Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Κρυμμένος

cache
Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

2005, σε σκηνοθεσία Μίκαελ Χάνεκε με τους: Ντάνιελ Οτέιγ, Ζιλιέτ Μπινός, Άνι Ζιραρντό, Ντάνιελ Ντιβάλ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η οικογενειακή ζωή του Ζωρζ διαταράσσεται από την αποστολή βιντεοκασετών με αδιάφορο περιεχόμενο (η εξωτερική θέα του σπιτιού τους), που όμως μαρτυρούν ότι κάποιος τους παρακολουθεί συνεχώς. Ο Ζωρζ υποψιάζεται ότι δράστης είναι ενδεχομένως κάποιος  τον οποίο έχει να δει από την παιδική ηλικία.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο αριστουργηματικός Χάνεκε προκαλεί διαρκώς την βεβαιότητα μας ότι αυτό που βλέπουμε στην οθόνη είναι μια ταινία-κατασκευή ενός σκηνοθέτη και όχι το υλικό μιας βιντεοκάμερας παρακολούθησης ενός παρανοϊκού «ηδονοβλεψία», που στο επόμενο λεπτό θα πατήσει το rewind ή το stop για να αρχίσει η κανονική ταινία. Θυμίζει την άποψη του Alfred Hitchcock για τον κινηματογράφο, ότι η αγάπη μας για τον κινηματογράφο είναι μια μορφή ηδονοβλεψίας. Ως θεατές παρεισφρέουμε στις ιδιωτικές ζωές ορισμένων χαρακτήρων και αυτό είναι το στοιχείο που απολαμβάνουμε περισσότερο βλέποντας ταινίες. Μπαίνουμε μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα, καθόμαστε και ύστερα ζούμε και βλέπουμε μια ζωή και καταστάσεις μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. Συγκλονιζόμαστε και τρομάζουμε όταν παρακολουθούμε βίαιες σκηνές, αλλά είμαστε ευτυχείς που δεν βρισκόμαστε στην θέση του ήρωα της ταινίας στην πραγματικότητα. Αρκεί να θυμηθούμε και την ταινία « Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» του Σπάικ Τζόνσι, όπου οι χαρακτήρες εισχωρούν στο μυαλό του ηθοποιού και παρακολουθούν τη ζωή του μέσω των ματιών του. Αυτή η δύναμη έστω και για λίγα λεπτά δημιουργεί μια ηδονή και απόλυτη ευχαρίστηση.
Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του κλασσικού θρίλερ και την ατμόσφαιρα του άγνωστου κινδύνου, ο Κρυμμένος μοιάζει με ένα μυστήριο προς λύση, αλλά μόνο στην επιφάνεια του. Από κάτω είναι ο Χάνεκε που με τον γνωστό αυστηρό, ακριβή και άκαμπτο τρόπο του, προσπαθεί να κλονίζει την πίστη μας στην ύπαρξη μίας αντικειμενικής αλήθειας και πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Χάνεκε όλα όσα βλέπουμε και ακούμε, υπόκεινται σε προσωπικές ερμηνείες και στρεβλώσεις που μοιραία μας οδηγούν σε κενό επικοινωνίας και θανάσιμες παρεξηγήσεις. Και αρχίζουν όλα…
Ο φόβος, οι προκαταλήψεις, η καταπίεση, η καταστολή, η βία, η τρομοκρατία. Είναι ένας μηχανισμός που δεν σταματάει ποτέ και εξηγεί την σημερινή κατάσταση του ανεπτυγμένου κόσμου αλλά και τις σχέσεις του με τον Τρίτο Κόσμο.  Στον εμπαθή διανοητικό φιλελευθερισμό της Γαλλίας ο τεράστιος μειονεκτικός αραβικός αδικημένος πληθυσμός υπάρχει ακόμα και αγωνίζεται να ζήσει τη ζωή του ως ελεύθεροι άνθρωποι σε μια αποκαλούμενη φιλελεύθερη χώρα. Ο Χάνεκε προβλέπει κατά κάποιο τρόπο τις τότε μουσουλμανικές αναταραχές που άρχισαν στα προάστια του Παρισιού και διαδόθηκαν σύντομα σε όλη τη Γαλλία. Σχολιάζει επίσης τον ισχυρισμό της ανθρωπότητας ότι όλα θα λυθούν όταν η επόμενη γενεά μάθει από την πολιτική ιστορία. Μέχρι τώρα τα πράγματα δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτα περισσότερο παρά να αγνοούν εντελώς το παρελθόν και επαναλαμβάνουν τακτικά τα λάθη της ιστορίας σε μεγαλύτερη κλίμακα κάθε φορά.
Στην αναζήτηση της απάντησης για το ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης οι ερμηνείες παραμένουν πάλι ανοιχτές για τον καθένα μας, τόσο στη ζωή όσο και στην ταινία, που κάνει τα πάντα για να κρατήσει καλά κρυμμένη την απάντηση.  Όλοι είχαμε τη συνείδησή μας να μας υπενθυμίζει κάτι από το παρελθόν. Εξαρτάται από μας να ξαναπαρακολουθήσουμε αυτές τις «κασέτες» της μνήμης μας και να τις αποδεχτούμε. Εκείνες οι κασέτες θα μπορούσαν να έχουν σταλεί στον Ζωρζ από τον Ζωρζ τον ίδιο, ή από μας το ακροατήριο που παρακολουθούμε και κρίνουμε. Το ακροατήριο είναι κομμάτι τις ταινίας, εμείς είμαστε το μυστικό στην ταινία. Είμαστε η συνείδηση του Ζωρζ.

