Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας

1978, σε σκηνοθεσία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Νικήτα Τσακίρογλου, Γιώργο Διαλεγμένο, Δημήτρη Πουλικάκο, Όλγα Καρλάτου

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016
Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας πατέρας και οι τρεις γιοι του αποτραβιούνται σε μια παλιά αρχοντική έπαυλη, που μόλις κληρονόμησαν, μαζί με την υπηρέτριά της. Η οκνηρία, η χαλαρότητα και τέλος ο ύπνος διαβρώνει σταδιακά τα μέλη αυτής της συμβολικά προσδιορισμένης αστικής οικογένειας, εκτός από την υπηρέτρια, μοναδικό θετικό πρόσωπο σ’ ένα βασίλειο ζωντανών νεκρών.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι τέσσερις άντρες εγκαθίστανται στην νέα τους κατοικία και δεν θα αργήσουν να γίνουν εμφανή τα πρώτα σημάδια βύθισής τους στην απόλυτη οκνηρία. Οι περίπατοι στην εξοχή, η συγκέντρωση στο μεσημεριανό τραπέζι και το τραγούδι με τον καιρό καταργούνται ως ανούσιες παρεκκλίσεις από τον ύπνο τους. Ένας γιος αποφασίζει να χωρίσει την κοπέλα του για να αφοσιωθεί στις μη-ενασχολήσεις του, ενώ η αδράνεια θα υπερνικήσει και τη θέληση του νεότερου εξ’ αυτών για σπουδές. Ο ίδιος μάλιστα θα κάνει φιλότιμες προσπάθειες να διατηρηθεί ξύπνιος, ώστε να απολαύσει την ερωτική του σχέση με την οικιακή βοηθό. Θα ηττηθεί..
Ο ύμνος των απανταχού τεμπέληδων είναι μια σύνθεση από ξαπλωμένα, αδρανή κορμιά που δεν έχουν ούτε τη διάθεση, ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να μιλήσουν. Να κινηθούν. Να σηκωθούν. Όχι απαραιτήτως για να κάνουν κάτι εποικοδομητικό. Απλά για να κάνουν κάτι. Η απόλυτη αποσύνθεση της ανθρώπινης ύπαρξης ως ον κοινωνικό, δημιουργικό. Σε όλους είναι εύκολη η αποστροφή απέναντι σε ένα εικοσιτετράωρο σκληρής χειρωνακτικής εργασίας. Μέσα από την ταινία όμως, συνειδητοποιούμε ότι και το αντίθετο άκρο δεν είναι καλύτερο..
Η κάμερα περιφέρεται στις αίθουσες του αχανούς οικήματος με νωχελικούς ρυθμούς, ταυτιζόμενη με την υπνωτισμένη κατάσταση των προσώπων που αποτυπώνει. Σημαντικές οι αισθητικές επιλογές του Παναγιωτόπουλου, ο οποίος παρατηρεί την ιστορία της οικογενειακής αδράνειας σε ένα περιβάλλον φορτωμένο με άψυχα αντικείμενα. Αγαλματίδια και ένα σωρό κάδρα ζωγραφικής προελαύνουν στο κινηματογραφικό πανί, ενώ τα μακρά πλάνα του Έλληνα σκηνοθέτη περιγράφουν γλαφυρά αυτή την αποπνικτική αίσθηση ακινησίας. Τα εμβόλιμα πλάνα της εξωτικής φύσης λειτουργούν σαν φυγόκεντρα σημεία από το πρωταγωνιστικό νεκρώσιμο μοτίβο.
Στον θεατή όμως δεν δίνεται η ευκαιρία της χαλάρωσης. Τα διαρκή πλάνα στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της έπαυλης, συνδυασμένα με τη διαρκή, ενοχλητική αδράνεια επί της οθόνης, συνθέτουν μια πρωτόγνωρη αίσθηση έντασης, ακόμη και φόβου.
Επηρεασμένος θεματικά από την Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας του Μπουνιουέλ, ο Παναγιωτόπουλος καθρεπτίζει στους πρωταγωνιστές του την παρακμή της αστικής τάξης καθώς και την κοινωνική αδράνειά της. Σατιρίζοντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές και πολιτικές δομές της Ελλάδας των τελών της δεκαετίας του ’70, κατορθώνει να δομήσει ένα από τα πιο καλοχαραγμένα αλληγορικά αποτυπώματα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Περισσότερο όμως από αυτό, επιτυγχάνει να χειριστεί με δεξιοτεχνία ένα από τα δυσκολότερα θέματα που έχουν απεικονιστεί ποτέ επί της οθόνης, με τον ύπνο να κλέβει το ρόλο του πρωταγωνιστή από τους αψεγάδιαστους ανδρικούς ρόλους. Η ιδιοφυής κινηματογράφηση, του χάρισε το Δεύτερο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο καθώς και το Δεύτερο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο.

