Λεόν

1994, σε σκηνοθεσία Λουκ Μπεσόν, με τους Ζαν Ρενό, Γκάρι Όλντμαν, Νάταλι Πόρτμαν, Ντάνι Αϊέλο

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Όταν ο Στάνφιλντ, ένας διεφθαρμένος αστυνομικός σκοτώνει όλη την οικογένεια της μικρής Ματίλντα, η νεαρή κοπέλα δεν έχει που να πάει παρά στον Λεόν, έναν ήσυχο γείτονα που ασχολείται με τα φυτά του. Μετά τις επίμονες απαιτήσεις της, ο Λεόν, που είναι επαγγελματίας δολοφόνος, δέχεται να της διδάξει τα μυστικά του επαγγέλματός του..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αν ψάχνετε για βαθύτερα νοήματα, δεν θα τα βρείτε. Τα πράγματα εδώ είναι απλά από την πρώτη ”ανάγνωση”-θέαση της ταινίας.
Ακόμα και οι πιο σκληροί άνθρωποι διαθέτουν έστω και μια στάλα ανθρωπιάς μέσα τους ή καταπιέζουν για χρόνια την λύπη τους και τα προβλήματα συσσωρεύονται μέσα τους και δεν έχουν σε ποιον να στραφούν για να τα αντιμετωπίσουν.
Ακριβώς αυτό είναι το ψυχολογικό προφίλ του ήρωά μας, του Λεόν, ενός επαγγελματία δολοφόνου που μέσα του κρύβει μια αγνή ψυχή που θέλει επειγόντως να προσφέρει αγάπη σε κάτι ή σε κάποιον. Η ευαισθησία που τον χαρακτηρίζει δηλώνεται φανερά στην στοργή που δείχνει όταν περιποιείται τα λουλούδια του και στην αδυναμία του στα μιούζικαλ. Η στιγμή για να προσφέρει αγάπη έχει φτάσει όταν την πόρτα του χτυπάει η Ματίλντα, της οποίας οι γονείς δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα μέσα στο διαμέρισμά τους, ζητώντας τη βοήθειά του.
Μια ιδιότυπη σχέση πατέρα-κόρης αναπτύσσεται ανάμεσά τους (ίσως και στοιχεία συντροφικής εξάρτησης) και οι σινεφίλ βγάζουν το καπέλο σε έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους σκηνοθέτες.
Η εκπληκτική ματιά του Λουκ Μπεσόν συγκεντρώνεται γύρω από τους λιγότερο φημισμένους και όμορφους δρόμους της πόλης: το υπέροχο φως που λούζει τα πλάνα και η γωνία από την οποία αφηγείται την ιστορία, δίνουν μια άλλη οπτική ματιά στην υφιστάμενη κατάσταση.
Το γρήγορο σενάριο και οι σπινθηροβόλες ατάκες, οι έξυπνες σινεφίλ αναφορές και το αξέχαστο soundtrack του Έρικ Σέρα συνθέτουν το πορτραίτο μιας ταινίας που απλά μας κερδίζει.
Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να συγκινήσει και τον πιο σκληρό θεατή και στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλουν σαφέστατα και οι συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών του.
Ο Ζαν Ρενό γοητεύει σκιαγραφώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τον Ιταλό εκτελεστή, δίνοντας του το κατάλληλο υποκριτικό ύφος αλλά και ένα μοναδικό συνδυασμό εσωστρέφειας και εκφραστικότητας. Αντίστοιχα, η Πόρτμαν εντυπωσιάζει στην πρώτη της εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη, ανταποκρινόμενη με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο σε έναν δύσκολο ρόλο. Ο Όλντμαν κλέβει την παράσταση, με το ψυχρό βλέμμα και την όψη του ”αψεγάδιαστου” αστυνομικού οργάνου, με τις παράλληλες εκρήξεις οργής, δίνοντας ζωή σε έναν ακόμη  δύσκολο και προβληματικό χαρακτήρα, όπως μόνο αυτός ξέρει να υποδύεται (μόλις 2 χρόνια πριν πρωταγωνιστούσε στο ”Δράκουλα” του Κόπολα).
Μια ταινία που πίσω από την αρχικά κλασική και αναμενόμενη δράση της, κρύβει στην εξέλιξή της αναπάντεχες σκηνές έντασης και συναισθήματα αγωνίας, μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Μια δυνατή ιστορία που αντανακλά την έντονη βία και σκληρότητα της ζωής, αφήνοντας όμως ανοιχτά παράθυρα στην τρυφερότητα, την αγάπη και την ανθρώπινη ανάγκη για ζεστασιά και επαφή.