Η Λάμψη

1980, σε σκηνοθεσία Στάνλεϋ Κιούμπρικ με τους: Τζακ Νίκολσον, Σέλει Ντιβάλ, Ντάνι Λόιντ, Σκάτμαν Κρόδερς

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015
Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας αποτυχημένος συγγραφέας δέχεται να γίνει επιστάτης ενός τεράστιου απομονωμένου ξενοδοχείου, που κλείνει για τον χειμώνα. Όταν μετακομίζει μαζί με την οικογένεια του και αναλαμβάνει δράση, η μοναξιά σε συνεργασία με κάτι μεταφυσικό θα αρχίσουν να παίζουν τα δικά τους επικίνδυνα παιχνίδια…

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δύο τέρατα του σύγχρονου κινηματογράφου ένωσαν τις δυνάμεις τους για να έχουμε την δυνατότητα να θαυμάζουμε αυτό το κινηματογραφικό αριστούργημα. Ο Στίβεν Κινγκ, πάνω στην νουβέλα του οποίου και βασίστηκε η ταινία και Στάνλεϋ Κιούμπρικ ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή δεν ήταν τόσο ομαλή καθώς, πολλές οι διαφωνίες ανάμεσα στους δυο τους. Το αποτέλεσμα παρόλα ταύτα, δικαίωσε και τους δύο.
Η ιστορία στηρίζεται πάνω σε δύο διαφορετικά δεδομένα τα οποία, μέσα στην διαφορετικότητά τους είναι όμοια. Μιλάμε για τις δύο διαφορετικές διαστάσεις μιας πραγματικότητας, εκείνης που είναι ορατή με γυμνό μάτι κι εκείνης που ναι μεν μπορεί να είναι αόρατη όμως, δίνει το στίγμα της ύπαρξής της μέσω μικρών λεπτομερειών. Σε αυτή τη δεύτερη διάσταση είναι που ο Κιούμπρικ έχει δώσει και το μεγαλύτερο βάρος της προσοχής του αφού, με έναν αινιγματικό τρόπο, αφήνει τα κομμάτια του παζλ ένα προς ένα να πέσουν στο πάτωμα κι εμάς, να τα βάλουμε σε τάξη ώστε να λύσουμε το μυστήριο και να πάρουμε τις απαντήσεις στα ερωτήματά μας.
Βλέπουμε την απομόνωση και πως μέσω αυτής μπορεί ένα κοινωνικό ον όπως ο άνθρωπος να οδηγηθεί σταδιακά στην παράνοια. Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι αυτός ο κεντρικός άξονας αλλά, ένα μόνο τμήμα του που ωστόσο, μαεστρικά αναπτύσσει ο Κιούμπρικ. Σταδιακά μας αφήνει να περάσουμε κι εμείς μαζί με τον Τζακ σε αυτόν τον νευρωτικά μοναχικό κόσμο αλλά και στον διαταραγμένο ψυχισμό του που δεν επηρεάζει μόνο τον ίδιο αλλά και την οικογένειά του.
Η ταινία έχει αμέτρητα νοήματα και μηνύματα, αμέτρητους συμβολισμούς και στην κυριολεξία η κάθε σκηνή της σχεδόν περιέχει και μια αλληγορία. Ο Κιούμπρικ μεγαλουργεί και προσέχει την παραμικρή λεπτομέρεια ή καλύτερα νοηματοδοτεί μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Όλα έχουν σημασία, από την μπλούζα του μικρού πρωταγωνιστή (Ντάνι Λόιντ), μέχρι και τον σχηματισμό των χαλιών. (Γι αυτό υπάρχει και ντοκιμαντέρ με την ονομασία του περίφημου Room 237 της ταινίας, όπου κιουμπρικοί μετά από απίστευτη δουλειά την σχολιάζουν διεξοδικά σε δύο ώρες και καταλήγουν να μην τους είναι αρκετές φυσικά)
Μια ταινία με απώτερα μηνύματα για τον ρατσισμό (εκτενείς αναφορές και αλληγορίες που σχετίζονται με τους Ινδιάνους και τους νέγρους), το μεταφυσικό στοιχείο, μηνύματα για την ανθρώπινη ζωή μέχρι και υπαινιγμοί για την μη παρουσία του ανθρώπου στο φεγγάρι (βλέπε και 2001: Space Odyssey). Ένας Κιούμπρικ που χρησιμοποιεί τον κινηματογράφο για να διδάξει αυτά που θέλει και μια Λάμψη που αποτελεί εκτός από ταινία ένα καλά κωδικοποιημένο βιβλίο made by Kubrick.
Ο Κιούμπρικ βρίσκει την ευκαιρία να ξεπεράσει το είδος της ταινίας τρόμου και να φτιάξει ένα έργο όπου η πραγματικότητα ανακατεύεται με τη φαντασία, το όνειρο με την αλήθεια, το παρελθόν με το παρόν, δημιουργώντας πάντα το κατάλληλο σασπένς και την ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας με τρόπο δημιουργικό τη μουσική, τους ήχους αλλά και κάθε άλλο μέσο που του παρέχει η σκηνοθεσία.