Dogma

1999, σε σκηνοθεσία Κέβιν Σμιθ, με τους:  Μπεν Άφλεκ, Ματ Ντέιμον, Άλαν Ρίκμαν, Λίντα Φιορεντίνο, Σάλμα Χάγιεκ, Κρις Ροκ, Κέβιν Σμιθ, Τζέισον Μιουζ, Τζέισον Λι, Αλάνις Μόρισετ, Τζανίν Γκαρόφαλο

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016
Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Δύο άγγελοι, ο Bartleby και ο Loki, εκδιώχνονται από τον Παράδεισο και εκπίπτουν στο Γουινσκόνσιν. Η επιστροφή τους θα είναι εφικτή μόνον εάν περάσουν την αψίδα ενός νέου ναού, σύμφωνα με το Καθολικό Δόγμα. Η επαναφορά ωστόσο της ψυχής στον Παράδεισο θα αποκαλύψει την ανεπίτρεπτη διαδρομή και η όλη δομή του σύμπαντος θα καταρρεύσει, καταδεικνύοντας μάλιστα την ατέλεια της όλης δομής του και καταστρέφοντας τον κόσμο.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια πανέξυπνη μαύρη κωμωδία, με τρελές ατάκες γέλιου, με ένα υπέροχο cast, αλλά και με ένα τρομερό σενάριο. Δημιουργός του Δόγματος, ο Κέβιν Σμιθ (Mae Day, Clerks, Mallrats, Chasing Amy, Jersey Girl), που στην τέταρτη αυτή ταινία του, τολμά και ασχολείται με ένα θέμα ταμπού και ενσαρκώνει με μοναδικό τρόπο τον Silent Bob, τον έναν από τους δύο προφήτες της συμμορίας.
Ο 29χρονος τότε Κέβιν Σμιθ, επίσης υπογράφει το καλά μελετημένο σενάριο και μέσα στους διάλογους του δεν παραλείπει να αναφερθεί (όπως και το συνηθίζει) σε αρκετούτσικες άλλες ταινίες, όπως τα “Con Air”, “Mighty Ducks”, “Star Wars”, “Breakfast Club”, “E.T.”, συμπεριλαμβάνοντας στο cast του τους Άφλεκ και Λι (όπως επίσης συνηθίζει).
Το έντονο κωμικό στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτή τη παραγωγή, ξεκινάει από τους τίτλους αρχής και τα απίθανα υστερόγραφα και ολόκληρη η υπόλοιπη ταινία αναπτύσσεται μεταξύ των περιπετειών των ηρώων της, χωρίς να φλυαρεί παρά το μέγεθός της. Κινείται γρήγορα, αφήνοντας υπονοούμενα και διακωμωδώντας πρόσωπα και καταστάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της.
Τα γυρίσματα κατά το μεγαλύτερο τους μέρος είναι εξωτερικά, πράγμα άλλωστε που ευνοείται από το σενάριο, αφού πρόκειται για μια road trip ταινία. Τελικός προορισμός το Νιου Τζέρσεϊ, τοποθεσία που πάντα χρησιμοποιείται και αναφέρεται σε δημιουργίες του Σμιθ.
Το cast της ταινίας ήταν ήδη κλεισμένο 2 χρόνια πριν τα γυρίσματα, όταν ακόμα οι πρωταγωνιστές Μπεν Άφλεκ και Ματ Ντέιμον ήταν άσημοι. Το γεγονός ότι τίμησαν τη συμφωνία τους με τους παραγωγούς και συμμετείχαν τελικώς στην ταινία με αμοιβές πολύ κατώτερες των σημερινών τους, έδωσε ώθηση στο promotion της και είναι βασική αιτία της μεγάλης επιτυχίας του μάλλον άπειρου ως σκηνοθέτη Κέβιν Σμιθ.
Ο Θεός λοιπόν λείπει σε διακοπές και μια ξεκαρδιστική θρησκευτική κωμωδία που εστιάζεται στην καθολική εκκλησία, κατάφερε να φτάσει μόλις τα 30,6 εκατομμύρια δολάρια στο αμερικάνικο box office. Το Δόγμα συγκέντρωσε πλήθος θαυμαστών και πολέμιων. Προτάθηκε, τη χρονιά που προβλήθηκε, στα Independent Spirit Awards στη κατηγορία “Best Screenplay”, όμως έλαβε και 300.000 e-mail μίσους από φανατικούς.
Έντονη σάτιρα για όλες τις συμβατικές πεποιθήσεις γύρω από τη θρησκεία και το “θείο”. Πέρα από τις στιγμές γέλιου, δίνει αρκετά εναύσματα για προβληματισμό σε όποιον πιστεύει στο ρητό “τίποτα δεν είναι ιερότερο από την ακεραιότητα του νου”.

Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λώρενς

1983, σε σκηνοθεσία Ναγκίσα Όσιμα, με τους Ντέιβιντ Μπάουι, Τομ Κόντι, Ρουίτσι Σακαμότο, Τακέσι Κιτάνο

