1996, σε σκηνοθεσία Κουέντιν Ταραντίνο, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, Αλεξάντερ Ρόκγουελ και Άλισον Άντερς, με τους: Μπρους Γουίλις, Μαντόνα, Αντόνιο Μπαντέρας, Τιμ Ροθ, Τζένιφερ Μπιλς
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Τέσσερις κωμικοτραγικές ιστορίες που διαδραματίζονται το βράδυ της Πρωτοχρονιάς σε ένα ξενοδοχείο.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Ο δύσμοιρος γκρουμ του ξενοδοχείου Τεντ (Τιμ Ροθ) την παραμονή της Πρωτοχρονιάς θα ζήσει την πιο άγρια νύχτα της ζωής του! Προσπαθώντας να εξυπηρετήσει τους πελάτες του ξενοδοχείου συναντά τους πιο παράξενους και εκκεντρικούς ανθρώπους που έχει γνωρίσει ποτέ! Σε ένα από τα δωμάτια τέσσερις μάγισσες προσπαθούν να καλέσουν το πνεύμα της θεάς Ντιάνα. Σε ένα άλλο δωμάτιο ένας εξαγριωμένος σύζυγος σημαδεύει με πιστόλι την γυναίκα του. Στο τρίτο δωμάτιο ένας άγριος γκάνγκστερ αναγκάζει τον Τεντ να προσέχει τα παιδιά του, ενώ στο τέταρτο έναs εκκεντρικός σκηνοθέτης κάνει πάρτι και βάζει ένα αλλόκοτο στοίχημα…
Αρχικό πλάνο ήταν η ταινία να λέγεται Πέντε δωμάτια, με τον Ρίτσαρντ Λινκλάτερ να υπογράφει την πέμπτη ιστορία, αλλά αποχώρισε πριν αρχίσει η παραγωγή.
Στο ρόλο που δεν μπόρεσε τελικά να αναλάβει ο Στηβ Μπουσέμι, έρχεται ο συμπρωταγωνιστής του από το Reservoir Dogs, Τιμ Ροθ, που αναδεικνύεται ένας από τους λόγους για να δεις την ταινία.
Ο Μπρους Γουίλις δεν αναφέρεται στους τίτλους της ταινίας γιατί συμμετείχε σ αυτήν χωρίς αμοιβή, για χάρη του φίλου του Ταραντίνο. Με αυτόν τον τρόπο όμως παραβίασε τους όρους της Επιτροπής Κινηματογράφου και κατέληξε σ αυτή τη συμφωνία για να αποφύγει τις μηνύσεις.
Αστέρες και αστερίσκοι παρελαύνουν σ’ αυτή τη μαύρη κωμωδία, περνώντας από συνάξεις μαγισσών, σεξουαλικά διεστραμμένα ζευγάρια και προβληματικές οικογένειες, για να καταλήξουν σε μια μεθυσμένη παρέα από το Hollywood.
1998, σε σκηνοθεσία Γκάι Ρίτσι με τους: Βίνι Τζόουνς, Στινγκ, Ντέξτερ Φλέτσερ, Νικ Μόραν, Τζέισον Φλέμινγκ, Τζέισον Στέιθαμ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Για να ξεχρεώσει ένα χαρτοπαικτικό χρέος, ο Έντι και η παρέα του ληστεύουν μια συμμορία, η οποία μόλις έκλεψε ένα κέντρο διακίνησης ναρκωτικών, κι επιχειρούν να διαθέσουν τα κλεμμένα ναρκωτικά σε μια άλλη συμμορία, αγνοώντας ότι της ανήκουν. Στο κομφούζιο που θα δημιουργήσουν, αρκετές λονδρέζικες συμμορίες θα αλληλοφαγωθούν μεταξύ τους.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Φρέσκια, αστεία, απολαυστική, μοντέρνα, προκλητική. Ο μόλις τριαντάχρονος -τότε- σκηνοθέτης της, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις κινηματογράφου- η ταινία αποτέλεσε το ντεμπούτο του στις ταινίες μεγάλους μήκους- φλερτάρει με όλα τα κινηματογραφικά κλασικά κολπάκια, slow motion, still image, υποκειμενικά “τρελά” πλάνα, τα χρησιμοποιεί όλα κατά κόρον, όπως κάθε πρωτάρης του είδους, και ευφραίνει τα μάτια και τα ώτα.
Οι ήρωες του, δεν είναι υπεράνθρωποι, αντίθετα έχουν πολλές αδυναμίες που τους εμποδίζουν να φτάσουν στους στόχους τους. Ο Ρίτσι δομεί τους δικούς του χαρακτήρες σχεδόν από το μηδέν, κάτι που τους κάνει πιο ενδιαφέροντες.
Οι δεύτερες διηγήσεις μέσα στην ταινία είναι τόσο πολλές, που δεν περιγράφονται. Η δράση είναι καταιγιστική, γεμάτη κωμικές στιγμές που αποφορτίζουν την ένταση και οι εξελίξεις είναι απολαυστικά ανατρεπτικές, πολυεπίπεδες και καθόλου αφελείς. Ισορροπεί ανάμεσα στη βία, που ποτέ δεν γίνεται ηδονοβλεπτική (όπως στον Ταραντίνο για παράδειγμα, με τον οποίο τον συνέκριναν), και προτείνει την αγγλική, πάντα στο βάθος ειρωνική, αντιμετώπιση των πραγμάτων, χωρίς αμερικανικές ηθικολογίες.
