2008, σε σκηνοθεσία Τσάρλι Κάουφμαν με τους: Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Σαμάνθα Μόρτον, Μισέλ Γουίλιαμς, Έμιλι Γουάτσον, Κάθριν Κίνερ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας θεατρικός σκηνοθέτης σε δημιουργικό και προσωπικό αδιέξοδο κάνει μέσα σε μια αποθήκη πρόβες για το καινούργιο του έργο, τα σκηνικά του οποίου είναι ένα αντίγραφο της Νέας Υόρκης σε… φυσικό μέγεθος.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Τσάρλι Κάουφμαν είναι ήδη πασίγνωστος για τη σεναριακή του δεινότητα από τα «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», «Adaptation» και φυσικά το «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού». Ο αστείρευτος αυτός mind-trapper υπογράφει κι εδώ φυσικά το σενάριο με τη διαφορά ότι για πρώτη φορά θέτει εαυτόν στη σκηνοθετική καρέκλα.
Η Συνεκδοχή Της Νέας Υόρκης είναι χωρισμένη σε δύο διαφορετικού ύφους μέρη. Το πρώτο πατά περισσότερο στην κωμωδία που σε οξυδέρκεια θυμίζει Γούντι Άλεν ενώ το δεύτερο σ’ ένα δράμα που βρίθει συμβολισμών, φλερτάρει ανοιχτά με το σουρεαλισμό και που θα έκανε ακόμα και τον Ντέιβιντ Λυντς να ζηλέψει. Αυτή η θεωρητικά αδέξια συρραφή γίνεται μέσα από το μυαλό και το μάτι του Κάουφμαν σεμινάριο υψηλής κινηματογραφικής ραπτικής, τόσο στο αναμενόμενο επίπεδο του σεναρίου όσο και στο μεγάλο στοίχημα της σκηνοθετικής καθοδήγησης.
Η ταινία είναι μια πνευματική Οδύσσεια, μια πρωτοφανής περιπλάνηση στα αδιέξοδα της ανθρώπινης ζωής. Ο Κάουφμαν δεν διστάζει να μιλήσει χωρίς περιστροφές για τον θάνατο, την αποσύνθεση του ανθρώπινου σώματος και του ανθρώπινου μυαλού, για όλες τις ανασφάλειες και τις φοβίες που μας στοιχειώνουν, για όλα τα συναισθήματα που δεν εκφράζουμε τη στιγμή που πρέπει. Δίνοντας στον ήρωά του το όνομα Κόταρντ, παραπέμποντας στο σύνδρομο Κόταρντ, μια σπάνια διαταραχή όπου ο ασθενής πιστεύει ότι έχει πεθάνει ή ότι έχει χάσει τα όργανα του σώματός του, ακολουθεί όλες τις πιθανές δικές του συνεκδοχές: η Νέα Υόρκη χωράει σε μια αποθήκη, μια ζωή χωράει σε έναν ρόλο. Και όσο προσπαθεί, τόσο δεν καταφέρνει να αλλάξει τίποτα από τη ζωή που βρίσκεται έξω από το ρητορικό του σχήμα: η οικογένειά του τον εγκαταλείπει και σιγά σιγά, και ο ίδιος είναι σαν να εγκαταλείπει το σώμα του. Υπάρχει μόνο στον βαθμό που γράφει, δίνει οδηγίες για το πως πρέπει να γίνει αυτή η παράσταση, γραπώνεται από τη ζωή που προσπαθεί να συνάγει μέχρι που συνειδητοποιεί ότι έχουν περάσει 20 χρόνια μέσα σε αυτή την αποθήκη και δεν έχει προλάβει να ολοκληρώσει τίποτα.
Η ταινία βρίθει συμβολισμών, που μοιάζουν πολύ προσωπικοί: το σπίτι που διαρκώς φλέγεται αλλά ποτέ δεν καίγεται ολοσχερώς και μια οικογένεια ζει εκεί για χρόνια, ο ρόλος της καθαρίστριας που είναι το alter ego του Κέιντεν, ο ηθοποιός που παίζει τον ίδιο τον Κέιντεν και στο τέλος γίνεται εκείνος. Τα όρια φανταστικού και πραγματικού, παραλόγου και λογικού μπλέκονται διαρκώς αλλά ως διά μαγείας, δεν μπορει κανείς να πει ότι δεν έχουν νόημα. Κάθε τι, ακόμα και το παραμικρό, είναι ένα κομμάτι στο παζλ που αποτελεί το μυαλό του Κάουφμαν. Όλα έχουν να κάνουν με την αγωνία του ανθρώπου να υπάρξει, να υπάρξει όπως θα ήθελε. Ακόμα, όμως, κι εκεί, μέσα στο περιβάλλον που ο ίδιος έχει κατασκευάσει και είναι, ως ένα βαθμό προστατευμένος, είναι καταδικασμένος απλώς να αναπαράγει τις απώλειες, τις ήττες και τις απογοητεύσεις της κανονικής του ζωής. Μπορεί κάποιος να σου ψιθυρίζει τις σκηνοθετικές οδηγίες σε ένα μικροσκοπικό ακουστικό – στη ζωή, όμως, δεν χωράει σκηνοθεσία ούτε υπαγόρευση.
Αυτή τη φορά ο Κάουφμαν βουτάει στα -πολύ-βαθιά. Είναι σαν να κάνει ψυχανάλυση μπροστά σε κοινό. Η ταινία δεν είναι εύκολη. Είναι πολύ απαιτητική. Η προφανής αυτοαναφορικότητα μπορεί ενδεχομένως να αποπροσανατολίσει αλλά δεν μειώνει σε τίποτα αυτό που θέλει να πει. Είναι αβάσταχτα ειλικρινής και σκληρή: βάζει μπροστά σου έναν καθρέφτη και σε αναγκάζει να κοιτάξεις μέσα του όπως δεν το έχεις κάνει ποτέ.
Αντέχουμε, άραγε, τόση διαύγεια;
Η γραμμή του τερματισμού είναι ίδια για όλους. Μέχρι τότε, όμως, ας τρέξουμε με τους δικούς μας όρους.