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016
Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Λοχίας Τζων Λώρενς είναι αιχμάλωτος των Ιαπώνων, το 1942. Αποτελεί αίνιγμα ανάμεσα στους συγκρατούμενους του καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να έχει ένα είδος επικοινωνίας με τους Ιάπωνες δεσμώτες του και μοιάζει ν’ αντιλαμβάνεται την κουλτούρα τους. Οι Ιάπωνες το γνωρίζουν και τον προκαλούν φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με το σύστημα αξιών τους. Οι συνθήκες δυσκολεύουν όταν φέρνουν αιχμάλωτο τον σκληρό, υπερήφανο και θαρραλέο Λοχαγό Ζακ Σελιέ. Ο Λώρενς ξέρει πως οι φύλακες θα προσπαθήσουν να σπάσουν το ηθικό του Σελιέ και θα κάνουν τα πάντα γι’ αυτό. Αυτό που θ’ ακολουθήσει δεν είναι απλά μια μάχη για επιβίωση είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι η μάχη μεταξύ δύο κοσμοθεωριών.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Ναγκίσα Όσιμα («Η Αυτοκρατορία Των Αισθήσεων») καταπιάνεται με γνώριμα γι’ αυτόν θέματα – αν αναλογιστούμε τη φιλμογραφία του – μεταφέροντας το βιβλίο του Sir Laurens Van Der Post «The Seed And The Sower». Υλικό του είναι η ιαπωνική κουλτούρα, η εξουσία και οι συνακόλουθες της σχέσεις καταπιεστή και θύματος και οι πολιτισμικές διαφορές Δύσης και Ανατολής.
Στα πρότυπα της «Γέφυρας του Ποταμού Κβάι» λοιπόν, αντιπαραθέτει ήθη, συστήματα αξιών και πολεμικές φιλοσοφίες με έναν άμεσο, σαφή τρόπο. Η σύγκρουση των δύο πολιτισμών ξεπερνά το σενάριο και γίνεται εμφανής με τη σύγκρουση των δύο «σχολών» υποκριτικής. Από τη μία έχεις το Μπάουι με τη βρετανική στωικότητα που δεν απομακρύνεται από μια ρεαλιστική αντιμετώπιση του ρόλου και από την άλλη τις ερμηνείες του Κιτάνο και του Σακαμότο που χαρακτηρίζονται από μια επιτήδευση και υπερβολή, σα να είναι βγαλμένες από κάποια παράσταση θεάτρου kabuki. Ενδιαφέρουσα η συνεύρεση των δύο αυτών στιλ και η αντίθεση στους ερμηνευτικούς κώδικες των ηθοποιών.
Ο σκηνοθέτης θίγει παράλληλα θέματα, όπως η βία, η σεξουαλική ταυτότητα και η κοινωνική παρουσία ως σκηνοθετημένος ρόλος. Παίζει με τα ταμπού του μέσου θεατή, χωρίς από την άλλη να είναι φειδωλός με τις αυθεντικά συγκινησιακές στιγμές που προσφέρει απλόχερα προς κατανάλωση χαρτομάντιλων. Είναι σαφείς οι ενδείξεις μιας ομοφυλοφιλικής έλξης μεταξύ του Βρετανού στρατιώτη και του Ιάπωνα Γιονόι αλλά αυτό δεν έρχεται να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του θεατή σε βάρος του συνόλου της ταινίας.
Οι δύο πρωταγωνιστές-ροκ σταρ αποδεικνύονται εξαιρετική επιλογή, όπως και η αξέχαστη, βραβευμένη με Bafta μουσική επένδυση του Ρουίτσι Σακαμότο.
Η ταινία αντιπαραθέτει τη στρατιωτική ακαμψία της παράδοσης με την ανθρωπιά, την απόλυτη χιμαιρική αντίληψη του ανδρισμού και της τιμής με τις συναισθηματικές και σεξουαλικές αδυναμίες θυμίζοντας πως σε ακραίες καταστάσεις οι άνθρωποι φτιάχνουν κανόνες τους οποίους ξεχνάνε, παραβαίνουν και εφαρμόζουν κατά βούληση.

Λεόν

1994, σε σκηνοθεσία Λουκ Μπεσόν, με τους Ζαν Ρενό, Γκάρι Όλντμαν, Νάταλι Πόρτμαν, Ντάνι Αϊέλο

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Όταν ο Στάνφιλντ, ένας διεφθαρμένος αστυνομικός σκοτώνει όλη την οικογένεια της μικρής Ματίλντα, η νεαρή κοπέλα δεν έχει που να πάει παρά στον Λεόν, έναν ήσυχο γείτονα που ασχολείται με τα φυτά του. Μετά τις επίμονες απαιτήσεις της, ο Λεόν, που είναι επαγγελματίας δολοφόνος, δέχεται να της διδάξει τα μυστικά του επαγγέλματός του..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αν ψάχνετε για βαθύτερα νοήματα, δεν θα τα βρείτε. Τα πράγματα εδώ είναι απλά από την πρώτη ”ανάγνωση”-θέαση της ταινίας.
Ακόμα και οι πιο σκληροί άνθρωποι διαθέτουν έστω και μια στάλα ανθρωπιάς μέσα τους ή καταπιέζουν για χρόνια την λύπη τους και τα προβλήματα συσσωρεύονται μέσα τους και δεν έχουν σε ποιον να στραφούν για να τα αντιμετωπίσουν.
Ακριβώς αυτό είναι το ψυχολογικό προφίλ του ήρωά μας, του Λεόν, ενός επαγγελματία δολοφόνου που μέσα του κρύβει μια αγνή ψυχή που θέλει επειγόντως να προσφέρει αγάπη σε κάτι ή σε κάποιον. Η ευαισθησία που τον χαρακτηρίζει δηλώνεται φανερά στην στοργή που δείχνει όταν περιποιείται τα λουλούδια του και στην αδυναμία του στα μιούζικαλ. Η στιγμή για να προσφέρει αγάπη έχει φτάσει όταν την πόρτα του χτυπάει η Ματίλντα, της οποίας οι γονείς δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα μέσα στο διαμέρισμά τους, ζητώντας τη βοήθειά του.
Μια ιδιότυπη σχέση πατέρα-κόρης αναπτύσσεται ανάμεσά τους (ίσως και στοιχεία συντροφικής εξάρτησης) και οι σινεφίλ βγάζουν το καπέλο σε έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους σκηνοθέτες.
Η εκπληκτική ματιά του Λουκ Μπεσόν συγκεντρώνεται γύρω από τους λιγότερο φημισμένους και όμορφους δρόμους της πόλης: το υπέροχο φως που λούζει τα πλάνα και η γωνία από την οποία αφηγείται την ιστορία, δίνουν μια άλλη οπτική ματιά στην υφιστάμενη κατάσταση.
Το γρήγορο σενάριο και οι σπινθηροβόλες ατάκες, οι έξυπνες σινεφίλ αναφορές και το αξέχαστο soundtrack του Έρικ Σέρα συνθέτουν το πορτραίτο μιας ταινίας που απλά μας κερδίζει.
Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να συγκινήσει και τον πιο σκληρό θεατή και στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλουν σαφέστατα και οι συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών του.
Ο Ζαν Ρενό γοητεύει σκιαγραφώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τον Ιταλό εκτελεστή, δίνοντας του το κατάλληλο υποκριτικό ύφος αλλά και ένα μοναδικό συνδυασμό εσωστρέφειας και εκφραστικότητας. Αντίστοιχα, η Πόρτμαν εντυπωσιάζει στην πρώτη της εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη, ανταποκρινόμενη με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο σε έναν δύσκολο ρόλο. Ο Όλντμαν κλέβει την παράσταση, με το ψυχρό βλέμμα και την όψη του ”αψεγάδιαστου” αστυνομικού οργάνου, με τις παράλληλες εκρήξεις οργής, δίνοντας ζωή σε έναν ακόμη  δύσκολο και προβληματικό χαρακτήρα, όπως μόνο αυτός ξέρει να υποδύεται (μόλις 2 χρόνια πριν πρωταγωνιστούσε στο ”Δράκουλα” του Κόπολα).
Μια ταινία που πίσω από την αρχικά κλασική και αναμενόμενη δράση της, κρύβει στην εξέλιξή της αναπάντεχες σκηνές έντασης και συναισθήματα αγωνίας, μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Μια δυνατή ιστορία που αντανακλά την έντονη βία και σκληρότητα της ζωής, αφήνοντας όμως ανοιχτά παράθυρα στην τρυφερότητα, την αγάπη και την ανθρώπινη ανάγκη για ζεστασιά και επαφή.