Σεναριογράφος ο ίδιος ο Γκάι Ρίτσι, που αποκαλύπτει πτυχές από τη ζωή του λονδρέζικου υποκόσμου.
Η χρήση της μουσικής, τόσο της πρωτότυπης όσο και γνωστών κομματιών της αγγλικής μουσικής σκηνής, είναι αδύνατον να μη μας δημιουργήσει μειδίαμα. Σε συνδυασμό με την ευστοχία της φωτογραφίας μπαίνουμε στο κλίμα και νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στην Αγγλία των 90ς.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Εφτά ξεκαρδιστικές βινιέτες συνθέτουν αυτή τη σπονδυλωτή ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Γούντι Άλεν, αντλώντας την έµπνευσή του από το ομότιτλο βιβλίο του σεξολόγου Δρ. Ντέιβιντ Ρούµπεν.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η διασημότερη από τις πρώτες ταινίες του Νεοϋορκέζου σκηνοθέτη βρίθει σκηνών κωμικής ιδιοφυΐας, βασισμένης περισσότερο σε υπερρεαλιστικές, χιουμοριστικές καταστάσεις και λιγότερο σε λεκτικά διανοούμενα αστεία (σήμα κατατεθέν του Άλεν από τα επόμενα, ωριμότερα πονήματά του).
O Γούντι Άλεν διευρύνει τα όρια της κωμωδίας, συνδυάζοντας τη θεότρελη αισθαντικότητα και την αθυρόστομη ασέβεια με τη μοναδική αίσθηση του ξεχωριστού του χιούμορ. Στέκεται στο ύψος των περιστάσεων με τη σκιαγράφηση διαφόρων υστερικών χαρακτήρων που, με τον τρόπο τους, θίγουν μερικά από τα πιο πικάντικα σεξουαλικά ζητήματα.
Η ταινία δεν λειτουργεί μόνο ως παρωδία των εγχειριδίων για το σεξ αλλά είναι και μια ευφυής σάτιρα των σεξουαλικών ηθών. ‘Έχουν αποτέλεσμα τα αφροδισιακά;’, ‘Τι είναι ο σοδομισμός;’, ‘Γιατί κάποιες γυναίκες δυσκολεύονται να φτάσουν σε οργασμό;’, ‘Οι τραβεστί είναι ομοφυλόφιλοι;’, ‘Τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της εκσπερμάτωσης;’: είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία επιχειρούν να απαντήσουν οι ήρωες των μικρών ιστοριών. Μια φράση στο τέλος της 6ης σκηνής μοιάζει να συνοψίζει ιδανικά το θέμα και των επτά επεισοδίων: ‘Ορισμένα πράγματα για το σεξ καλύτερα να μένουν άγνωστα’.
Με εξαιρετικό επιτελείο θρυλικών κωμικών, η ταινία αυτή αναδεικνύει το οξύ κωμικό πνεύμα του Άλεν και το ταλέντο του στο slapstick χιούμορ. Αφήνοντας εντελώς ελεύθερη την αχαλίνωτη φαντασία του, έχοντας υπ΄ όψιν τα πιο παράλογα κουσούρια της κοινωνίας, ο Άλεν αποσκοπεί στην έρευνα της λαϊκής κουλτούρας για το σεξ… και στην πολύ ηλίθια άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος να μάθει κανείς για το σεξ είναι να διαβάσει ένα βιβλίο..
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Μετά από μια έκρηξη πάνω σε ένα πλοίο στο λιμάνι του Σαν Πέντρο, η αστυνομία ανακαλύπτει 27 πτώματα και ναρκωτικά αξίας 91 εκατομμυρίων δολαρίων. Μοναδικοί επιζήσαντες της έκρηξης είναι ένας Ούγγρος τρομοκράτης, μέλος του πληρώματος του πλοίου και ένας μικροαπατεώνας με μερική αναπηρία, ο οποίος συλλαμβάνεται και ανακρίνεται. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του θα ομολογήσει πώς ακριβώς μπλέχτηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση, μαζί με 4 άλλους σεσημασμένους κακοποιούς..
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Το 1995 ο σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ έγινε ευρύτερα γνωστός στο χολιγουντιανό κύκλωμα κινηματογραφώντας υπέροχα το εν λόγω νεονουάρ θρίλερ, μία εικαστικά θεσπέσια και στυλιζαρισμένη αφηγηματική σπαζοκεφαλιά χιτσκοκικής παραπλάνησης με ευφυές σενάριο, ατμοσφαιρικά ντεκόρ και φωτογραφία, εξαίρετη διανομή ρόλων και προσεγμένη συνοδευτική ορχηστρική μουσική. Οι φωτοσκιάσεις, τα ντεκόρ, τα γεωμετρικά αρμονικά κάδρα της κάμερας, η ανησυχαστική ορχηστρική μουσική και τα ανατριχιαστικά, υπαινικτικά κοντινά πλάνα με σταθερά αυξανόμενο ζουμ σε πρόσωπα ή αντικείμενα, συνεργάζονται για να απογειώσουν την αγωνία και την αίσθηση της αόρατης παρασκηνιακής δράσης, ενός αναπόδραστου κλοιού ο οποίος περισφίγγει σταδιακά τους ήρωες.