Βραδιά με ζωντανή μουσική στη «σβούρα»

Μια ξεχωριστή βραδιά το Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016 στις 20:00 στον Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο «σβούρα», Σίνα 37 Κόρινθος.

kintis
Ο Κωστας Κιντής θα παίξει κιθάρα και πλήκτρα και θα τραγουδήσει για εμάς και με εμάς.
Ευπρόσδεκτοι οι οργανοπαίκτες που θέλουν να τον συνοδεύσουν.
Λιχουδιές και ποτά και σίγουρα καλή παρέα.

Είσοδος ελεύθερη με ενίσχυση του κουμπαρά για τη βιωσιμότητα του χώρου.

Το Παιχνίδι των Λυγμών

1992, σε σκηνοθεσία  Νιλ Τζόρνταν με τους: Στίβεν Ρία, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Τζέι Ντάβιντσον, Φόρεστ Γουίτακερ

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα μέλος του ΙΡΑ παίρνει μέρος στην απαγωγή και τη δολοφονία ενός Βρετανού στρατιώτη και στη συνέχεια ερωτεύεται την παράξενη ερωμένη του νεκρού.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
1992: O Νιλ Τζόρνταν σκέφτεται να ονομάσει την νέα του ταινία «Η Γυναίκα του στρατιώτη» αλλά ο καλός του φίλος Στάνλεϋ Κιούμπρικ τον συμβουλεύει να αλλάξει τον τίτλο διότι συνήθως οι ταινίες με μιλιταριστικό ή θρησκευτικό τίτλο απωθούν και παραπλανούν το κοινό, οδηγώντας τις ταινίες σε οικονομική καταστροφή..ο Τζόρνταν λοιπόν δανείζεται τον τίτλο ενός βρετανικού ποπ τραγουδιού του Boy George. Και κάπως έτσι, γεννήθηκε μια ταινία ορόσημο, το «The Crying Game» (Το παιχνίδι των Λυγμών).
Αυτή η αριστουργηματική ταινία κάνει ό,τι ακριβώς έκανε το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ. Μας εμπλέκει σε μια ιστορία και ξαφνικά μας αποκαλύπτεται πως η ιστορία τελικά αφορά την ίδια στιγμή και κάτι άλλο.
Αποτελεί ένα φιλμ που συνδυάζει την απεικόνιση μιας θρασείας συμπεριφοράς και μιας πολυσχιδούς ερωτικής ανατροπής. Η επιτυχία του το 1992 ήταν τόσο μεγάλη που ανέδειξε ένα κοινό που τελικά ενδιαφέρεται για ένα εναλλακτικό ανεξάρτητο σινεμά. Άνοιξε όμως και τον δρόμο σε φιλμ που μέχρι τότε ήταν αντικείμενο λατρείας μιας ομάδας σινεφίλ, να γίνουν αντικείμενα ευρείας εμπορικής εκμετάλλευσης.
Ο Τζόρνταν (δικαιότατα υποψήφιος και αυτός, όπως και η ταινία και το original σενάριο και το κοφτερό-μεστό μοντάζ, για Όσκαρ), επιτυγχάνει παντού: Ξεκινάει από το πολιτικό θρίλερ για να μιλήσει για την προσωπική κρίση ταυτότητας στις σεξουαλικές σχέσεις, για την αποσταθεροποίηση των ηθικών κωδίκων στο κάλεσμα της καρδιάς που αντιδρά στον πόνο αβίαστα, σπαραχτικά, για να κοινωνήσει την αγάπη.
Η ταινία αφορά το αίτημα των αισθήσεων, που παραγνωρίζει κάθε εμπόδιο για να βρει αποκούμπι στη θλίψη, όπως στο ομότιτλο cover version του Boy George. Όταν τίποτε δεν είναι πλέον ξεκάθαρο, τίποτε δεν απομένει παρά η λύτρωση του σπαραγμού.
Ένα υπαρξιακό δράμα που προσπαθεί να ορίσει τη φύση και τα όρια του ανθρώπου.

