έρθουμε ξανά σε επαφή με το σώμα και τις αισθήσεις μας, μέσω της συγκέντρωσης, της παρατήρησης και της καταγραφής.
Ο νέος κύκλος του πολύ ενδιαφέροντος αυτού βιωματικού εργαστηρίου
ξεκίνησε στη σβούρα κάθε Τρίτη, στις 6.00μμ.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Μετά από μια έκρηξη πάνω σε ένα πλοίο στο λιμάνι του Σαν Πέντρο, η αστυνομία ανακαλύπτει 27 πτώματα και ναρκωτικά αξίας 91 εκατομμυρίων δολαρίων. Μοναδικοί επιζήσαντες της έκρηξης είναι ένας Ούγγρος τρομοκράτης, μέλος του πληρώματος του πλοίου και ένας μικροαπατεώνας με μερική αναπηρία, ο οποίος συλλαμβάνεται και ανακρίνεται. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του θα ομολογήσει πώς ακριβώς μπλέχτηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση, μαζί με 4 άλλους σεσημασμένους κακοποιούς..
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Το 1995 ο σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ έγινε ευρύτερα γνωστός στο χολιγουντιανό κύκλωμα κινηματογραφώντας υπέροχα το εν λόγω νεονουάρ θρίλερ, μία εικαστικά θεσπέσια και στυλιζαρισμένη αφηγηματική σπαζοκεφαλιά χιτσκοκικής παραπλάνησης με ευφυές σενάριο, ατμοσφαιρικά ντεκόρ και φωτογραφία, εξαίρετη διανομή ρόλων και προσεγμένη συνοδευτική ορχηστρική μουσική. Οι φωτοσκιάσεις, τα ντεκόρ, τα γεωμετρικά αρμονικά κάδρα της κάμερας, η ανησυχαστική ορχηστρική μουσική και τα ανατριχιαστικά, υπαινικτικά κοντινά πλάνα με σταθερά αυξανόμενο ζουμ σε πρόσωπα ή αντικείμενα, συνεργάζονται για να απογειώσουν την αγωνία και την αίσθηση της αόρατης παρασκηνιακής δράσης, ενός αναπόδραστου κλοιού ο οποίος περισφίγγει σταδιακά τους ήρωες.
Το πυκνό μυστήριο της εύρυθμης και ευρηματικής πλοκής, η μη γραμμική αφήγηση με τις περιστασιακές αναδρομές και τις πολλαπλές αντικρουόμενες οπτικές, εστιάζει κυρίως στην ιστορία την οποία διηγείται εκ των υστέρων ο «βλάκας και ανάπηρος» Βέρμπαλ Κιντ στους αστυνομικούς ανακριτές του, μετά το μακελειό στο λιμάνι του Λος Άντζελες το οποίο παρακολουθούμε κατά την εισαγωγική σεκάνς και το οποίο στην πραγματικότητα είναι η κατάληξη της ιστορίας – σχεδόν όλο το φιλμ συνιστά μια αναδρομική εξιστόρηση από τον Κιντ.
Μέσα από ένα από τα πιο έξυπνα και ανατρεπτικά σενάρια που παρουσιάστηκαν στον κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια ο Μπράιαν Σίνγκερ κατάφερε να στήσει ένα αξέχαστο mindgame με τον θεατή. Αυτό όμως που σε καθηλώνει είναι ο τρόπος που σε οδηγεί το σενάριο, στα μονοπάτια που αυτό θέλει, χωρίς να σε αφήνει στιγμή να ανασάνεις..
Verbal Kint: ” Keane always said: I don’t believe in God, but I’m afraid of him. Well I believe in God and the only thing that scares me is Keyser Soze……”
1989, σε σκηνοθεσία Τζιουζέπε Τορνατόρε με τους: Φιλίπ Νουαρέ, Ζακ Περέν, Ίσα Ντανιέλι, Αντονέλα Αττίλι, Μάριο Λεονάρντι και το μικρό Σαλβατόρε Κάσιο
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Στα τέλη του 40 σ’ ένα χωριό της Σικελίας, ένα αγόρι ο Σαλβατόρε ανακαλύπτει τη μαγεία του σινεμά και γίνεται φίλος με το μηχανικό προβολής, τον οποίο κι αντικαθιστά όταν αυτός τυφλώνεται σ’ ένα ατύχημα.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Μέσα από τη ζωή ενός αγοριού παθιασμένου με τον κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης περιγράφει τη σημασία της 7ης Τέχνης για την κουλτούρα μιας επαρχιακής πόλης, μέσα από την απλή καθημερινότητά της. Οι άνθρωποι αυτοί κλαίνε, γελάνε, διαπλάθουν την προσωπικότητά τους και ζουν μέσα από την πραγματικότητα του κινηματογράφου, ξεχνώντας σοβαρά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα μιας χώρας που τότε συνέρχεται από τον πόλεμο.