Το πυκνό μυστήριο της εύρυθμης και ευρηματικής πλοκής, η μη γραμμική αφήγηση με τις περιστασιακές αναδρομές και τις πολλαπλές αντικρουόμενες οπτικές, εστιάζει κυρίως στην ιστορία την οποία διηγείται εκ των υστέρων ο «βλάκας και ανάπηρος» Βέρμπαλ Κιντ στους αστυνομικούς ανακριτές του, μετά το μακελειό στο λιμάνι του Λος Άντζελες το οποίο παρακολουθούμε κατά την εισαγωγική σεκάνς και το οποίο στην πραγματικότητα είναι η κατάληξη της ιστορίας – σχεδόν όλο το φιλμ συνιστά μια αναδρομική εξιστόρηση από τον Κιντ.
Μέσα από ένα από τα πιο έξυπνα και ανατρεπτικά σενάρια που παρουσιάστηκαν στον κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια ο Μπράιαν Σίνγκερ κατάφερε να στήσει ένα αξέχαστο mindgame με τον θεατή. Αυτό όμως που σε καθηλώνει είναι ο τρόπος που σε οδηγεί το σενάριο, στα μονοπάτια που αυτό θέλει, χωρίς να σε αφήνει στιγμή να ανασάνεις..
Verbal Kint: ” Keane always said: I don’t believe in God, but I’m afraid of him. Well I believe in God and the only thing that scares me is Keyser Soze……”
1989, σε σκηνοθεσία Τζιουζέπε Τορνατόρε με τους: Φιλίπ Νουαρέ, Ζακ Περέν, Ίσα Ντανιέλι, Αντονέλα Αττίλι, Μάριο Λεονάρντι και το μικρό Σαλβατόρε Κάσιο
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Στα τέλη του 40 σ’ ένα χωριό της Σικελίας, ένα αγόρι ο Σαλβατόρε ανακαλύπτει τη μαγεία του σινεμά και γίνεται φίλος με το μηχανικό προβολής, τον οποίο κι αντικαθιστά όταν αυτός τυφλώνεται σ’ ένα ατύχημα.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Μέσα από τη ζωή ενός αγοριού παθιασμένου με τον κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης περιγράφει τη σημασία της 7ης Τέχνης για την κουλτούρα μιας επαρχιακής πόλης, μέσα από την απλή καθημερινότητά της. Οι άνθρωποι αυτοί κλαίνε, γελάνε, διαπλάθουν την προσωπικότητά τους και ζουν μέσα από την πραγματικότητα του κινηματογράφου, ξεχνώντας σοβαρά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα μιας χώρας που τότε συνέρχεται από τον πόλεμο.
Το αυτοβιογραφικό στοιχείο που ενυπάρχει στην ιστορία ήταν φαίνεται αυτό που εξασφάλισε την ομαλή και με τόση φυσικότητα αφήγηση. Η ιστορία κυλά αβίαστα χωρίς κοιλιές, χωρίς μελοδραματικές υπερβολές, με εξαιρετικά καλά ενταγμένα στη ροή της κωμικά στιγμιότυπα. Μαγικές είναι οι σκηνές που διαδραματίζονται στην κινηματογραφική αίθουσα. Οι θεατές ζουν στην κυριολεξία μέσα σ’ αυτή, καπνίζουν, πίνουν, ερωτεύονται, θηλάζουν τα παιδιά τους, φωνάζουν, εξαγριώνονται και κυρίως περιμένουν με αγωνία αυτό το φιλί. Αυτό το φιλί που έχει αφαιρεθεί με το αυτοσχέδιο μοντάζ του Αλφρέντο πάντα ύστερα από παραίνεση του παπά, ο οποίος έχει πάντα την ευκαιρία να το απολαύσει λίγο πριν το καταδικάσει.
Το φιλί, λοιπόν, είναι ένα σημαντικό στοιχείο στο φιλμ του Τορνατόρε. Το φιλί της οθόνης που αφαιρείται μετά την λογοκρισία του παπά από την κόπια της κάθε ταινίας, το φιλί που περιμένουν αλλά δεν βλέπουν οι θεατές, η αποκατάστασή του στην οθόνη με την πάροδο των χρόνων, το φιλί του Σαλβατόρε και της Ελένα, το μοντάζ των κομμένων φιλιών που θα απελευθερώσει ανακουφιστικά κάθε συναίσθημά μας στο τέλος. Ναι, είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο έκφρασης του δημιουργού. Είναι και αυτό που απελευθερώνει τον ώριμο αλλά στεγνό πλέον Σαλβατόρε στην τελική σκηνή, θυμίζοντάς του τον τρόπο με τον οποίο οι πρώτες και αξεπέραστες αγάπες του λειτουργούσαν ως μοχλός έμπνευσης. Μαγεύει ο τρόπος με τον οποίο σχετίζεται ο πρωταγωνιστής με τα πράγματα και τα πρόσωπα. Ο Σαλβατόρε αντιδρά με πάθος σε όλες τις σχέσεις και καταστάσεις γύρω του και διατηρεί μία βαθιά ερωτική ματιά για όλα. Γι αυτό και η ιδέα της αφήγησης της σχέσης του Σαλβατόρε με τον κινηματογράφο παράλληλα με αυτήν του έρωτά του για την Ελένα είναι πραγματικά ευφυέστατη. Η μία σχέση συμπληρώνει την άλλη και στο τέλος διαπιστώνουμε ότι και οι δύο μαζί είναι αυτές που του προσφέρουν όλα όσα εμπεριέχονται στον έναν , τον μεγάλο έρωτα. Πόνο, μοναξιά, πάθος, χαρά, αγωνία, ζήλια, ευτυχία, απογοήτευση. Τα πάντα.