Το Παιχνίδι των Λυγμών

1992, σε σκηνοθεσία  Νιλ Τζόρνταν με τους: Στίβεν Ρία, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Τζέι Ντάβιντσον, Φόρεστ Γουίτακερ

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα μέλος του ΙΡΑ παίρνει μέρος στην απαγωγή και τη δολοφονία ενός Βρετανού στρατιώτη και στη συνέχεια ερωτεύεται την παράξενη ερωμένη του νεκρού.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
1992: O Νιλ Τζόρνταν σκέφτεται να ονομάσει την νέα του ταινία «Η Γυναίκα του στρατιώτη» αλλά ο καλός του φίλος Στάνλεϋ Κιούμπρικ τον συμβουλεύει να αλλάξει τον τίτλο διότι συνήθως οι ταινίες με μιλιταριστικό ή θρησκευτικό τίτλο απωθούν και παραπλανούν το κοινό, οδηγώντας τις ταινίες σε οικονομική καταστροφή..ο Τζόρνταν λοιπόν δανείζεται τον τίτλο ενός βρετανικού ποπ τραγουδιού του Boy George. Και κάπως έτσι, γεννήθηκε μια ταινία ορόσημο, το «The Crying Game» (Το παιχνίδι των Λυγμών).
Αυτή η αριστουργηματική ταινία κάνει ό,τι ακριβώς έκανε το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ. Μας εμπλέκει σε μια ιστορία και ξαφνικά μας αποκαλύπτεται πως η ιστορία τελικά αφορά την ίδια στιγμή και κάτι άλλο.
Αποτελεί ένα φιλμ που συνδυάζει την απεικόνιση μιας θρασείας συμπεριφοράς και μιας πολυσχιδούς ερωτικής ανατροπής. Η επιτυχία του το 1992 ήταν τόσο μεγάλη που ανέδειξε ένα κοινό που τελικά ενδιαφέρεται για ένα εναλλακτικό ανεξάρτητο σινεμά. Άνοιξε όμως και τον δρόμο σε φιλμ που μέχρι τότε ήταν αντικείμενο λατρείας μιας ομάδας σινεφίλ, να γίνουν αντικείμενα ευρείας εμπορικής εκμετάλλευσης.
Ο Τζόρνταν (δικαιότατα υποψήφιος και αυτός, όπως και η ταινία και το original σενάριο και το κοφτερό-μεστό μοντάζ, για Όσκαρ), επιτυγχάνει παντού: Ξεκινάει από το πολιτικό θρίλερ για να μιλήσει για την προσωπική κρίση ταυτότητας στις σεξουαλικές σχέσεις, για την αποσταθεροποίηση των ηθικών κωδίκων στο κάλεσμα της καρδιάς που αντιδρά στον πόνο αβίαστα, σπαραχτικά, για να κοινωνήσει την αγάπη.
Η ταινία αφορά το αίτημα των αισθήσεων, που παραγνωρίζει κάθε εμπόδιο για να βρει αποκούμπι στη θλίψη, όπως στο ομότιτλο cover version του Boy George. Όταν τίποτε δεν είναι πλέον ξεκάθαρο, τίποτε δεν απομένει παρά η λύτρωση του σπαραγμού.
Ένα υπαρξιακό δράμα που προσπαθεί να ορίσει τη φύση και τα όρια του ανθρώπου.