Fargo

1996, σε σκηνοθεσία αφών Κοέν με τους: Στιβ Μπουσέμι, Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, Γουίλιαμ Μέισι

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015
Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας πωλητής αυτοκινήτων με οικονομικά προβλήματα βάζει δυο γκάνγκστερ να απαγάγουν τη γυναίκα του. Όμως, η όλη επιχείρηση αποδεικνύεται μεγάλο φιάσκο.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η υπόθεση βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Μινεσότα το 1987.
Οι αδερφοί Κοέν εκμεταλλεύονται την παραπάνω ιστορία και με το προσωπικό τους στυλ δημιουργούν μια ταινία θρίλερ και μαύρη κωμωδία ταυτόχρονα, μετατρέποντας μικροαπατεώνες σε στυγερούς δολοφόνους και θύματα σε θύτες.. Σε πρώτο πλάνο μια τυπική αστυνομική ιστορία με τις αναποδιές, τις “στραβές” και τα λάθη που οδηγούν σε φόνους και αλυσιδωτές ανατροπές. Με σκηνές όπου το αίμα και η βία έχουν την πρωτοκαθεδρία όμως οι Κοέν χειρίζονται τις καταστάσεις έτσι ώστε να μη σοκάρουν ή τουλάχιστον να προκαλούν με μέτρο και να μη δημιουργούν αντιπάθειες απέναντι στους ήρωες. Παρά το γεγονός ότι η αγριότητα είναι βασικό στοιχείο της ταινίας δίνεται τόσο απλά και στεγνά που μοιάζει φυσική δημιουργώντας μάλιστα μία φαιδρή ατμόσφαιρα..
Σε δεύτερο πλάνο, ένας επαρχιακός μικρόκοσμος γεμάτος συμπαθέστατους “τύπους”, ο χειμώνας, τα υπέροχα χιονισμένα τοπία, το χιούμορ και το παιχνίδι με το κοινό, στοιχεία που λίγο πολύ χαρακτηρίζουν τις δουλειές των αδελφών Κοέν, “διανοουμενίστικες” μεν, αλλά χωρίς να ξενίζουν και να απωθούν το θεατή.
Η ψυχραιμία των χαρακτήρων είναι ιδιαιτέρως έντονη σε ορισμένες περιπτώσεις και λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα με τον έλεγχο που σταδιακά χάνεται από τις αντιδράσεις των ηρώων. Όσο πιο πολύ προχωρούν ακολουθώντας τις επιλογές τους οδηγούνται με ακρίβεια στην καταστροφή τους παρασύροντας – με μια αλυσίδα τυχαίων συμπτώσεων, άσχετους και αθώους.
Από την άλλη κυριαρχεί μια αίσθηση ανθρωπιάς, που απορρέει από την καταλυτική παρουσία της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, η οποία δε θα επιτρέψει ούτε μια στιγμή τον ξενόφερτο κόσμο βίας των δυο εγκληματιών να επηρεάσει στο ελάχιστο τον δικό της τρόπο ζωής. Για εκείνη, λοιπόν, περισσότερη σημασία έχει ένα πρωινό γεύμα με τον άνδρα της ή μια συζήτηση με έναν παλιό συμμαθητή της, παρά η εξιχνίαση της υπόθεσης. Την οποία, ωστόσο, θα φέρει σε πέρας ως γνήσιο λαγωνικό του Σέρλοκ Χολμς.
Και κάπως έτσι δένονται οι τύχες και οι ζωές των ανθρώπων στη ταινία αυτή των Κοέν μέσα από μια αφήγηση χαμηλών τόνων όπου ο ρεαλισμός συνυπάρχει με το γκροτέσκ και το αστυνομικό σασπένς με την πιο βαθιά ειρωνεία.

Η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης

2008, σε σκηνοθεσία Τσάρλι Κάουφμαν με τους: Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Σαμάνθα Μόρτον, Μισέλ Γουίλιαμς, Έμιλι Γουάτσον, Κάθριν Κίνερ