Το μοντάζ των φιλιών συνοδευόμενο από την μουσική του Έννιο Μορρικόνε αποτελεί μία εξαιρετικά φορτισμένη σκηνή όχι μόνο για τον ήρωα της ταινίας αλλά και για τον καθένα από εμάς που βλέπει να περνά η ιστορία του κινηματογράφου από τα μάτια του με τον πιο ιδιότυπο τρόπο.
Η ταινία αγαπήθηκε βαθιά από το κινηματογραφικό κοινό. Ο Τζιουζέπε Τορνατόρε κατόρθωσε να κάνει πραγματικότητα μία ταινία που εκφράζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ερωτική σχέση που συχνά διατηρούμε με τον κινηματογράφο, μία σχέση απολύτως διαλεκτική. Κοντά σε αυτό, πραγματεύτηκε με τρυφερότητα και νοσταλγία τα πρώτα φιλιά, τα συγκλονιστικά φιλιά, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τους ομολογημένους πρώτους έρωτες, όλα αυτά που γλυκαίνουν ή πικραίνουν τη ζωή μας και διαμορφώνουν αναζωογονητικές αναμνήσεις. Το αποτέλεσμα που είδαμε στην οθόνη μίλησε κατευθείαν στην καρδιά των θεατών. Όλων των θεατών, καθώς όλοι διασώζουμε μέσα μας κομμάτια από τους, παρελθόντες ή μη, έρωτες της ζωής μας. Αυτά είναι που μας βοηθούν να πορευόμαστε.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, κουρασμένος απ’ τις μυθοπλασίες, αναζητά μια ιστορία ουσιαστική και προσκολλάται σ’ έναν γέρο που πουλάει λεβάντες στο δρόμο: τον Σπύρο, έναν πρώην κομμουνιστή, εξόριστο στην Τασκένδη, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα μετά από 32 χρόνια εξορία. Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών, και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Ταξίδι στα Κύθηρα έχει δύο πρωταγωνιστές: τον Σπύρο και τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο. Ο Σπύρος είναι ένας από τους Οδυσσείς της ελληνικής Ιστορίας. Είναι ο Έλληνας που πίστεψε στο σοσιαλιστικό όραμα, έφτασε μέχρι το εκτελεστικό απόσπασμα, εκτοπίστηκε και, τριάντα χρόνια μετά, θέλησε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Όμως οι κοινωνικές και πολιτικές δομές της χώρας και το παρελθόν του εξακολουθούν να είναι ασύμβατα. Η χώρα αδυνατεί να τον αφομοιώσει ως σάρκα από τη σάρκα της, αδυνατεί να δεχτεί αυτά που έσπειρε (το όνομα ‘Σπύρος’ δεν είναι τυχαίο). Ο Αλέξανδρος, ο σκηνοθέτης που φαντάζεται όλη αυτή την ιστορία με τον επαναπατρισθέντα πατέρα του, παίζει το ρόλο σύγχρονου Τηλέμαχου, ακολουθώντας τον Οδυσσέα σε αυτήν την μεταϊθακική περιπέτεια. Ο Αλέξανδρος είναι κάτι παραπάνω από το alter ego του Αγγελόπουλου. Είναι ντυμένος ακριβώς όπως ο Αγγελόπουλος, η φωνή του ιταλού ηθοποιού έχει ντουμπλαριστεί από τον ίδιο και, σε μία σκηνή που τον βλέπουμε να κάθεται στο σκηνοθετικό του γραφείο, αναγνωρίζουμε το γραφείο του Αγγελόπουλου, με αφίσες του Θιάσου να κοσμούν τους τοίχους. Οι αυτοβιογραφικές αναφορές εκτείνονται σε όλη την ταινία γεγονός που έκανε πολλούς να πουν ότι, το Ταξίδι στα Κύθηρα έχει στο έργο του Αγγελόπουλου τη θέση που έχει το 81/2 στο έργο του Φελίνι. Μαζί με τον ‘Μελισσοκόμο’ και το ‘Τοπίο στην Ομίχλη’, αποτελούν μία τριλογία ‘της σιωπής’. Στο Ταξίδι στα Κύθηρα σιωπά η Ιστορία, στον Μελισσοκόμο ο έρωτας και στο Τοπίο στην Ομίχλη ο θεός. Το σενάριο