Κάποτε ο σκορπιός ζήτησε από το βάτραχο να τον μεταφέρει στην απέναντι όχθη του ποταμού καθισμένο στη ράχη του. Ο βάτραχος συμφώνησε αναλογιζόμενος ότι ο συνταξιδιώτης του δε θα τον τσιμπούσε αφού αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα πέθαιναν και οι δύο. Ξεκίνησαν λοιπόν, αλλά στο μέσο της διαδρομής ο σκορπιός τσίμπησε το βάτραχο..
«Τότε ο Βάτραχος ρωτάει έκπληκτος, ουρλιάζοντας από πόνο και οργισμένος από το παράπονο, τον Σκορπιό:
– Μα γιατί το έκανες αυτό; Αφού μου υποσχέθηκες ότι δε θα με δαγκώσεις, γνωρίζοντας ότι τώρα πλέον θα πνιγούμε και οι δύο!
– Το ξέρω αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι ‘αυτό. Είναι στη φύση μου να δαγκώνω…»
(Αισώπειος Μύθος) 

Delicatessen

1991, σε σκηνοθεσία των Μαρκ Καρό, Ζαν Πιέρ Ζενέ
με τους Πασκάλ Μπενεζέκ, Ντομινίκ Πινόν, Μαρί Λορ Ντουνιάκ, Ζαν Κλοντ Ντρέιφους

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Μετά από μια πυρηνική καταστροφή το μεγαλύτερο μέρος της γης έχει καταστραφεί. Ο κόσμος πλέον ζει σε μικρές κοινότητες κάτω από δύσκολες συνθήκες. Σ’ έναν από αυτούς τους μικρόκοσμους, εμφανίζεται ένας άνεργος κλόουν που νοικιάζει ένα διαμέρισμα και σε αντάλλαγμα αναλαμβάνει τη συντήρηση του κτηρίου. Η συνάντηση του με την κόρη του χασάπη- σπιτονοικοκύρη του, που διατηρεί στο ισόγειο κρεοπωλείο, καταλήγει σε ένα ρομαντικό ειδύλλιο. Βέβαια εντύπωση του προκαλεί η ικανότητα του χασάπη να βρίσκει συχνά κρέας, σε μια εποχή που αποτελεί είδος εν ανεπάρκεια και η επιμονή του να τον ταΐζει πλουσιοπάροχα..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Ζενέ και ο Καρό μας μεταφέρουν σε μια άλλη εκδοχή της γης μετά την Αποκάλυψη. Ο συνδυασμός της σουρεαλιστικής σκηνοθεσίας με τη σκοτεινή φωτογραφία και τη γεμάτη νοσταλγία μουσική, επιτρέπουν στον θεατή να βιώσει μια διαφορετική ατμόσφαιρα που συγγενεύει σε ένα βαθμό με αυτήν του επίσης φουτουριστικού ‘Brazil’.
Ανάμεσα στα εκπληκτικά σκηνικά, τον υπέροχο φωτισμό και τα εντυπωσιακά πλάνα, κρύβονται τα φαντάσματα του Φελλίνι, του Γκοντάρ, του Μπονιουέλ, του Νταλί, αλλά και του ίδιου του Τέρι Γκίλιαμ, του παραγωγού αυτής της εκπληκτικής μαύρης κωμωδίας, που μέσα στην παραφροσύνη της φλερτάρει τη ρομαντική κομεντί.
Σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα πια δεν έχει απομείνει ύστερα από μια ολική καταστροφή (σκόπιμα δεν προσδιορίζονται τα αίτια ή το είδος της καταστροφής αυτής), όπου το φαγητό είναι λιγοστό, η επιβίωση δεν είναι δεδομένη κι η ελπίδα ανάκαμψης της κοινωνίας έχει χαθεί, μέχρι πού θα μπορούσαμε να φτάσουμε εμείς, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, “οι φιλήσυχοι άνθρωποι”;
Στο σενάριο της ταινίας, που έγραψε ο Ζιλ Αντριάν-γνωστός στη Γαλλία από τα κόμικς του-, τα πράγματα είναι πολύ περίεργα, καθώς σ’ αυτή τη μελλοντική χώρα έχει χαθεί το νόημα του χρήματος και μόνο νόμισμα είναι τα αγαθά, που τα οποία είναι επίσης εξαιρετικά δυσεύρετα.
Ένα ετοιμόρροπο κτίριο αποτελεί τον μικρόκοσμο του Delicatessen, μέσα στον οποίο ζουν πολύ χαρακτηριστικοί κοινωνικοί τύποι. Το χιούμορ που διαθέτουν οι σκηνοθέτες χρησιμοποιείται ευφυέστατα κι οι χαρακτήρες επενδύονται με τόσο ακραία χαρακτηριστικά, ώστε δεν μας επιτρέπεται η ταύτιση. Αν όμως , αφαιρέσουμε τα μπουρλέσκ στοιχεία που φέρουν, εύκολα μπορούμε να τους αναγνωρίσουμε..
Είναι τύποι ανθρώπων που ζουν σε κάθε κοινωνία. Οι συνέπειες που επιφέρει η ανθρώπινη εξαθλίωση είναι απρόβλεπτες.
Κανιβαλισμός; Τάσεις Αυτοκτονίας; Απομόνωση; Παραίτηση; Ή μήπως Αντίδραση;

Τραγούδια από το Δεύτερο Όροφο

2001, σε σκηνοθεσία Ρόι Άντερσον με τους: Λαρς Νορντθ, Στέφαν Λάρσον, Τόμι Γιόχανσον