Το αυτοβιογραφικό στοιχείο που ενυπάρχει στην ιστορία ήταν φαίνεται αυτό που εξασφάλισε την ομαλή και με τόση φυσικότητα αφήγηση. Η ιστορία κυλά αβίαστα χωρίς κοιλιές, χωρίς μελοδραματικές υπερβολές, με εξαιρετικά καλά ενταγμένα στη ροή της κωμικά στιγμιότυπα. Μαγικές είναι οι σκηνές που διαδραματίζονται στην κινηματογραφική αίθουσα. Οι θεατές ζουν στην κυριολεξία μέσα σ’ αυτή, καπνίζουν, πίνουν, ερωτεύονται, θηλάζουν τα παιδιά τους, φωνάζουν, εξαγριώνονται και κυρίως περιμένουν με αγωνία αυτό το φιλί. Αυτό το φιλί που έχει αφαιρεθεί με το αυτοσχέδιο μοντάζ του Αλφρέντο πάντα ύστερα από παραίνεση του παπά, ο οποίος έχει πάντα την ευκαιρία να το απολαύσει λίγο πριν το καταδικάσει.
Το φιλί, λοιπόν, είναι ένα σημαντικό στοιχείο στο φιλμ του Τορνατόρε. Το φιλί της οθόνης που αφαιρείται μετά την λογοκρισία του παπά από την κόπια της κάθε ταινίας, το φιλί που περιμένουν αλλά δεν βλέπουν οι θεατές, η αποκατάστασή του στην οθόνη με την πάροδο των χρόνων, το φιλί του Σαλβατόρε και της Ελένα, το μοντάζ των κομμένων φιλιών που θα απελευθερώσει ανακουφιστικά κάθε συναίσθημά μας στο τέλος. Ναι, είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο έκφρασης του δημιουργού. Είναι και αυτό που απελευθερώνει τον ώριμο αλλά στεγνό πλέον Σαλβατόρε στην τελική σκηνή, θυμίζοντάς του τον τρόπο με τον οποίο οι πρώτες και αξεπέραστες αγάπες του λειτουργούσαν ως μοχλός έμπνευσης. Μαγεύει ο τρόπος με τον οποίο σχετίζεται ο πρωταγωνιστής με τα πράγματα και τα πρόσωπα. Ο Σαλβατόρε αντιδρά με πάθος σε όλες τις σχέσεις και καταστάσεις γύρω του και διατηρεί μία βαθιά ερωτική ματιά για όλα. Γι αυτό και η ιδέα της αφήγησης της σχέσης του Σαλβατόρε με τον κινηματογράφο παράλληλα με αυτήν του έρωτά του για την Ελένα είναι πραγματικά ευφυέστατη. Η μία σχέση συμπληρώνει την άλλη και στο τέλος διαπιστώνουμε ότι και οι δύο μαζί είναι αυτές που του προσφέρουν όλα όσα εμπεριέχονται στον έναν , τον μεγάλο έρωτα. Πόνο, μοναξιά, πάθος, χαρά, αγωνία, ζήλια, ευτυχία, απογοήτευση. Τα πάντα.
Το μοντάζ των φιλιών συνοδευόμενο από την μουσική του Έννιο Μορρικόνε αποτελεί μία εξαιρετικά φορτισμένη σκηνή όχι μόνο για τον ήρωα της ταινίας αλλά και για τον καθένα από εμάς που βλέπει να περνά η ιστορία του κινηματογράφου από τα μάτια του με τον πιο ιδιότυπο τρόπο.
Η ταινία αγαπήθηκε βαθιά από το κινηματογραφικό κοινό. Ο Τζιουζέπε Τορνατόρε κατόρθωσε να κάνει πραγματικότητα μία ταινία που εκφράζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ερωτική σχέση που συχνά διατηρούμε με τον κινηματογράφο, μία σχέση απολύτως διαλεκτική. Κοντά σε αυτό, πραγματεύτηκε με τρυφερότητα και νοσταλγία τα πρώτα φιλιά, τα συγκλονιστικά φιλιά, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τους ομολογημένους πρώτους έρωτες, όλα αυτά που γλυκαίνουν ή πικραίνουν τη ζωή μας και διαμορφώνουν αναζωογονητικές αναμνήσεις. Το αποτέλεσμα που είδαμε στην οθόνη μίλησε κατευθείαν στην καρδιά των θεατών. Όλων των θεατών, καθώς όλοι διασώζουμε μέσα μας κομμάτια από τους, παρελθόντες ή μη, έρωτες της ζωής μας. Αυτά είναι που μας βοηθούν να πορευόμαστε.
Κατασκευάζουμε αποκριάτικες μάσκες με βασικό υλικό το χαρτόνι.
Προσθέτουμε τη φαντασία μας και ότι υλικό μας βρίσκεται στο σπίτι.
Φέρτε μαζί σας ένα μεγάλο κομμάτι χαρτόνι σκληρό και από εκεί και πέρα, μαλλί, κουμπιά, πανιά ή οτιδήποτε άλλο θεωρείτε πως σας ταιριάζει και ελάτε να περάσουμε μαζίένα δίωρο με κατασκευές, καφέ, παρέα, μουσική.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, κουρασμένος απ’ τις μυθοπλασίες, αναζητά μια ιστορία ουσιαστική και προσκολλάται σ’ έναν γέρο που πουλάει λεβάντες στο δρόμο: τον Σπύρο, έναν πρώην κομμουνιστή, εξόριστο στην Τασκένδη, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα μετά από 32 χρόνια εξορία. Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών, και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Ταξίδι στα Κύθηρα έχει δύο πρωταγωνιστές: τον Σπύρο και τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο. Ο Σπύρος είναι ένας από τους Οδυσσείς της ελληνικής Ιστορίας. Είναι ο Έλληνας που πίστεψε στο σοσιαλιστικό όραμα, έφτασε μέχρι το εκτελεστικό απόσπασμα, εκτοπίστηκε και, τριάντα χρόνια μετά, θέλησε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Όμως οι κοινωνικές και πολιτικές δομές της χώρας και το παρελθόν του εξακολουθούν να είναι ασύμβατα. Η χώρα αδυνατεί να τον αφομοιώσει ως σάρκα από τη σάρκα της, αδυνατεί να δεχτεί αυτά που έσπειρε (το όνομα ‘Σπύρος’ δεν είναι τυχαίο). Ο Αλέξανδρος, ο σκηνοθέτης που φαντάζεται όλη αυτή την ιστορία με τον επαναπατρισθέντα πατέρα του, παίζει το ρόλο σύγχρονου Τηλέμαχου, ακολουθώντας τον Οδυσσέα σε αυτήν την μεταϊθακική περιπέτεια. Ο Αλέξανδρος είναι κάτι παραπάνω από το alter ego του Αγγελόπουλου. Είναι ντυμένος ακριβώς όπως ο Αγγελόπουλος, η φωνή του ιταλού ηθοποιού έχει ντουμπλαριστεί από τον ίδιο και, σε μία σκηνή που τον βλέπουμε να κάθεται στο σκηνοθετικό του γραφείο, αναγνωρίζουμε το γραφείο του Αγγελόπουλου, με αφίσες του Θιάσου να κοσμούν τους τοίχους. Οι αυτοβιογραφικές αναφορές εκτείνονται σε όλη την ταινία γεγονός που έκανε πολλούς να πουν ότι, το Ταξίδι στα Κύθηρα έχει στο έργο του Αγγελόπουλου τη θέση που έχει το 81/2 στο έργο του Φελίνι. Μαζί με τον ‘Μελισσοκόμο’ και το ‘Τοπίο στην Ομίχλη’, αποτελούν μία τριλογία ‘της σιωπής’. Στο Ταξίδι στα Κύθηρα σιωπά η Ιστορία, στον Μελισσοκόμο ο έρωτας και στο Τοπίο στην Ομίχλη ο θεός. Το σενάριο
Για πρώτη φορά ο Αγγελόπουλος συνεργάζεται με τον Τονίνο Γκουέρα, συνεργάτη του Αντρέι Ταρκόφσκι στα σενάρια των ταινιών του. Σε ένα ταξίδι του Αγγελόπουλου στη Ρώμη, ο Ταρκόφσκι του μιλάει για τον Γκουέρα με τα καλύτερα λόγια. Στο σενάριο συνεργάστηκε επίσης και ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός. Είναι γραμμικό σενάριο, με μόνη ‘υπέρβαση’ το στοιχείο της ταινίας μέσα στην ταινία, με ασαφή για τον θεατή όρια. Κάποιες σουρεαλιστικές πινελιές υπενθυμίζουν ότι ο Αγγελόπουλος εφαρμόζει την μέθοδο της μπρεχτικής αποδραματοποίησης. Η μουσική της ταινίας Στο Ταξίδι στα Κύθηρα ξεκινάει η συνεργασία του Αγγελόπουλου με την Ελένη Καραΐνδρου, την οποία η τελευταία έχει χαρακτηρίσει ως μία συνάντηση ψυχής. Η εκπληκτική σύμπνοια των εικόνων του σκηνοθέτη με την αφαιρετική ορχηστρική μουσική της συνθέτιδας έγινε αμέσως αντιληπτή ήδη από αυτή την πρώτη ταινία τους. Το soundtrack της ταινίας έγινε μια παγκόσμια επιτυχία και αγαπήθηκε πολύ στο εξωτερικό, ιδίως στην Ιαπωνία. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά μουσικά θέματα της ελληνικής ορχηστρικής μουσικής της δεκαετίας του 1980, με απτές τις χατζιδακικές καταβολές της Καραΐνδρου. Αίσθηση έκανε ο πειραματισμός της χρήσης του κεντρικού μοτίβου. Από ορχηστρικό θέμα αξιοποιείται και ως τζαζ ιντερλούδιο, αλλά και ως ζεϊμπέκικο που τραγουδήθηκε από τον Γιώργο Νταλάρα. Ο Αγγελόπουλος δέθηκε τόσο πολύ με τη μουσική της Καραΐνδρου, ώστε, κατά τη διάρκεια ενός τράβελινγκ (εκείνου που παρουσιάζει την αποβίβαση του Σπύρου από το πλοίο που τον φέρνει από την Ουκρανία), έβαλε την μουσικό να παίζει το μουσικό θέμα με μία μελόντικα δίπλα στον μακινίστα, ο οποίος έσερνε την κάμερα πάνω στις ράγες, μόνο και μόνο, για να έχει τον εσωτερικό ρυθμό της μουσικής της ταινίας! Παρασκήνιο O Αγγελόπουλος πηγαίνει και βρίσκει τον Κατράκη στο νοσοκομείο για να του προτείνει να παίξει στην ταινία του. ‘Του λέω την ιστορία και όση ώρα του μιλούσα, τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Έκλαιγε. Μου λέει: ‘Θέλω να το κάνω, έστω κι αν πεθάνω. Μόνο που δεν ξέρω αν σου κάνω. Μπορεί να μου συμβεί κάτι. Εάν το ρισκάρεις εσύ, εγώ το ρισκάρω.’. Λέω: ‘το ρισκάρω’. (…) Πρέπει να πω όμως πως όταν έφερα τον Μάνο στις Κάννες για να δει την ταινία, στη διάρκεια της προβολής είχε συγκινηθεί πάρα πολύ. Έσκυψε και μου είπε: ‘Νομίζω ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει’. Λέω: ‘Νομίζω, ναι, μάλλον έτσι είναι.’. Λίγο καιρό μετά πέθανε’.’ Βραβεία
Σεναρίου και FIPRESCΙ του Φεστιβάλ Καννών, 1984. Βραβείο κριτικών του Φεστιβάλ του Ρίο ντε Τζανέιρο, 1984.Καλύτερης ταινίας, σεναρίου, πρώτου ανδρικού ρόλου, πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1984.
2000, σε σκηνοθεσία του Λαρς Φον Τρίερ, με τους Μπιορκ, Κατρίν Ντενέβ, Ντέιβιντ Μορς, Πίτερ Στορμάρε, Τζόελ Γκρέι, Κάρα Σέιμουρ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Η Σέλμα, μια Τσέχα μετανάστρια στις ΗΠΑ που χάνει σιγά σιγά το φως της εξαιτίας κάποιας κληρονομικής πάθησης, δουλεύει και μαζεύει χρήματα, προκειμένου ο γιος της να εγχειριστεί στα μάτια και να μην έχει τη δική της τύχη. Όμως η μοίρα θα σταθεί σκληρή απέναντί της.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η νευρική κινηματογράφηση του Τρίερ προσδίδει αλήθεια και ζωντάνια βυθίζοντάς μας στην ζωή των πρωταγωνιστών. Το μιούζικαλ είναι ιδιοφυής προσθήκη σε αυτού του είδους την ταινία και μετατρέπει το μελό, σε σουρεαλιστικό παραμύθι με κοινωνικές προεκτάσεις, έντονους συναισθηματισμούς και εκκεντρικό χιούμορ. Αυτό κάνει την ταινία μοναδική και καθηλωτική. Αν συνηθίσεις τον γρήγορο ρυθμό της, σίγουρα οι αιθέριες μουσικές της Μπιορκ θα σε παρασύρουν σε έναν κόσμο ονειρικό που το κλάμα γίνεται γέλιο, η λύπη χαρά, η δυσκολία συμπόνια και συμπαράσταση, το άδικο ελπίδα, το σκοτάδι φως και ο «θάνατος» λύτρωση.
Η Σέλμα ξέρει πολύ καλά σε τι κόσμο ζει, δεν απελπίζεται όμως. Έχει αφοσιωθεί στον «σκοπό της» και κάνει τη ζωή μιούζικαλ «όπου τίποτα το φοβερό δεν μπορεί να σου συμβεί». Μεταμορφώνει έτσι τους ήχους των μηχανών στο εργοστάσιο, του τρένου, των βημάτων αλλά και τον ήχο της σιωπής σε μουσική. Μεταμορφώνει την κακομεταχείριση, την εκμετάλλευση και την πονηριά, σε αυταπάρνηση και αγάπη και οδηγείται μοιρολατρικά προς «το τέλος». Σε κάθε της τραγούδι όλα πλημμυρίζουν με συναίσθημα και φως και ξαφνικά στην παύση, προσγειωνόμαστε όλοι απότομα στην σοκαριστική πραγματικότητα ακόμα πιο ρεαλιστικά , ακόμα πιο ωμά. Ο Τρίερ χειρίζεται την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση σαν μεγάλος δημιουργός και αυξομειώνει τις εντάσεις εκεί και όπως ακριβώς χρειάζεται, ανεβάζοντας την αισθητική απόλαυση μέχρι να οδηγηθούμε στην αριστοτελική «κάθαρση» και να λυτρωθεί η ψυχή μας.
Ακόμα και όταν τα πάντα φαίνεται να έχουν τελειώσει, η ελπίδα μπορεί να συνεχίζει να ανθίζει… μέσα από την αγάπη της Κάθυ ή Κβάλντα(Κατρίν Ντενέβ, που έδεσε με έναν υπέροχα αντισυμβατικό τρόπο με την Μπιορκ), του Τζεφ, της Μπρέντα, του Ώλντριτς Νόβυ, ως «δανεικού πατέρα» και τελευταία σανίδα σωτηρίας, την αγάπη της ίδιας της Σέλμα για τον γιο της Τζην.
Η αδικία και η εκμετάλλευση του αδύναμου, η εξουσία, η θανατική ποινή είναι μερικά μόνο από τα θέματα που θέτει προς προβληματισμό ο Τρίερ.
Το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» είναι μια ταινία που είτε θα λατρέψεις είτε θα μισήσεις. Σίγουρα οι κριτικοί στο Φεστιβάλ Καννών το 2000 την λάτρεψαν, αφού απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ η Μπιορκ κέρδισε τα πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου, με μια ερμηνεία αξεπέραστη.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα έργο τέχνης, μια ταινία υψηλής ποιότητας και αισθητικής αξίας, τεχνικά άψογη και πρωτοπόρα στο είδος της, δοσμένη με τον ανατρεπτικό τρόπο του Λαρς Φον Τρίερ. Αλλά πάνω από όλα, το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» είναι μια ταινία με ψυχή.
Και πράγματι μπορεί και μια δραματική ταινία να ξεκινάει με την «Μελωδία της Ευτυχίας».