Για πρώτη φορά ο Αγγελόπουλος συνεργάζεται με τον Τονίνο Γκουέρα, συνεργάτη του Αντρέι Ταρκόφσκι στα σενάρια των ταινιών του. Σε ένα ταξίδι του Αγγελόπουλου στη Ρώμη, ο Ταρκόφσκι του μιλάει για τον Γκουέρα με τα καλύτερα λόγια. Στο σενάριο συνεργάστηκε επίσης και ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός. Είναι γραμμικό σενάριο, με μόνη ‘υπέρβαση’ το στοιχείο της ταινίας μέσα στην ταινία, με ασαφή για τον θεατή όρια. Κάποιες σουρεαλιστικές πινελιές υπενθυμίζουν ότι ο Αγγελόπουλος εφαρμόζει την μέθοδο της μπρεχτικής αποδραματοποίησης. Η μουσική της ταινίας Στο Ταξίδι στα Κύθηρα ξεκινάει η συνεργασία του Αγγελόπουλου με την Ελένη Καραΐνδρου, την οποία η τελευταία έχει χαρακτηρίσει ως μία συνάντηση ψυχής. Η εκπληκτική σύμπνοια των εικόνων του σκηνοθέτη με την αφαιρετική ορχηστρική μουσική της συνθέτιδας έγινε αμέσως αντιληπτή ήδη από αυτή την πρώτη ταινία τους. Το soundtrack της ταινίας έγινε μια παγκόσμια επιτυχία και αγαπήθηκε πολύ στο εξωτερικό, ιδίως στην Ιαπωνία. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά μουσικά θέματα της ελληνικής ορχηστρικής μουσικής της δεκαετίας του 1980, με απτές τις χατζιδακικές καταβολές της Καραΐνδρου. Αίσθηση έκανε ο πειραματισμός της χρήσης του κεντρικού μοτίβου. Από ορχηστρικό θέμα αξιοποιείται και ως τζαζ ιντερλούδιο, αλλά και ως ζεϊμπέκικο που τραγουδήθηκε από τον Γιώργο Νταλάρα. Ο Αγγελόπουλος δέθηκε τόσο πολύ με τη μουσική της Καραΐνδρου, ώστε, κατά τη διάρκεια ενός τράβελινγκ (εκείνου που παρουσιάζει την αποβίβαση του Σπύρου από το πλοίο που τον φέρνει από την Ουκρανία), έβαλε την μουσικό να παίζει το μουσικό θέμα με μία μελόντικα δίπλα στον μακινίστα, ο οποίος έσερνε την κάμερα πάνω στις ράγες, μόνο και μόνο, για να έχει τον εσωτερικό ρυθμό της μουσικής της ταινίας! Παρασκήνιο O Αγγελόπουλος πηγαίνει και βρίσκει τον Κατράκη στο νοσοκομείο για να του προτείνει να παίξει στην ταινία του. ‘Του λέω την ιστορία και όση ώρα του μιλούσα, τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Έκλαιγε. Μου λέει: ‘Θέλω να το κάνω, έστω κι αν πεθάνω. Μόνο που δεν ξέρω αν σου κάνω. Μπορεί να μου συμβεί κάτι. Εάν το ρισκάρεις εσύ, εγώ το ρισκάρω.’. Λέω: ‘το ρισκάρω’. (…) Πρέπει να πω όμως πως όταν έφερα τον Μάνο στις Κάννες για να δει την ταινία, στη διάρκεια της προβολής είχε συγκινηθεί πάρα πολύ. Έσκυψε και μου είπε: ‘Νομίζω ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει’. Λέω: ‘Νομίζω, ναι, μάλλον έτσι είναι.’. Λίγο καιρό μετά πέθανε’.’ Βραβεία
Σεναρίου και FIPRESCΙ του Φεστιβάλ Καννών, 1984. Βραβείο κριτικών του Φεστιβάλ του Ρίο ντε Τζανέιρο, 1984.Καλύτερης ταινίας, σεναρίου, πρώτου ανδρικού ρόλου, πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1984.
2000, σε σκηνοθεσία του Λαρς Φον Τρίερ, με τους Μπιορκ, Κατρίν Ντενέβ, Ντέιβιντ Μορς, Πίτερ Στορμάρε, Τζόελ Γκρέι, Κάρα Σέιμουρ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Η Σέλμα, μια Τσέχα μετανάστρια στις ΗΠΑ που χάνει σιγά σιγά το φως της εξαιτίας κάποιας κληρονομικής πάθησης, δουλεύει και μαζεύει χρήματα, προκειμένου ο γιος της να εγχειριστεί στα μάτια και να μην έχει τη δική της τύχη. Όμως η μοίρα θα σταθεί σκληρή απέναντί της.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η νευρική κινηματογράφηση του Τρίερ προσδίδει αλήθεια και ζωντάνια βυθίζοντάς μας στην ζωή των πρωταγωνιστών. Το μιούζικαλ είναι ιδιοφυής προσθήκη σε αυτού του είδους την ταινία και μετατρέπει το μελό, σε σουρεαλιστικό παραμύθι με κοινωνικές προεκτάσεις, έντονους συναισθηματισμούς και εκκεντρικό χιούμορ. Αυτό κάνει την ταινία μοναδική και καθηλωτική. Αν συνηθίσεις τον γρήγορο ρυθμό της, σίγουρα οι αιθέριες μουσικές της Μπιορκ θα σε παρασύρουν σε έναν κόσμο ονειρικό που το κλάμα γίνεται γέλιο, η λύπη χαρά, η δυσκολία συμπόνια και συμπαράσταση, το άδικο ελπίδα, το σκοτάδι φως και ο «θάνατος» λύτρωση.