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Σουηδός σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ένα σύμπαν γκρίζο, όπου οι χλωμοί ήρωές του πέφτουν θύματα μπουρλέσκ παραδοξοτήτων. Αποτυχημένοι μάγοι, έμποροι σταυρών, υπάλληλοι που χάνουν την δουλειά και την αξιοπρέπειά τους και απαθή πλήθη εκτίθενται στην ακίνητη κάμερα του σκηνοθέτη…Μέσα σ’ αυτό το χάος, ο Καρλ, ο ήρωάς μας, αντιλαμβάνεται πόσο παράλογος είναι ο κόσμος και πόσο δύσκολο είναι να είσαι άνθρωπος.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σε συνέντευξη Tύπου που παραχώρησε ο σκηνοθέτης στην διάρκεια του 41ου Φεστιβάλ Kινηματογράφου Θεσσαλονίκης (η ταινία προβλήθηκε στο κυρίως πρόγραμμα των Nέων Oριζόντων), ανέφερε πως στο επίκεντρο της ταινίας του βρίσκεται η αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στον κυνισμό, την αυθαιρεσία και το θράσος της άρχουσας τάξης στις δυτικές κοινωνίες από τη μία και έναν ευάλωτο άνθρωπο, που είναι ο ήρωας της ταινίας, από την άλλη.
Ο Άντερσον κάνει μια ταινία αποκάλυψης και καταγγελίας για το πώς, μια τουλάχιστον γενιά, θυσιάζεται στο βωμό των αποφάσεων των πολιτικών υπαλλήλων των καπιταλιστών. Προσθέτει μάλιστα και αρκετή δόση μαύρου χιούμορ, όποιος θέλει και μπορεί, δύναται και να γελάσει. Η σταθερά επίκαιρη ταινία του Άντερσον, σπονδυλωτή, δομημένη κατά ένα μη παραδοσιακό τρόπο, χωρίς πλοκή, με συγκεκριμένη αρχή, κλιμάκωση, κορύφωση και σαφές τέλος, χωρίς ήρωες και σύγκρουση καλών και κακών.
Όσον αφορά τη γραφή της ταινίας, αποτελεί μια μορφή αντίδρασης, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, απέναντι στην αγγλοσαξωνική γραμμική δραματουργία και την εμπορική δομή των περισσοτέρων ταινιών.
Όπως τόνισε ο Ρόι Άντερσον, αυτό που ο ίδιος προσπάθησε να κάνει είναι κάτι διαφορετικό από την κυρίαρχη σύμβαση, να δημιουργήσει φωτογραφίες που να μοιάζουν με ζωγραφικούς πίνακες και παράλληλα να δώσει εικαστική ένταση και στην πλοκή.
Ο ευρυγώνιος φακός είναι εκεί σχεδόν σε κάθε πλάνο για να τονίσει τις προοπτικές γραμμές των διαδρόμων, των δωματίων, των δρόμων, που συγκλίνουν κάπου στη γραμμή του ορίζοντα, την οποία ποτέ δεν βλέπουμε. Έτσι, ο χώρος γίνεται ήδη αναπόσπαστο κομμάτι της πλοκής και του νοήματος των ταινιών. Η σύνθεση χώρου και ανθρώπων δεν είναι ποτέ απλώς τυχαία, αλλά πάντοτε συμβολική και συνειρμική.
Τους χαρακτήρες – στο μεγαλύτερο μέρος – υποδύονται απλοί άνθρωποι και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί.
Η κάμερα παραμένει ακίνητη, η απουσία της κίνησης πλήρης. Κάτι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, αφ’ ενός γιατί συνιστά μια παντελώς α-σύνηθη κίνηση (βρίσκεται στον αντίποδα του σημερινού κινηματογράφου) η οποία φυλακίζει την προσοχή του θεατή και τον υποχρεώνει σε πλήρη συγκέντρωση πάνω σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη. Το βάρος δίνεται στους διαλόγους, στην θεατρική χρήση των ηθοποιών που κινούνται σταθερά και προσεκτικά μέσα σε ορισμένα όρια (σαν σε θεατρική σκηνή. Τα στατικά, μακρινά, μονοπλάνα θυμίζουν την σταθερή θέση του κοινού απέναντι στην θεατρική σκηνή. Αν τώρα ο θεατής εντυπωσιάζεται ή όχι, αυτό είναι άλλο θέμα.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο, καθώς και η ακινησία σε επίπεδο σκηνικής προοπτικής, διαμορφώνει ένα είδος όσμωσης των ορίων ανάμεσα στον κινηματογράφο και την πραγματικότητα.

The Muppet Christmas Carol

1992, σε σκηνοθεσία Μπράιαν Χένσον,με τους Μάικλ Κέιν και τα Muppets

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Τρία πνεύματα που επισκέπτονται τον τσιγκούνη Σκρουτζ την παραμονή των Χριστουγέννων, τον κάνουν να ανακαλύψει το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων και στην ουσία να αναθεωρήσει τις απόψεις του για τη ζωή και τη φιλαργυρία.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η κλασσική Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Τσαρλς Ντίκενς παίρνει άλλη διάσταση, όταν κεντρικοί ήρωες γίνονται τα εκπληκτικά Muppets και το αποτέλεσμα καταφέρνει, αν και κωμικό, να μην ξεφύγει από την αυθεντική εκδοχή της ιστορίας.
Μια απίθανη και πρωτόγνωρη ταινία-μιούζικαλ, παραγωγής Disney, σε σκηνοθεσία Μπράιαν Χένσον, γιου του δημιουργού των Muppets, Τζιμ Χένσον.
Ο εξαιρετικός Μάικλ Κέιν στο ρόλο του τσιγκούνη και μίζερου τοκογλύφου Σκρουτζ (σε μια ταινία που μόνο μίζερη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί), ο απολαυστικός βάτραχος Κέρμιτ, στο ρόλο του φτωχού και ταλαίπωρου υπαλλήλου Μπομπ Κράτσιτ, η χοντρούλα Πίγκυ στο ρόλο της συζύγου του Κέρμιτ, ο Κέρμιτ μωρό με την πατερίτσα του στο ρόλο του μικρούλη (άρρωστου) Τιμ, ο Γκόντζο, στο ρόλο του συγγραφέα, παρέα με το Ρίζο τον ποντικό!
Τα Muppets κάνουν για άλλη μια φορά θαύματα, αφηγούμενα τη δική τους εκδοχή της ιστορίας σε μια τρυφερή, γιορτινή ταινία με εκπληκτική μουσική, ειδικά εφέ και τεχνικές τελειοποιήσεις στον τρόπο που κινούνται οι κούκλες, πράγματα που µόνο στο σινεμά θα μπορούσαν να είχαν γίνει.
Τα λόγια είναι περιττά..