Κάποτε ο σκορπιός ζήτησε από το βάτραχο να τον μεταφέρει στην απέναντι όχθη του ποταμού καθισμένο στη ράχη του. Ο βάτραχος συμφώνησε αναλογιζόμενος ότι ο συνταξιδιώτης του δε θα τον τσιμπούσε αφού αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα πέθαιναν και οι δύο. Ξεκίνησαν λοιπόν, αλλά στο μέσο της διαδρομής ο σκορπιός τσίμπησε το βάτραχο..
«Τότε ο Βάτραχος ρωτάει έκπληκτος, ουρλιάζοντας από πόνο και οργισμένος από το παράπονο, τον Σκορπιό:
– Μα γιατί το έκανες αυτό; Αφού μου υποσχέθηκες ότι δε θα με δαγκώσεις, γνωρίζοντας ότι τώρα πλέον θα πνιγούμε και οι δύο!
– Το ξέρω αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι ‘αυτό. Είναι στη φύση μου να δαγκώνω…»
(Αισώπειος Μύθος) 

Delicatessen

1991, σε σκηνοθεσία των Μαρκ Καρό, Ζαν Πιέρ Ζενέ
με τους Πασκάλ Μπενεζέκ, Ντομινίκ Πινόν, Μαρί Λορ Ντουνιάκ, Ζαν Κλοντ Ντρέιφους

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Μετά από μια πυρηνική καταστροφή το μεγαλύτερο μέρος της γης έχει καταστραφεί. Ο κόσμος πλέον ζει σε μικρές κοινότητες κάτω από δύσκολες συνθήκες. Σ’ έναν από αυτούς τους μικρόκοσμους, εμφανίζεται ένας άνεργος κλόουν που νοικιάζει ένα διαμέρισμα και σε αντάλλαγμα αναλαμβάνει τη συντήρηση του κτηρίου. Η συνάντηση του με την κόρη του χασάπη- σπιτονοικοκύρη του, που διατηρεί στο ισόγειο κρεοπωλείο, καταλήγει σε ένα ρομαντικό ειδύλλιο. Βέβαια εντύπωση του προκαλεί η ικανότητα του χασάπη να βρίσκει συχνά κρέας, σε μια εποχή που αποτελεί είδος εν ανεπάρκεια και η επιμονή του να τον ταΐζει πλουσιοπάροχα..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Ζενέ και ο Καρό μας μεταφέρουν σε μια άλλη εκδοχή της γης μετά την Αποκάλυψη. Ο συνδυασμός της σουρεαλιστικής σκηνοθεσίας με τη σκοτεινή φωτογραφία και τη γεμάτη νοσταλγία μουσική, επιτρέπουν στον θεατή να βιώσει μια διαφορετική ατμόσφαιρα που συγγενεύει σε ένα βαθμό με αυτήν του επίσης φουτουριστικού ‘Brazil’.
Ανάμεσα στα εκπληκτικά σκηνικά, τον υπέροχο φωτισμό και τα εντυπωσιακά πλάνα, κρύβονται τα φαντάσματα του Φελλίνι, του Γκοντάρ, του Μπονιουέλ, του Νταλί, αλλά και του ίδιου του Τέρι Γκίλιαμ, του παραγωγού αυτής της εκπληκτικής μαύρης κωμωδίας, που μέσα στην παραφροσύνη της φλερτάρει τη ρομαντική κομεντί.
Σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα πια δεν έχει απομείνει ύστερα από μια ολική καταστροφή (σκόπιμα δεν προσδιορίζονται τα αίτια ή το είδος της καταστροφής αυτής), όπου το φαγητό είναι λιγοστό, η επιβίωση δεν είναι δεδομένη κι η ελπίδα ανάκαμψης της κοινωνίας έχει χαθεί, μέχρι πού θα μπορούσαμε να φτάσουμε εμείς, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, “οι φιλήσυχοι άνθρωποι”;
Στο σενάριο της ταινίας, που έγραψε ο Ζιλ Αντριάν-γνωστός στη Γαλλία από τα κόμικς του-, τα πράγματα είναι πολύ περίεργα, καθώς σ’ αυτή τη μελλοντική χώρα έχει χαθεί το νόημα του χρήματος και μόνο νόμισμα είναι τα αγαθά, που τα οποία είναι επίσης εξαιρετικά δυσεύρετα.
Ένα ετοιμόρροπο κτίριο αποτελεί τον μικρόκοσμο του Delicatessen, μέσα στον οποίο ζουν πολύ χαρακτηριστικοί κοινωνικοί τύποι. Το χιούμορ που διαθέτουν οι σκηνοθέτες χρησιμοποιείται ευφυέστατα κι οι χαρακτήρες επενδύονται με τόσο ακραία χαρακτηριστικά, ώστε δεν μας επιτρέπεται η ταύτιση. Αν όμως , αφαιρέσουμε τα μπουρλέσκ στοιχεία που φέρουν, εύκολα μπορούμε να τους αναγνωρίσουμε..
Είναι τύποι ανθρώπων που ζουν σε κάθε κοινωνία. Οι συνέπειες που επιφέρει η ανθρώπινη εξαθλίωση είναι απρόβλεπτες.
Κανιβαλισμός; Τάσεις Αυτοκτονίας; Απομόνωση; Παραίτηση; Ή μήπως Αντίδραση;

Βιωματικό εργαστήριο: “Μυρίζω και αισθάνομαι τα χρώματα”

viomatiko

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016
Το βιωματικό εργαστήριο «Μυρίζω και αισθάνομαι τα χρώματα», είναι μια δραστηριότητα προς ευαισθητοποίηση αλλά και κατανόηση για τους εκ γενετής τυφλούς συνανθρώπους μας ωστόσο είναι μια καλή ευκαιρία για ανάπτυξη της φαντασίας με κλειστά μάτια αλλά και επαφή με κομμάτια της φύσης , αφού τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι αποκλειστικά προϊόντα της φύσης . Έτσι επιδιώκουμε να ενδυναμώσουμε τις αισθήσεις πέραν της οράσεως.

Ώρα 18.30
Συμμετοχή ελεύθερη

Τραγούδια από το Δεύτερο Όροφο

2001, σε σκηνοθεσία Ρόι Άντερσον με τους: Λαρς Νορντθ, Στέφαν Λάρσον, Τόμι Γιόχανσον

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Σουηδός σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ένα σύμπαν γκρίζο, όπου οι χλωμοί ήρωές του πέφτουν θύματα μπουρλέσκ παραδοξοτήτων. Αποτυχημένοι μάγοι, έμποροι σταυρών, υπάλληλοι που χάνουν την δουλειά και την αξιοπρέπειά τους και απαθή πλήθη εκτίθενται στην ακίνητη κάμερα του σκηνοθέτη…Μέσα σ’ αυτό το χάος, ο Καρλ, ο ήρωάς μας, αντιλαμβάνεται πόσο παράλογος είναι ο κόσμος και πόσο δύσκολο είναι να είσαι άνθρωπος.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σε συνέντευξη Tύπου που παραχώρησε ο σκηνοθέτης στην διάρκεια του 41ου Φεστιβάλ Kινηματογράφου Θεσσαλονίκης (η ταινία προβλήθηκε στο κυρίως πρόγραμμα των Nέων Oριζόντων), ανέφερε πως στο επίκεντρο της ταινίας του βρίσκεται η αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στον κυνισμό, την αυθαιρεσία και το θράσος της άρχουσας τάξης στις δυτικές κοινωνίες από τη μία και έναν ευάλωτο άνθρωπο, που είναι ο ήρωας της ταινίας, από την άλλη.
Ο Άντερσον κάνει μια ταινία αποκάλυψης και καταγγελίας για το πώς, μια τουλάχιστον γενιά, θυσιάζεται στο βωμό των αποφάσεων των πολιτικών υπαλλήλων των καπιταλιστών. Προσθέτει μάλιστα και αρκετή δόση μαύρου χιούμορ, όποιος θέλει και μπορεί, δύναται και να γελάσει. Η σταθερά επίκαιρη ταινία του Άντερσον, σπονδυλωτή, δομημένη κατά ένα μη παραδοσιακό τρόπο, χωρίς πλοκή, με συγκεκριμένη αρχή, κλιμάκωση, κορύφωση και σαφές τέλος, χωρίς ήρωες και σύγκρουση καλών και κακών.
Όσον αφορά τη γραφή της ταινίας, αποτελεί μια μορφή αντίδρασης, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, απέναντι στην αγγλοσαξωνική γραμμική δραματουργία και την εμπορική δομή των περισσοτέρων ταινιών.
Όπως τόνισε ο Ρόι Άντερσον, αυτό που ο ίδιος προσπάθησε να κάνει είναι κάτι διαφορετικό από την κυρίαρχη σύμβαση, να δημιουργήσει φωτογραφίες που να μοιάζουν με ζωγραφικούς πίνακες και παράλληλα να δώσει εικαστική ένταση και στην πλοκή.
Ο ευρυγώνιος φακός είναι εκεί σχεδόν σε κάθε πλάνο για να τονίσει τις προοπτικές γραμμές των διαδρόμων, των δωματίων, των δρόμων, που συγκλίνουν κάπου στη γραμμή του ορίζοντα, την οποία ποτέ δεν βλέπουμε. Έτσι, ο χώρος γίνεται ήδη αναπόσπαστο κομμάτι της πλοκής και του νοήματος των ταινιών. Η σύνθεση χώρου και ανθρώπων δεν είναι ποτέ απλώς τυχαία, αλλά πάντοτε συμβολική και συνειρμική.
Τους χαρακτήρες – στο μεγαλύτερο μέρος – υποδύονται απλοί άνθρωποι και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί.
Η κάμερα παραμένει ακίνητη, η απουσία της κίνησης πλήρης. Κάτι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, αφ’ ενός γιατί συνιστά μια παντελώς α-σύνηθη κίνηση (βρίσκεται στον αντίποδα του σημερινού κινηματογράφου) η οποία φυλακίζει την προσοχή του θεατή και τον υποχρεώνει σε πλήρη συγκέντρωση πάνω σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη. Το βάρος δίνεται στους διαλόγους, στην θεατρική χρήση των ηθοποιών που κινούνται σταθερά και προσεκτικά μέσα σε ορισμένα όρια (σαν σε θεατρική σκηνή. Τα στατικά, μακρινά, μονοπλάνα θυμίζουν την σταθερή θέση του κοινού απέναντι στην θεατρική σκηνή. Αν τώρα ο θεατής εντυπωσιάζεται ή όχι, αυτό είναι άλλο θέμα.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο, καθώς και η ακινησία σε επίπεδο σκηνικής προοπτικής, διαμορφώνει ένα είδος όσμωσης των ορίων ανάμεσα στον κινηματογράφο και την πραγματικότητα.

The Muppet Christmas Carol

1992, σε σκηνοθεσία Μπράιαν Χένσον,με τους Μάικλ Κέιν και τα Muppets

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Τρία πνεύματα που επισκέπτονται τον τσιγκούνη Σκρουτζ την παραμονή των Χριστουγέννων, τον κάνουν να ανακαλύψει το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων και στην ουσία να αναθεωρήσει τις απόψεις του για τη ζωή και τη φιλαργυρία.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η κλασσική Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Τσαρλς Ντίκενς παίρνει άλλη διάσταση, όταν κεντρικοί ήρωες γίνονται τα εκπληκτικά Muppets και το αποτέλεσμα καταφέρνει, αν και κωμικό, να μην ξεφύγει από την αυθεντική εκδοχή της ιστορίας.
Μια απίθανη και πρωτόγνωρη ταινία-μιούζικαλ, παραγωγής Disney, σε σκηνοθεσία Μπράιαν Χένσον, γιου του δημιουργού των Muppets, Τζιμ Χένσον.
Ο εξαιρετικός Μάικλ Κέιν στο ρόλο του τσιγκούνη και μίζερου τοκογλύφου Σκρουτζ (σε μια ταινία που μόνο μίζερη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί), ο απολαυστικός βάτραχος Κέρμιτ, στο ρόλο του φτωχού και ταλαίπωρου υπαλλήλου Μπομπ Κράτσιτ, η χοντρούλα Πίγκυ στο ρόλο της συζύγου του Κέρμιτ, ο Κέρμιτ μωρό με την πατερίτσα του στο ρόλο του μικρούλη (άρρωστου) Τιμ, ο Γκόντζο, στο ρόλο του συγγραφέα, παρέα με το Ρίζο τον ποντικό!
Τα Muppets κάνουν για άλλη μια φορά θαύματα, αφηγούμενα τη δική τους εκδοχή της ιστορίας σε μια τρυφερή, γιορτινή ταινία με εκπληκτική μουσική, ειδικά εφέ και τεχνικές τελειοποιήσεις στον τρόπο που κινούνται οι κούκλες, πράγματα που µόνο στο σινεμά θα μπορούσαν να είχαν γίνει.
Τα λόγια είναι περιττά..

Σίνα 37, Κόρινθος