Η Σέλμα ξέρει πολύ καλά σε τι κόσμο ζει, δεν απελπίζεται όμως. Έχει αφοσιωθεί στον «σκοπό της» και κάνει τη ζωή μιούζικαλ «όπου τίποτα το φοβερό δεν μπορεί να σου συμβεί». Μεταμορφώνει έτσι τους ήχους των μηχανών στο εργοστάσιο, του τρένου, των βημάτων αλλά και τον ήχο της σιωπής σε μουσική. Μεταμορφώνει την κακομεταχείριση, την εκμετάλλευση και την πονηριά, σε αυταπάρνηση και αγάπη και οδηγείται μοιρολατρικά προς «το τέλος». Σε κάθε της τραγούδι όλα πλημμυρίζουν με συναίσθημα και φως και ξαφνικά στην παύση, προσγειωνόμαστε όλοι απότομα στην σοκαριστική πραγματικότητα ακόμα πιο ρεαλιστικά , ακόμα πιο ωμά. Ο Τρίερ χειρίζεται την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση σαν μεγάλος δημιουργός και αυξομειώνει τις εντάσεις εκεί και όπως ακριβώς χρειάζεται, ανεβάζοντας την αισθητική απόλαυση μέχρι να οδηγηθούμε στην αριστοτελική «κάθαρση» και να λυτρωθεί η ψυχή μας.
Ακόμα και όταν τα πάντα φαίνεται να έχουν τελειώσει, η ελπίδα μπορεί να συνεχίζει να ανθίζει… μέσα από την αγάπη της Κάθυ ή Κβάλντα(Κατρίν Ντενέβ, που έδεσε με έναν υπέροχα αντισυμβατικό τρόπο με την Μπιορκ), του Τζεφ, της Μπρέντα, του Ώλντριτς Νόβυ, ως «δανεικού πατέρα» και τελευταία σανίδα σωτηρίας, την αγάπη της ίδιας της Σέλμα για τον γιο της Τζην.
Η αδικία και η εκμετάλλευση του αδύναμου, η εξουσία, η θανατική ποινή είναι μερικά μόνο από τα θέματα που θέτει προς προβληματισμό ο Τρίερ.
Το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» είναι μια ταινία που είτε θα λατρέψεις είτε θα μισήσεις. Σίγουρα οι κριτικοί στο Φεστιβάλ Καννών το 2000 την λάτρεψαν, αφού απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ η Μπιορκ κέρδισε τα πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου, με μια ερμηνεία αξεπέραστη.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα έργο τέχνης, μια ταινία υψηλής ποιότητας και αισθητικής αξίας, τεχνικά άψογη και πρωτοπόρα στο είδος της, δοσμένη με τον ανατρεπτικό τρόπο του Λαρς Φον Τρίερ. Αλλά πάνω από όλα, το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» είναι μια ταινία με ψυχή.
Και πράγματι μπορεί και μια δραματική ταινία να ξεκινάει με την «Μελωδία της Ευτυχίας».
1999, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Σταύρακα με τους: Δημήτρη Αλεξανδρή, Γιώργο Χάλαρη, Μάνο Βακούση, Νίκο Γεωργάκη, Θάνο Γραμμένο, Αλεξάνδρα Παντελάκη
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Ένας νεαρός δάσκαλος ο Άρης, αναλαμβάνει την έκτη τάξη σ’ ένα δημοτικό σχολείο της Αθήνας. Ανάμεσα στους μαθητές του, διακρίνει τον Λευτέρη, που σχεδόν δεν μπορεί να διαβάσει και γενικά αδυνατεί να παρακολουθήσει την πρόοδο των υπολοίπων παιδιών. Ο Άρης διαπιστώνοντας ότι ο μικρός έχει απομονωθεί από τους συνομηλίκους του και ότι δεν είχε καμία υποστήριξη από τους προηγούμενους δασκάλους του αλλά ούτε και από το σπίτι του, αποφασίζει να τον βοηθήσει πρακτικά και ηθικά. Τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν καλά μέχρι την στιγμή που κατά την απουσία του Άρη, ο Λευτέρης θα βρεθεί αντιμέτωπος με την αγριότητα και τον κυνισμό μικρών και μεγάλων.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Το σενάριο στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά από τη δράση ενός σημερινού δασκάλου. Πρόκειται για μια έξοχη ταινία με σύγχρονο παιδαγωγικό προβληματισμό που βραβεύτηκε σε πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ για παιδιά και νέους.
Εξαφάνιση, εγκατάλειψη, διαρροή, σκασιαρχείο, υποεπίδοση, σχολική αποτυχία, κ.ά. είναι τυπικά «επεισόδια» και φαινόμενα στα οποία εμπλέκονται μαθητές. Το ερώτημα είναι, με ποιες πολιτικές αντιμετωπίζονται σε επίπεδο σχολικής μονάδας σημαντικά εκπαιδευτικά ζητήματα που ανακύπτουν σε καθημερινή βάση;
Από την κριτική του καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιώργου Μαυρογιώργου κρατάμε τα εξής:
«… Το «Καναρινί ποδήλατο» μας φέρνει στο σχολείο μια σειρά από ερωτήματα: Οι πρωτοβουλίες των εκπαιδευτικών έχουν σημαντική θέση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πόσο, όμως, αυτές προσφέρονται για τον ουσιαστικό μετασχηματισμό δομών και περιεχομένου της εκπαίδευσης, όταν είναι ατομικές και αποσπασματικές προσπάθειες; Ποια είναι το όρια του εθελοντισμού και του ιδιότυπου «ιεραποστολισμού» (η ιδεολογία του «λειτουργού») στην υπόθεση της αντιμετώπισης προβλημάτων της εκπαίδευσης; Μπορούμε να βασιζόμαστε σε ευκαιριακές, τυχαίες, αυθόρμητες συλλήψεις και ιδέες εκπαιδευτικών καινοτομιών; Οι διευθυντές των σχολικών μονάδων είναι οι θεματοφύλακες της εκπαιδευτικής στασιμότητας και οι ελεγκτές των πρωτοβουλιών των εκπαιδευτικών ή είναι οι εμψυχωτές και συντονιστές συλλογικών διαδικασιών για τη συστηματική διαμόρφωση «εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής» των σχολικών μονάδων;…»
Πιστή στην πραγματικότητα, η ταινία που βασίζεται άλλωστε σε αληθινή ιστορία δεν τελειώνει με «επαίνους». Επανατοποθετεί απλώς την εμπιστοσύνη στην αξία των ανθρωπίνων σχέσεων και της δύναμης της θέλησης.
2001, σε σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Κέλλυ, με τους Τζέικ Τζίλενχαλ, Χολμς Όσμπορν, Μάγκι Τζίλενχαλ, Ντρου Μπάρριμορ, Νόα Γουάιλ, Ντάβι Τζέις, Μέρι Μακντόνελ, Τζέιμς Ντιβάλ, Τζίνα Μαλόουν, Σεθ Ρόγκεν, Πάτρικ Σουέιζι
Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Ο Ντόνι Ντάρκο είναι ένας πανέξυπνος νεαρός, με ζωηρή φαντασία και ωριμότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του. Έχει όμως ένα σοβαρό πρόβλημα: τον Φρανκ, ένα πλάσμα, που αν και είναι γέννημα της φαντασίας του, τον συμβουλεύει και τον καθοδηγεί σαν να ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Σύντομα, ο Φρανκ θα αποκαλύψει στον Ντόνι ένα μακάβριο, σκοτεινό κόσμο γεμάτο φοβερά μυστικά και οφθαλμαπάτες.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Μια φορά και ένα καιρό ήταν ο Ρίτσαρντ Κέλλυ, ένας 26χρονος νέος σκηνοθέτης, απόφοιτος του USC School of Cinematic Arts που μετά από μερικές ταινίες μικρού μήκους έγραψε το σενάριο για τη πρώτη του μεγάλη μήκους ταινία με τον περίεργο τίτλο Donnie Darko. Είχε την τύχη να βρει τη στήριξη που χρειάζεται στην Ντρου Μπάρριμορ και συγκεκριμένα στην εταιρία παραγωγής της Flower Films, η οποία ενθουσιάστηκε από το σενάριο με αποτέλεσμα το όνομά της να κάνει τη δημιουργία αρκετά πιο εύκολη. Με μεγαλύτερο όνομα για την εποχή, την, δις υποψήφια για Όσκαρ, Μέρι Μακντόνελ το καστ συμπληρώθηκε με ονόματα που το 2001 δεν έλεγαν σχεδόν τίποτα αλλά σήμερα είναι A-list όπως τα ταλαντούχα αδέρφια Τζέικ και Μάγκι Τζίλενχαλ, Τζίνα Μαλόουν αλλά και τον Σεθ Ρόγκεν στη πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση.
Το Donnie Darko είναι μια teen movie, με σχεδόν κανένα από τα χαρακτηριστικά των teen movies. Με το μυστήριο να κυριαρχεί, η επιστημονική φαντασία, το δράμα, το θρίλερ, μέχρι και η κωμωδία είναι όλα genres που μπορούν να το χαρακτηρίσουν χωρίς καμία υπερβολή.
Το γεγονός ότι το Donnie Darko ήταν ένα ολοκληρωτικά πρότζεκτ του Κέλλυ(σενάριο και σκηνοθεσία), διευκόλυνε τον τρόπο που μας παρουσίασε όλο αυτό το “διαπλεκόμενο”, και όχι πολύπλοκο, σενάριο. Με τη συνεργασία του διευθυντή φωτογραφίας Στήβεν Πόστερ, κατάφερε να κάνει κάθε πλάνο της ταινίας σημαντικό. Δεν υπάρχει ούτε πλάνο που να μπήκε χωρίς να έχει να πει κάτι, χωρίς να πρέπει να προσέξεις και τη παραμικρή λεπτομέρεια για να πάρεις ακόμα ένα στοιχείο για τη πλοκή. Εκπληκτικά κάδρα με εναλλάξ εντελώς ακίνητα και αεικίνητα πλάνα, πλήρης και απόλυτος έλεγχος των ηθοποιών του από τους οποίους κατάφερε να πάρει τα μέγιστα.
Σκοπός του είναι να παίξει κατά κάποιον τρόπο με τα βαθύτερα ένστικτά μας, τους φόβους μας, τις πιο κρυφές επιθυμίες και τα πάθη μας, να μας βυθίσει μέσα σε αυτά, εξερευνώντας απόμακρες γωνιές του ανθρώπινου ψυχισμού αλλά και τους ίδιου του σύμπαντος, της διάστασης του χωροχρόνου και των δυνατοτήτων που αυτή προσφέρει, αποδεικνύοντάς μας πως είναι θέμα θέλησης το να ξεπερνάς τα όρια..και όλα αυτά υπό τον ήχο ενός από τα καλύτερα soundtracks των τελευταίων ετών, γεμάτο με επιτυχίες των ‘80s όπως The Killing Moon από Echo & The Bunnymen, Notorious από Duran Duran, Under the Milky Way των The Church αλλά και το Mad World των Gary Jules και Michael Andrews που έγινε μεγάλη επιτυχία λόγω της ταινίας και έβαλε το κερασάκι στο φινάλε της τούρτας.
Εναλλάξ με τα pop hits ακούγονται ανατριχιαστικές original συνθέσεις του Michael Andrews που, όσο και να μη θες, σε βυθίζουν στο ψυχεδελικό σύμπαν του Donnie που είναι γοητευτικό, είναι ανατριχιαστικό, είναι καθηλωτικό, είναι η προσωποποίηση του cult.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ Το 1914 το υπερωκεάνιο ‘Gloria N’ σαλπάρει από το λιμάνι της Νάπολης.
Ο τελικός προορισμός του πλοίου είναι το νησί Έρημος, όπου στη θάλασσα του θα σκορπιστεί η στάχτη μιας ντίβας της όπερας της Εντμέα Τέτουα. Με επιβάτες μεγιστάνες του πλούτου, πρίγκιπες, συγγραφείς και άλλες διασημότητες της εποχής. Όλοι ταξιδεύουν με ένα συγκεκριμένο σκοπό. Οι επιβάτες θα αναγκαστούν να δώσουν λίγο περισσότερη προσοχή σε μια ομάδα Σέρβων τσιγγάνων προσφύγων, που ο καπετάνιος μαζεύει από τη θάλασσα. Κάποιος δημοσιογράφος θα αναλάβει να καταγράψει τα γεγονότα αυτού του ταξιδιού.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια ξεχωριστή ταινία του Φελίνι με σαρκασμό χιούμορ και μια παλαβομάρα. Που οφείλεται στους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών που θυμίζουν ήρωες τσίρκου. Γεμάτο φαντασία και ονειρικά στοιχεία φιλμ του Φελίνι, με ρυθμούς προβληματικούς σε μερικά σημεία φανερώνεται πως ο Φελίνι αγαπούσε τους καλλιτέχνες ακριβώς για τις ιδιοτροπίες τους και τις υπερβολές τους. Από αυτούς άντλησε και εμπνεύστηκε, μαζί με τις αυτοβιογραφικές του αναφορές, για να σκηνοθετήσει μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες του.
Η δράση διεξάγεται κατά το 1914, γι αυτό και ο Φελίνι έπαιξε το παιχνίδι του ασπρόμαυρου βωβού κινηματογράφου με υπότιτλους στην εναρκτήρια σεκάνς, τα πρώτα 10 λεπτά της ταινίας δηλαδή, ενώ ο ήχος, οι διάλογοι και το χρώμα εμφανίζονται μόνον όταν το πλοίο σηκώνει άγκυρα. Αλλά και στη συνέχεια διασκεδάζει με το να μένει πιστός σε ορισμένα χαρακτηριστικά των παλιών βουβών ταινιών: ακίνητα πλάνα, κοφτός ρυθμός των κινήσεων και στο τέλος κλείσιμο του πλάνου με ίριδα.
Ο κόσμος της αριστοκρατίας, της όπερας και των τεχνών είναι ένας κόσμος εστέτ και απόμακρος, γεμάτος διαστροφές, και χλωμός από την παρακμή και την ασημαντότητα. Ξεπηδά από ένα ασπρόμαυρο και βουβό φιλμ του 1914, και όλοι αυτοί αποκτούν χρώμα και φωνή καθώς ανεβαίνουν στο πλοίο για να τελέσουν την κηδεία. Μόνο με τους πολιτικούς μεσάζοντες έναν γκροτέσκο ηλίθιο δούκα και την τυφλή φιλόδοξη αδελφή του, οι επιβάτες θα συνειδητοποιήσουν ότι, ακόμη και πάνω σε ένα τεράστιο πλοίο στη μέση του πελάγους, είναι αδύνατον να δραπετεύσουν από την ‘πραγματική’ πραγματικότητα. Η διαφορά του ενός περιβάλλοντος με το άλλο εντείνεται από τον ίδιο τον Φελίνι με μια σχεδόν σοκαριστική αποκάλυψη. Ενώ το πλοίο ταξιδεύει, η κάμερα απομακρύνεται για να δείξει ότι η θάλασσα που κυματίζει, δεν είναι παρά μερικά μέτρα πανί πάνω στην κινούμενη πλατφόρμα ενός στούντιο. Όλα είναι ψεύτικα, από το πλοίο μέχρι τη θάλασσα, όλα σκηνικά του Ντάντε Φερέτι, αλλά ο ψεύτικος τους κόσμος δεν παύει να είναι ένας χώρος ποίησης, και ο Φελίνι τους αγαπάει, κάτι που το δείχνει και η γλυκιά νοσταλγία στη μουσική του Νίνο Ρότα.
Ο κριτικός Αλμπέρτο Μοράβια γράφει..‘Αυτό που είναι εξαιρετικό, είναι η διαίσθηση ότι η Ευρωπαϊκή κοινωνία της Μπελ Επόκ είχε αδειάσει από ανθρωπισμό, αφήνοντας μόνο ένα τεχνητό και εξαντλητικό φορμαλισμό. Το αποτέλεσμα ήταν μια κοινωνία χτισμένη πάνω σε ένα συνεχές αλλά αξιολύπητο μελόδραμα’.