Ο ψαλιδοχέρης

1990, σε σκηνοθεσία Τιμ Μπάρτον, με τους Τζόνι Ντεπ, Νταϊάν Γουίστ, Γουαιόνα Ράιντερ, Βίνσεντ Πράις

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα κάστρο ζούσε ένας εφευρέτης μαζί με τον Έντουαρντ, που ήταν το πιο σημαντικό δημιούργημά του. Παρά την ακαταμάχητη γοητεία του, ο Έντουαρντ δεν ήταν τέλειος. Ο αιφνίδιος θάνατος του δημιουργού του τον άφησε ημιτελή με κοφτερά ψαλίδια στη θέση των χεριών του. Ο Έντουάρντ ζούσε μόνος του στον πύργο μέχρι την ημέρα που μια κυρία τον πήρε στο σπίτι της. Και τότε αρχίζει η φανταστική περιπέτειά του στον κόσμο των μεγαλοαστών.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Τιμ Μπάρτον ποτέ δεν έκρυψε την παιδική διάθεση που κρύβει μέσα στην ψυχή του. Πάντα έπαιζε με τα αισθήματα και τις ψευδαισθήσεις μας, με το υπαρκτό και το παραμυθένιο, που το ένα μέσα του κλείνει την αλήθεια και την μαγεία του άλλου, σαν ένα παζλ όπου τα κομμάτια του αλληλοσυμπληρώνονται. Οι ήρωές του, πάντα μοναχικοί και απόκοσμοι, με μια όψη που πολλές φορές άγγιξε την καρικατουρίστικη και όμως, τόσο τρυφερή παρά το απρόσιτο παρουσιαστικό που ίσως να μας κράταγε μακριά τους. Όλοι έχουν την μαγευτική γοητεία του, την γοητεία εκείνη που περικλύει το σκοτάδι, το ίδιο και ο Ψαλιδοχέρης.
Η ίδια η ιδέα για τον Ψαλιδοχέρη ξεκίνησε από μια ζωγραφιά που είχε κάνει ο Μπάρτον όταν ήταν έφηβος, μέσω της οποίας εξέφραζε τη μοναξιά και την αντικοινωνικότητα του. Το 1988, όταν ο σκηνοθέτης ετοίμαζε την ταινία «Σκαθαροζούμης» προσέλαβε την Κάρολιν Τόμσον για να γράψει το σενάριο της επόμενης ταινίας του..
Ο Ψαλιδοχέρης δεν είναι ένα τέρας, αλλά ένα άτυχο πλάσμα, που μοίρα του έμελλε να κάνει τη νύχτα και το σκοτάδι συντρόφους του. Δεν ήταν εκείνος που επέλεξε την τύχη του, αλλά η ίδια η μοίρα, που πολλές φορές παίζει εις βάρος μας παράξενα παιχνίδια. Παιχνίδια που πολλές φορές μπορεί να μας αφήνουν να πορευόμαστε με μοναδικό σύμμαχο τη μοναξιά μας, όχι γιατί εμείς δεν αντέχουμε την διαφορετικότητά μας, αλλά οι άλλοι γύρω μας, που τρομάζουν και φοβούνται να μας προσεγγίσουν, να νιώσουν τι έχουμε μέσα μας. Ο Ψαλιδοχέρης έχει σάρκα, έχει αισθήματα και έχει και όνομα. Είναι ο Έντουαρντ, που δεν ήθελε, αλλά για τον δικό μας κόσμο έμελλε να είναι παράξενος.
Ο μεγαλύτερος παραμυθάς της μεγάλης οθόνης ζητά μόνο να ξαναγίνουμε παιδιά και να παρασυρθούμε από την μαγεία του σκοτεινού αυτού παραμυθιού. Ατμόσφαιρα εκπληκτική, μοντάζ αρκετά καλά προσεγμένο και μια μεγαλειώδης μουσική υπόκρουση από τον Ντάνι Έλφμαν συνθέτουν το πορτρέτο αυτής της μελαγχολικής ταινίας. Δώστε την ευκαιρία στον Έντουαρντ να σας ταξιδέψει στα βάθη της καρδιάς σας, να γνωρίσετε τον ίδιο σας τον εαυτό μέσα από αυτή την ιδιαίτερη φυσιογνωμία.
Και όσο άδικο και αν φανεί σε κάποιους το τέλος, είναι από εκείνα που μας έχει συνηθίσει ο Μπάρτον, γιατί ακόμα και τα παραμύθια δεν έχουν πάντα happy end, όχι τουλάχιστον όπως θα το εννοούσαμε..
Γιατί, άραγε η ευτυχία βρίσκεται στο τέλος ή στη διαδρομή του ταξιδιού; Δύσκολο, ειδικά αν έχεις μάθει να τα θες όλα. Όμως τελικά, το πιο σημαντικό είναι το ταξίδι και το γλυκόπικρο χαμόγελο που σου φέρνει στα χείλη ο λογισμός του. Γιατί ακόμα και αν δεν είσαι ο υπέρτατος νικητής, έχεις αποκομίσει το πιο σπουδαίο πράγμα. Μπορείς να αντιλαμβάνεσαι, να αισθάνεσαι, να κατανοείς, να συγχωρείς, να αγαπάς, να λες αντίο.