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015
Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας θεατρικός σκηνοθέτης σε δημιουργικό και προσωπικό αδιέξοδο κάνει μέσα σε μια αποθήκη πρόβες για το καινούργιο του έργο, τα σκηνικά του οποίου είναι ένα αντίγραφο της Νέας Υόρκης σε… φυσικό μέγεθος.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Τσάρλι Κάουφμαν είναι ήδη πασίγνωστος για τη σεναριακή του δεινότητα από τα «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», «Adaptation» και φυσικά το «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού». Ο αστείρευτος αυτός mind-trapper υπογράφει κι εδώ φυσικά το σενάριο με τη διαφορά ότι για πρώτη φορά θέτει εαυτόν στη σκηνοθετική καρέκλα.
Η Συνεκδοχή Της Νέας Υόρκης είναι χωρισμένη σε δύο διαφορετικού ύφους μέρη. Το πρώτο πατά περισσότερο στην κωμωδία που σε οξυδέρκεια θυμίζει Γούντι Άλεν ενώ το δεύτερο σ’ ένα δράμα που βρίθει συμβολισμών, φλερτάρει ανοιχτά με το σουρεαλισμό και που θα έκανε ακόμα και τον Ντέιβιντ Λυντς να ζηλέψει. Αυτή η θεωρητικά αδέξια συρραφή γίνεται μέσα από το μυαλό και το μάτι του Κάουφμαν σεμινάριο υψηλής κινηματογραφικής ραπτικής, τόσο στο αναμενόμενο επίπεδο του σεναρίου όσο και στο μεγάλο στοίχημα της σκηνοθετικής καθοδήγησης.
Η ταινία είναι μια πνευματική Οδύσσεια, μια πρωτοφανής περιπλάνηση στα αδιέξοδα της ανθρώπινης ζωής. Ο Κάουφμαν δεν διστάζει να μιλήσει χωρίς περιστροφές για τον θάνατο, την αποσύνθεση του ανθρώπινου σώματος και του ανθρώπινου μυαλού, για όλες τις ανασφάλειες και τις φοβίες που μας στοιχειώνουν, για όλα τα συναισθήματα που δεν εκφράζουμε τη στιγμή που πρέπει. Δίνοντας στον ήρωά του το όνομα Κόταρντ, παραπέμποντας στο σύνδρομο Κόταρντ, μια σπάνια διαταραχή όπου ο ασθενής πιστεύει ότι έχει πεθάνει ή ότι έχει χάσει τα όργανα του σώματός του, ακολουθεί όλες τις πιθανές δικές του συνεκδοχές: η Νέα Υόρκη χωράει σε μια αποθήκη, μια ζωή χωράει σε έναν ρόλο. Και όσο προσπαθεί, τόσο δεν καταφέρνει να αλλάξει τίποτα από τη ζωή που βρίσκεται έξω από το ρητορικό του σχήμα: η οικογένειά του τον εγκαταλείπει και σιγά σιγά, και ο ίδιος είναι σαν να εγκαταλείπει το σώμα του. Υπάρχει μόνο στον βαθμό που γράφει, δίνει οδηγίες για το πως πρέπει να γίνει αυτή η παράσταση, γραπώνεται από τη ζωή που προσπαθεί να συνάγει μέχρι που συνειδητοποιεί ότι έχουν περάσει 20 χρόνια μέσα σε αυτή την αποθήκη και δεν έχει προλάβει να ολοκληρώσει τίποτα.
Η ταινία βρίθει συμβολισμών, που μοιάζουν πολύ προσωπικοί: το σπίτι που διαρκώς φλέγεται αλλά ποτέ δεν καίγεται ολοσχερώς και μια οικογένεια ζει εκεί για χρόνια, ο ρόλος της καθαρίστριας που είναι το alter ego του Κέιντεν, ο ηθοποιός που παίζει τον ίδιο τον Κέιντεν και στο τέλος γίνεται εκείνος. Τα όρια φανταστικού και πραγματικού, παραλόγου και λογικού μπλέκονται διαρκώς αλλά ως διά μαγείας, δεν μπορει κανείς να πει ότι δεν έχουν νόημα. Κάθε τι, ακόμα και το παραμικρό, είναι ένα κομμάτι στο παζλ που αποτελεί το μυαλό του Κάουφμαν. Όλα έχουν να κάνουν με την αγωνία του ανθρώπου να υπάρξει, να υπάρξει όπως θα ήθελε. Ακόμα, όμως, κι εκεί, μέσα στο περιβάλλον που ο ίδιος έχει κατασκευάσει και είναι, ως ένα βαθμό προστατευμένος, είναι καταδικασμένος απλώς να αναπαράγει τις απώλειες, τις ήττες και τις απογοητεύσεις της κανονικής του ζωής. Μπορεί κάποιος να σου ψιθυρίζει τις σκηνοθετικές οδηγίες σε ένα μικροσκοπικό ακουστικό – στη ζωή, όμως, δεν χωράει σκηνοθεσία ούτε υπαγόρευση.

Αυτή τη φορά ο Κάουφμαν βουτάει στα -πολύ-βαθιά. Είναι σαν να κάνει ψυχανάλυση μπροστά σε κοινό. Η ταινία δεν είναι εύκολη. Είναι πολύ απαιτητική. Η προφανής αυτοαναφορικότητα μπορεί ενδεχομένως να αποπροσανατολίσει αλλά δεν μειώνει σε τίποτα αυτό που θέλει να πει. Είναι αβάσταχτα ειλικρινής και σκληρή: βάζει μπροστά σου έναν καθρέφτη και σε αναγκάζει να κοιτάξεις μέσα του όπως δεν το έχεις κάνει ποτέ.
Αντέχουμε, άραγε, τόση διαύγεια;
Η γραμμή του τερματισμού είναι ίδια για όλους. Μέχρι τότε, όμως, ας τρέξουμε με τους δικούς μας όρους.

 

Ο Τελευταίος Βασιλιάς Της Σκωτίας

2006, σε σκηνοθεσία Κέβιν ΜακΝτόναλντ με τους: Φόρεστ Γουίτακερ, Κέρι Ουάσινγκτον, Τζέιμς ΜακΆβοϊ

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Την περίοδο διακυβέρνησης της Ουγκάντα από τον δικτάτορα Ίντι Aμίν την δεκαετία του ’70, ο Σκοτσέζος γιατρός Νίκολας Γκάριγκαν προσλαμβάνεται ως ο προσωπικός γιατρός και σύμβουλός του. Ο αρχικός σεβασμός όμως θα μετατραπεί σε τρόμο, αφότου ο Γκάριγκαν διαπιστώσει τις αιμοδιψείς προθέσεις ενός αδίστακτου δολοφόνου.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο βραβευμένος με Όσκαρ ντοκιμαντερίστας Κέβιν ΜακΝτόναλντ -ο σκηνοθέτης του “Αγγίζοντας το Κενό” εδώ στην πρώτη απόπειρά του σε μυθοπλασία. Ο ρόλος του κρίσιμος μιας και σε κερδίζει μεταφέροντάς σε στον χώρο της πλοκής, μεταδίδοντάς σου την ένταση όπου οι περιστάσεις το απαιτούν. Αξίζει, βέβαια, μία ειδική μνεία στη φωτογραφία του Άντονι Ντον Μαντλ που αποδίδει με πιστότητα τα χρώματα της Αφρικανικής ηπείρου.
Παραδοσιακά η Αφρικανική ήπειρος δεν ‘ησυχάζει’ ποτέ. Πηγή δούλων και πλούτου για τους προηγμένους δυτικούς, σημείο πολιτικών προστριβών, υστερόβουλων ανθρώπων, μόνιμο θύμα εμφυλίων, δικτατόρων, πείνας και εξαθλίωσης.
Στον ‘Τελευταίο Βασιλιά της Σκωτίας’, ζωντανεύει η ιστορία του περιβόητου δικτάτορα της Ουγκάντα, Ίντι Aμίν (γνωστού και ως Αμίν Νταντά), που…’κόσμησε’ τον κόσμο με την παρουσία του κατά τη δεκαετία του ’70. Πηγή εξιστόρησης, το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζάιλς Φόντιν. Έντονα προσανατολισμένο στο πρόσωπο του ‘κανίβαλου δικτάτορα’, όπως επίσης έγινε γνωστός, η ταινία αποτελεί ένα ανάγλυφο ψυχογράφημα του Αμίν και, κατ’ επέκταση, κάθε τύραννου. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ότι επιχειρείται μία στοχοποίηση προς τη ψυχική αστάθεια του δικτάτορα που σαφώς βρίσκεται μέσα στα όρια της ψυχοπαθολογίας.
Η παρουσία του νεαρού γιατρού που με το μυαλό γεμάτο επιστημονικές γνώσεις, αλλά καθόλου εμπειρία από πολιτικά παιχνίδια, θα μπορούσε να συμβολίζει την εγκληματική άγνοια – γεμάτη από πιστοποιητικά, αλλά όλα στη θεωρία με ολίγο από ιδεαλισμό – του μέσου δυτικού πολίτη απέναντι σε ιστορικά γεγονότα και αλήθειες. Ο Γκάριγκαν της ιστορίας, βιάζεται ψυχικά από τον παράφρονα Αμίν εξαιτίας της χαμογελαστής του άγνοιας να προγνώσει το καλό και το κακό.
Ο Φόρεστ Γουίτακερ χτίζει μία ιδρωμένη και έντονα αντιφατική προσωπικότητα. Με βλέμμα παράφρονα, που προσπαθεί φιλότιμα να κρύψει την διαλυμένη παιδικότητα της ψυχής του, προκαλεί έως και τον οίκτο για το χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Ο Αμίν του Γουίτακερ είναι ένα παιδί (με την έννοια του ανεξέλεγκτου, όχι του αθώου πλάσματος)μέσα σε σώμα ενήλικα που αγκομαχά να παραστήσει τον σπουδαίο, ακόμα και τον κοινωνικά λειτουργικό άνθρωπο και ηγέτη. Ένα τέρας από τα πολλά που έχει γράψει η ιστορία, που δεν είναι μόνο ένας φονιάς που ήρθε στον κόσμο με παρθενογένεση αλλά μία ταραγμένη ψυχική οντότητα που η δικιά του αναπηρία ή μειονεξία προκαλεί δυσανάλογα περισσότερο πόνο στους άλλους.
Ο Τζέιμς ΜακΆβοϊ δείχνει να στέκεται με αξιώσεις στο πλευρό του Γουίτακερ, χωρίς όμως να πέφτει στην παγίδα του να αντιπροσωπεύει το απόλυτο καλό, διατηρώντας και τη σκοτεινή του πλευρά. Και αυτή είναι η καρδιά της ταινίας, που αποτυπώνεται και στην αντίθεση των δύο πρωταγωνιστών.
Πώς θα ανταποκρινόσουν στη σαγηνευτική επιρροή της δύναμης; Θα λύγιζες ή θα ξεχνούσες τους ηθικούς σου κώδικες για να την αποκτήσεις;

Rushmore : Ο Αρχάριος

1998, σε σκηνοθεσία Γουές Άντερσον με τους: Τζέισον Σουόρτσμαν, Μπιλ Μάρεϊ, Ολίβια Γουίλιαμς, Σέιμουρ Κάσελ, Μπράιαν Κοξ

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Μαξ Φίσερ είναι ένας έξυπνος 15χρονος μαθητής στην Ακαδημία του Ράσμορ και το όνειρό του είναι να γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Συμμετέχει σε δεκάδες δραστηριότητες χωρίς όμως να αριστεύει πουθενά. Η ζωή του αλλάζει όταν ερωτεύεται μια κατά πολύ μεγαλύτερή του καθηγήτρια, η οποία δημιουργεί σχέση μ’ ένα συνομήλικό της, τον έμπιστο και πάμπλουτο φίλο του Μαξ.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Γουές Άντερσον, θαυμαστής του Φελίνι και του Ρενουάρ, είναι ένα ελεύθερο, ασυγκράτητο πνεύμα με ανοδικές τάσεις στο χρηματιστήριο του αμερικάνικου σινεμά. Διατηρώντας σε κάθε ταινία το προσωπικό του στίγμα, με την ελλειπτική, μελαγχολική, φασματική σκηνοθεσία του, θυμίζει περισσότερο ευρωπαίο δημιουργό, παρά αμερικανό.
Οι ήρωές του, ακόμη και όταν είναι χαρούμενοι, παραμένουν ανέκφραστοι, δείχνοντας απόμακροι, απόκοσμοι, ουδέτεροι συναισθηματικά. Επιπρόσθετο χαρακτηριστικό στις ταινίες του είναι ότι αυτές επενδύονται με αξιόλογα κάθε φορά σάουντρακ, στα οποία οι στίχοι των τραγουδιών πάντα έχουν σχέση με τη σκηνή στην οποία ακούγονται.
Η δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη Γουές Άντερσον και του σεναριογράφου (- ηθοποιού) Όουεν Γουίλσον είναι μια κωμωδία χαρακτήρων με έξυπνα ευρήματα. Παρόλο που γυρίστηκε το 1998, ανατρέχει στο πνεύμα των δεκαετιών του ’60 και του ’70 και απογειώνεται με ένα εκπληκτικό βρετανικό σάουντρακ. Η ταχύτητα στην εναλλαγή των πλάνων και η κίνηση της κάμερας θυμίζουν κάτι από Αμερικανικό και Γαλλικό Νέο Κύμα.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Τζέισον Σουόρτσμαν, ανιψιός του Φράνσις Φορντ Κόπολα, υποδύεται έξοχα τον «σπασίκλα» με αυτοπεποίθηση, που στην πραγματικότητα δεν γίνεται ποτέ αποδεκτός, ακόμη κι αν καταφέρνει να γοητεύσει φίλους κι εχθρούς. Σημαντική η ερμηνεία του Μπιλ Μάρεϊ – ίσως από τις καλύτερες της καριέρας του.
Μια πρωτότυπη και φρέσκια ματιά στα ενδότερα των αμερικανικών κολεγίων, μέσα από μια ίντριγκα που έχει πλείστες αναφορές στον «Πρωτάρη».
Ξεχωρίζει για άλλη μία φορά το ιδιόμορφο χιούμορ του Γουές Άντερσον.

Πριν ο Διάβολος Καταλάβει Ότι Πέθανες

2008, σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Λιούμετ με τους: Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Ίθαν Χοκ, Άλμπερτ Φίνεϊ, Μαρίζα Τομέι

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ακόμα και το πιο απλό σχέδιο μπορεί να πάει στραβά, όταν η τύχη δε σε θέλει… Δύο αδέρφια, που χρειάζονται απεγνωσμένα χρήματα, ο ένας για τη διατροφή της γυναίκας του και κάποια χρέη και ο άλλος για να πληρώσει τα έξοδα νοσηλείας του ανάπηρου γιου του, αλλά και να αγοράσει στη γυναίκα του το σπίτι που ονειρεύεται τα τελευταία χρόνια, αποφασίζουν να οργανώσουν την τέλεια – κατά αυτούς – ληστεία. Μία ληστεία, που σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, θα γίνει χωρίς όπλα, χωρίς βία, χωρίς θύματα. Στόχος, το κοσμηματοπωλείο του πατέρα τους. Το στραβοπάτημα του ενός όμως, είναι αρχή για μία σειρά από αναποδιές, με τραγικά αποτελέσματα για όλα τα μέλη της οικογένειας..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Με κέντρο βάρους τη μέρα της ληστείας, το χρονικό κομμάτι που αποκαλούμε παρόν, ο Σίντνεϊ Λιούμετ επικαλείται τη λογική του flashback για να περιγράψει με δεξιοτεχνία και χωρίς φθηνούς συναισθηματισμούς τις ζωές των Άντυ και Χανκ, δύο αδερφών αρκετά διαφορετικών μεταξύ τους οι οποίοι θεωρούν ότι το μόνο που χρειάζονται τη δεδομένη στιγμή για να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους είναι ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό. Όλα γίνονται για ένα μικρό κομματάκι ευτυχίας, μια απόδραση από την ασήκωτη πραγματικότητα. Μεσοαστικές και μικροαστικές συνήθειες και σκέψεις αποκτούν μια δολοφονική υφή.
Ο “βετεράνος” Λιούμετ εμπνέεται από το αρχέτυπο δίπολο έγκλημα και τιμωρία και μας χαρίζει μια συγκλονιστική ταινία, που και παρακολουθείται με έντονο ενδιαφέρον και σε καλεί να πάρεις θέση κάθε στιγμή στα διλήμματα, που σου θέτει.
Όλα στην ταινία κυλούν σαν τους δείκτες ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού. Με σκηνοθεσία εντυπωσιακή η διαβολική κάμερα του σκηνοθέτη αποτυπώνει όλα τα συναισθήματα, αιχμαλωτίζει όλα τα βλέμματα, τη λάμψη σε κάθε ελπίδα διαφυγής, το σκοτάδι απόγνωσης και φόβου όταν οι διέξοδοι στενεύουν. Παράλληλα με την υπέρβαση της γραμμικής αφήγησης της ιστορίας και με τη διαδοχική εστίαση στο πως τη βιώνουν οι ήρωές του, όταν υιοθετεί τη δική τους οπτική γωνιά, ο Λιούμετ καταφέρνει να μετατρέψει αυτό που παρακολουθούμε σε ένα πολυεπίπεδο δράμα, που βαθμιαία και κλιμακωτά ξεσκεπάζονται όλες οι πτυχές του (προφανώς γιατί έτσι ερμηνεύονται καλύτερα τα κίνητρα και οι συμπεριφορές).
Είναι μια ταινία, που εμβαθύνει στις ανθρώπινες σχέσεις φωτίζοντας μια προβληματική οικογένεια (κατεξοχήν αγαπημένο κινηματογραφικό θέμα), και, που σε αιφνιδιάζει εκεί ακριβώς που λες ότι έβγαλες ασφαλή συμπεράσματα.

“May you have food and raiment, a soft pillow for your head; may you be 40 years in heaven, before the devil knows you`re dead.”

Οι Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης

1975, σε σκηνοθεσία Τέρι Γκίλιαμ, Τέρι Τζόουνς με τους: Γκράχαμ Τσάπμαν, Τζον Κλιζ, Μάικλ Πάλιν, Έρικ Άιντλ, Τέρι Γκίλιαμ, Τέρι Τζόουνς, Κόνι Μπουθ, Κάρολ Κλίβελαντ

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014
Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο βασιλιάς Αρθούρος παίρνει εντολή από το Θεό να βρει το Άγιο Δισκοπότηρο. Ξεκινά την περιπετειώδη αυτή χαμηλού προϋπολογισμού αναζήτηση έχοντας μαζί του τους πιο γενναίους από τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η εκπληκτική, ευφυέστατη ομάδα των Μόντι Πάιθον, στην πιο ξεκαρδιστική τους, μεγάλου μήκους ταινία, το Holy Grail, αναλαμβάνει να κατακρεουργήσει τον θρύλο του Βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής (Ελεεινής ) Τραπέζης, στην αναζήτησή τους για το Άγιο Δισκοπότηρο.
Οι Πάιθον, γνωστοί ήδη, στην Αγγλία για το καυστικό και γκροτέσκο χιούμορ τους, με το οποίο σχολιάζουν τα κακώς κείμενα και τις ανόητες συνήθειες της Βρετανικής κοινωνίας, από τη σειρά Flying Circus στο BBC, καταπιάνονται με τη Μεσαιωνική παράδοση. Διακωμωδώντας τα σκληρά μεσαιωνικά χρόνια και τους μύθους που τα ακολουθούν, την εποχή του 10ου Αιώνα μ.Χ, αποδεικνύουν περίτρανα, ότι τότε τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα απ’ ότι είναι τώρα.
Η ταινία χαρακτηρίζεται από την φτήνια και την λιτότητα της. Αυτά τα γυρίζει μπούμερανγκ υπέρ της, με το παρεΐστικο ύφος της κι ένα μοναδικό άρπα-κόλα που έχει, όμως, υπολογιστεί και στην λεπτομέρεια. Συνδυάζονται οι απίθανες φάτσες, τα ευρηματικά σκίτσα, τα φάλτσα τραγούδια και οι ξεκαρδιστικοί αναχρονισμοί.
Η stop making sense τεχνική του αμίμητου βρετανικού γκρουπ έρχεται κατευθείαν από το τάιμινγκ της βωβής κωμωδίας κι εξελίσσει τα ιδιοφυή γκαγκ των αδερφών Μαρξ, προσθέτοντας το ιοβόλο χιούμορ της cool, “κοφτερής ατάκας” που έχει αναγάγει σε επιστήμη η αγγλική σχολή.
Η κινηματογραφική σάτιρα αλλάζει σελίδα, κεφάλαιο και τόμο ολόκληρο, ενώ τα βέλη δεν προλαβαίνουν να πετυχαίνουν στόχους:
θρησκεία, πολιτικό κατεστημένο, κοινωνική αδικία, ηθικολογική υποκρισία, εθνικό μεγαλείο, ιστορικοί μύθοι και (ανίκητη) ανθρώπινη βλακεία.
Bull’s eye!

Bullfighters

1945, σε σκηνοθεσία Μάλκολμ Σεντ Κλερ, με τους Σταν Λώρελ, Όλιβερ Χάρντυ, Μάργκο Γουντ, Ρίτσαρντ Λέιν, Κάρολ Άντριους, Ντιόσα Κοστέλλο

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014
Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι ιδιωτικοί ντέντεκτιβ Χοντρός και Λιγνός κατεβαίνουν στο Μεξικό για να συλλάβουν μια γυναίκα. Όμως ο Λιγνός είναι σωσίας ενός διάσημου ταυρομάχου, ο οποίος αργεί να φτάσει την ώρα του αγώνα..Ο ενθουσιώδης ντετέκτιβ Σταν Λώρελ μεταμφιέζεται σε ένα διάσημο ταυρομάχο, προκειμένου να κρύφτεί από την εκδικητική μανία του Ρίτσαρντ Κ. Μαλντούν, ο οποίος πέρασε ένα χρόνο στη φυλακή λόγω της μαρτυρίας του Σταν.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
O Χοντρός και ο Λιγνός είναι παγκοσμίως γνωστοί ως ένα από τα πιο κωμικά κινηματογραφικά δίδυμα στην ιστορία. Η καριέρα τους απογειώθηκε από το 1920 ως τα μέσα του 1940. Τα ονόματά τους ήταν Σταν Λώρελ (Λιγνός) και Όλιβερ Χάρντυ (Χοντρός).
Δύο αστεροειδείς, οι 2865 και 2866 ονομάστηκαν «Λώρελ» και «Χάρντυ» στη μνήμη τους.
Έως το 1936 είχε διαταραχτεί η σχέση του με τον Χάρντι, όσο και με τον άνθρωπο που τους ανακάλυψε, τον Χαλ Ρόουτς (η συνεργασία τους με τον τελευταίο λύθηκε το 1940). Ίδρυσαν δική τους εταιρεία, με την οποία γύρισαν οκτώ ταινίες ως το 1945.
Η ταινία μας αποτελεί την όγδοη ταινία του διάσημου κωμικού ζευγαριού και την τελευταία συνεργασία τους με το Χόλλυγουντ και τη Φοξ. Από πολλούς θεωρείται η καλύτερη δουλειά τους, της περιόδου 1940-51.
Η τελευταία κοινή τους εμφάνιση με το «Χοντρό» έγινε το 1951, με την ταινία “Atoll K” ή “Utopia”, σε σκηνοθεσία Λίο Τζοάνον.

Μοντέρνοι καιροί

1936, σε σκηνοθεσία Τσάρλι Τσάπλιν με τους: Τσάρλι Τσάπλιν, Πολέτ Γκοντάρ, Τσέστερ Κόνκλιν, Χένρι Μπέργκμαν, Τάινι Στάντφορντ, Χανκ Μαν, Στάνλεϊ Μπάιστοουν, Άλαν Γκαρσία

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014
Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Τσάπλιν είναι ένας εργάτης φάμπρικας που προσπαθεί να συγχρονιστεί με τη γραμμή παραγωγής σφίγγοντας βίδες, ενώ το τυραννικό αφεντικό του παρακολουθεί το προσωπικό μέσα από μόνιτορ σε στυλ «Μεγάλος Αδελφός». Όταν συναντάει και ερωτεύεται μια ορφανή κοπέλα του δρόμου, οι δυο τους ονειρεύονται μια πιο όμορφη και ήρεμη ζωή μακριά από τον αστικό εφιάλτη της μοντέρνας βιομηχανικής κοινωνίας, όμως μια σειρά από ατυχή περιστατικά τον καθιστούν διαρκώς παρεξηγημένο και κυνηγημένο…

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το ευφυές και προφητικό σχόλιο του Τσάπλιν (και η τελευταία βουβή ταινία του) πάνω στην παράνοια της βιομηχανικής εποχής, της μοντέρνας κοινωνίας και της τεχνολογικής προόδου. Κοινωνική κριτική, σουρεαλισμός, ανθρωπισμός και ψυχαγωγία συνυπάρχουν μοναδικά σε ένα σπαρακτικό αριστούργημα, γεμάτο υπέροχα ενορχηστρωμένες κωμικές σκηνές ανθολογίας.
Η δεύτερη ηχητική ταινία του Τσάπλιν.. ηχητική, αλλά όχι μια ταινία διαλόγων. Συνέθεσε ένα ακουστικό κολάζ από τους ήχους της πόλης και των εργοστασίων, με ελάχιστες ηχογραφημένες ομιλίες και τηρώντας τη χρήση των επεξηγηματικών καρτών ανάμεσα στις σκηνές.
Έγινε σε μια εποχή όπου έχει ολοκληρώσει μια περιοδεία του σε όλο τον κόσμο, έχει αποκτήσει συνείδηση των κοινωνικών προβλημάτων που μαστίζουν τη βιομηχανοποιημένη Δύση και αποφασίζει να αφήσει το χαρακτήρα του γνωστού Αλήτη που δημιούργησε το 1914 και τον κατέστησε διάσημο και αγαπητό απ’ όλους, για να επιδοθεί σε μιαν ιδιοφυή και απολαυστική κριτική του σύγχρονου αστικού μηχανοποιημένου κόσμου.
Αγγίζει θέματα που παραμένουν επίκαιρα ακόμα και σήμερα: φτώχεια, ανεργία, απεργίες και απεργοσπάστες, πολιτική αδιαλλαξία, οικονομικές ανισότητες, τυραννία των μηχανών, ναρκωτικά. Η εναρκτήρια σκηνή, με την εικόνα των εργαζομένων σε αντιπαραβολή με ένα κοπάδι προβάτων, αλλά και οι σεκάνς της αυτόματης ταΐστρας εργατών και της πτώσης του στο εσωτερικό της μηχανής με τα γιγάντια γρανάζια, προδίδουν το υποκριτικό και σκηνοθετικό του μεγαλείο, παράλληλα με τις ιδεολογικές του ανησυχίες, όπως αυτές εμποτίστηκαν βαθιά από τη μαρξιστική σκέψη.
Ένθερμος υποστηρικτής της Αριστεράς, στάση που του στοίχισε, στρέφοντας για δεκαετίες το βλέμμα του FBI πάνω του, συνδυάζει σε αυτή την ταινία-σταθμό την καλλιτεχνική έκφραση με ένα δριμύτατο σαρκαστικό πολιτικό «κατηγορώ».
Αποθεωτικό φινάλε με τον Τσάπλιν να τραγουδά για πρώτη φορά σε ταινία. (Αμετανόητος πολέμιος του ομιλούντος σινεμά, ο Τσάπλιν δίσταζε να εισαγάγει την αγαπημένη του περσόνα στη νέα αυτή εποχή του ηχητικά ενισχυμένου κινηματογράφου)