Μια Υπέροχη Ζωή

1946, σε σκηνοθεσία Φρανκ Κάπρα με τους Τζέιμς Στιούαρτ, Ντόνα Ριντ, Λάιονελ Μπάριμορ, Χένρυ Τράβερς

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015
Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Τζορτζ Μπέιλι (Τζέιμς Στιούαρτ) είναι ένας καλόκαρδος, συμπονετικός άνθρωπος που νοιάζεται πάντα για τους συνανθρώπους του. Όμως την παραμονή των Χριστουγέννων, ο ήρωας μας είναι απογοητευμένος και πιεσμένος από οικονομικά χρέη με αποτέλεσμα να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να θέσει τέλος στη ζωή του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Φρανκ Κάπρα, σκηνοθετεί το 1946 μία κλασσική και πάντα επίκαιρη ταινία, που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά του θεατή. Η υπόθεση βασίστηκε στο διήγημα του Φίλιπ Βαν Ντόρεν Στερν “Το Καλύτερο Δώρο” και μέχρι το σενάριο να πάρει την τελική του μορφή γνώρισε αρκετές φάσεις επεξεργασίας και αλλαγών. Τη συνολική ευθύνη του σεναρίου είχε το διάσημο συγγραφικό ζευγάρι της εποχής, ο Φράνσις Γκούντριτς και ο Άλμπερτ Χάκετ. Με τη βοήθεια σε κάποιες σκηνές του Τζο Σουέρλιγκ, καθώς και την επίβλεψη και το άγρυπνο πάντα βλέμμα του ίδιου του σκηνοθέτη.
Ωστόσο, αποτελεί πια κοινό μυστικό, ότι η τελική μορφή του σεναρίου, διέθετε και στοιχεία της οξείας γραφής του Ντάλτον Τράμπο. Ο οποίος βέβαια δεν αναφέρεται στα credits παρά το γεγονός ότι στην αρχή, όταν ξεκίνησε η προβολή της ταινίας, δεν είχαν αρχίσει ακόμη τα “προβλήματά” του με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι..
Η αφηγηματική ικανότητα του Φρανκ Κάπρα, φτάνει εδώ στο απόγειο της και μαζί με το υπέροχο καστ ηθοποιών που έχει στη διάθεσή του, καταφέρνει να δημιουργήσει μία ταινία που έμεινε για πάντα στην Ιστορία.
Ο δημιουργός δεν ξεφεύγει σε φλύαρες ηθικολογίες αντίθετα εμμένει ουσιαστικά στην θεμελιώδη εναγώνια απορία που αποτελεί βάση της υπόθεσης: “Πως θα ήταν ο κόσμος αν ο καθένας από εμάς δεν είχε έρθει στην ζωή; ”. Μία ερώτηση που, για να είμαστε ειλικρινείς, όλοι έχουμε κάνει στον εαυτό μας και η οποία, υπό το πρίσμα των αντιδράσεων του πρωταγωνιστή της ταινίας, αποκτά ειδικό βάρος.
Παρ’ όλο που η ταινία θεωρείται κατεξοχήν feelgood movie, ο Κάπρα οδηγεί τον ήρωά του στη γαλήνη μέσα από πόνο, από άρνηση, από στέρηση, από αυτολύπηση που οδηγεί συχνά στην αυτοκαταστροφή. Και αυτό το κάνει χωρίς ευκολίες. Γιατί ούτε η ζωή είναι εύκολη.
Ο ήρωας μας δεν είναι σούπερ – ήρωας, είναι ένας άνθρωπος που αμφιταλαντεύεται διαρκώς, που οδηγείται να σκεφτεί μέχρι και την αυτοκτονία και που η ζωή του διδάσκει με σκληρές εικόνες ότι τα καθημερινά, τα μικρά είναι πολλές φορές εξίσου σημαντικά με τα μεγάλα και τα προβεβλημένα. Αυτή η προσέγγιση καθιστά την ταινία περίεργα αισιόδοξη, όμως η τελική γεύση παραμένει ότι η παρουσία του καθένα από εμάς είναι σημαντική και έχει ξεχωριστή αξία τουλάχιστον για τους ανθρώπους που αποτελούν το στενό κοινωνικό μας περιβάλλον.
Η ταινία πραγματεύεται τον αφανή ήρωα της καθημερινότητας, αυτόν που δεν θα μνημονεύσει η ιστορία για μεγάλα κατορθώματα αλλά που η παρουσία του ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων γύρω του και βελτιώνει την ζωή τους. Η ταινία μιλάει για τον καθένα από εμάς, που αντιμετωπίζει την κάθε ημέρα με γενναιότητα και εντιμότητα.

(Η ειρωνεία είναι ότι στα αρχικά σχέδια της παραγωγής για τον ρόλο του πρωταγωνιστή, προοριζόταν ο Κάρι Γκραντ αλλά η τελική επιλογή του Τζέιμς Στιούαρτ από τον Κάπρα, ήταν απλά ευφυής. Η αποδεδειγμένη υποκριτική δεινότητα σε συνδυασμό με μία εσωστρέφεια, σήμα κατατεθέν του ηθοποιού, ήταν απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνταν, προκειμένου να διαχειρίζεται με χαρακτηριστική άνεση τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα).