Gadjo Dilo

1997, σε  σκηνοθεσία Τόνι Γκάτλιφ με τους: Ρομέν Ντουρί, Ρόνα Χάρτνερ, Ιζιντόρ Σερµπάν

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας νεαρός Γάλλος μουσικολόγος, ο Στεφάν, επισκέπτεται τη ρουμανική επαρχία αναζητώντας μια παλιά Τσιγγάνα τραγουδίστρια, τη Νόρα Λούκα, θέλοντας να ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του που ταξίδευε στον κόσμο και ηχογραφούσε παραδοσιακά τραγούδια. Γίνεται αποδεκτός από μια κοινότητα Τσιγγάνων στη Ρουμανία, χάρη στη φιλία του μ’ ένα γέρο-Τσιγγάνο που τον παίρνει υπό την προστασία του. Ποταμός τσιγγάνικης μουσικής και παγανιστική λατρεία της ζωής.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία παρουσιάζει τη ζωή σε ένα τσιγγάνικο χωριό της Ρουμανίας, το πώς ζουν οι Τσιγγάνοι, το πώς πίνουν και διασκεδάζουν, πώς θρηνούν, τις δεισιδαιμονίες τους και όλες τις παραδόσεις τους που βασίζονται στη μουσική. Η μουσική είναι η βάση της ζωής και της παράδοσης των Τσιγγάνων και η δημιουργία της σχετίζεται με κάθε έκφανση της ζωής τους, είτε πρόκειται για διασκέδαση είτε για θρήνο.
Για έναν Δυτικοευρωπαίο, όπως ο πρωταγωνιστής μας, η εικόνα αυτή είναι εντελώς ξένη και αλλόκοτη, όμως η θέρμη με την οποία γίνεται αποδεκτός στην κοινότητα τον κάνει να συνηθίσει στη ζωή αυτή και να γίνει μέρος της.
Παράλληλα παρουσιάζονται διάφορες τάξεις της κοινωνίας των Τσιγγάνων, από τους πιο φτωχούς που κατοικούν σε παραπήγματα μέχρι τους πιο πλούσιους και τους μαφιόζους.
Η ταινία έχει αποσπάσει βραβεία σε σημαντικά φεστιβάλ, όπως στο Λοκάρνο, ενώ αξιοσημείωτο είναι και το βραβείο César που απέσπασε για τη μουσική της ταινίας ο σκηνοθέτης Τόνι Γκάτλιφ.
Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με τον τίτλο “Υπάρχουν ακόμα γελαστοί Τσιγγάνοι” και κλείνει επάξια την τσιγγάνικη τριλογία του Γκάτλιφ που την αποτελούν ακόμα οι ταινίες “Οι πρίγκιπες” (1983) και “Λάτσο Ντροµ” (1993).
Είναι γνωστή επίσης και με τον τίτλο “Ο αλλόκοτος ταξιδιώτης” ή “Ο τρελός ξένος”, που αποτελεί ακριβή μετάφραση του τίτλου της, Γκάτζο ντιλό, από τη γλώσσα των Ρομά.

Departures

2008, σε σκηνοθεσία Γιοτζίρο Τακίτα με τους: Μασαχίρο Μοτόκι, Τσουτόμου Γιαμαζάκι, Ριόκο Χιροσούε, Κιμίκο Γιο

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας νεαρός τσελίστας μένει άνεργος κι επιστρέφει μαζί με τη γυναίκα του στη γενέτειρά του, όπου (εν αγνοία της) πιάνει δουλειά σ’ ένα γραφείο περιποίησης των νεκρών πριν από την οριστική “αναχώρησή” τους.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία κατά μια έννοια αποτελεί έναν φόρο τιμής προς το νεκρό. Καθώς περιθάλπει με ιδιαίτερη ευλάβεια το μυστήριο, το οποίο και κινηματογραφεί και πλαισιώνει με παράλληλες συναισθηματικές εικόνες, οι οποίες ωστόσο λειτουργούν σε ένα βαθμό και αυτόνομα.
Η σκηνοθεσία αξιοποιεί την εθνική κινηματογραφική κουλτούρα (χαρακτηριστική η σκηνή με τον σκληρό τηλεφακό στο άγνωρο πρόσωπο του πατέρα), την οποία όμως δεν παραλείπει να παντρέψει με μοντέρνα στοιχεία. Ενώ τέλος, μελαγχολικές νότες γεμίζουν διάσπαρτα το χώρο.
Το αποτέλεσμα είναι μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη εμπειρία. Με αυτόν τον τρόπο ο Γιοτζίρο Τακίτα φιλοδοξεί να μεταποιήσει την επιφανειακή θλίψη της τελετουργίας σε κάτι ανώτερο. Παράλληλα, αποτελεί διακαή πόθο, τουλάχιστον σε διαλεκτικό επίπεδο, ένας στοχασμός γύρω από τη μεταφυσική υφή του θανάτου.
Από την άλλη, μια σπουδαία αρετή που παρατηρείται στο Departures, είναι ο εικονοκλαστικός τρόπος με τον οποίο μάχεται τις ανθρώπινες θυμοκρατικές εμμονές/προκαταλήψεις που επιβάλλονται υπό καθεστώς άγνοιας. Παρακολουθούμε τον Μασαχίρο Μοτόκι κυριευμένο από ένα αδάμαστο μίσος για τον πατέρα του.
Ένα ρητό λέει: “Αν ήξερες τις μισές από τις συμφορές των εχθρών σου, ταυτόχρονα θα καταλάγιαζε το μίσος σου”. Και αυτό που ενεργοποιεί την οργή του νεαρού ήρωα μας δεν είναι παρά η άγνοια για τη ζωή του πατέρα του. Σε αυτό το σημείο, ο Γιοτζίρο Τακίτα με έναν μαεστρικό τρόπο ποιεί μια αινιγματική ατμόσφαιρα. Και εμείς, σε συμπαθής μοναχικές φυσιογνωμίες (όπως ο άνθρωπος που αναλαμβάνει την απελευθέρωση ψυχής και σώματος) διακρίνουμε μια πιθανή πατρική σχέση. Γιατί ίσως μια συνειδητοποιημένη στάση ζωής, είναι αυτή που καταδικάζει το άτομο στο κοινωνικό περιθώριο. Με παρόμοιο τρόπο, η ταινία μάχεται και τις λοιπές ανθρώπινες προκαταλήψεις. Με αποκορύφωμα τα επιδερμικά στερεότυπα που κατακλύζουν την πλειοψηφία γύρω απ’ το επάγγελμα του “Αναχωρητή”.
Η ταινία μιλάει για το θάνατο, θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο και με το βλέμμα στραμμένο στο χρόνο, την απώλεια και την γήινη ύπαρξη, επιδιώκει μία νηφάλια προετοιμασία για το μεταθανάτιο κόσμο, αφού επέλθει αρχικά η πολυπόθητη διάγνωση της πολύτιμης σημασίας της ζωής. Σ’ αφήνει με την αίσθηση του “έρως και παντός είδους αγάπη ανίκατε μάχαν”.. Ένα φύσει απαισιόδοξο θέμα και μια ταινία που χωρίς να προσπαθεί καθόλου αναβλύζει αισιοδοξία και αγάπη. Και ένας δημιουργός που ξέρει να είναι γλυκός χωρίς να είναι γλυκανάλατος.

Εγώ Δε Φοβάμαι

2003, σε  σκηνοθεσία Γκαμπριέλε Σαλβατόρες, με τους: Τζιουζέπε Κριστιάνο, Ματία Ντι Πιέρο, Αϊτάνα Σάντσεζ Γκιχόν, Ντιέγκο Αμπανταντουόνο

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο εννιάχρονος Μικέλε, εκεί που παίζει στην ύπαιθρο της ιταλικής επαρχίας, ανακαλύπτει στον πάτο μιας καλά κρυμμένης τρύπας και δεμένο με αλυσίδες τον επίσης μικρό και κατατρομαγμένο Φιλίππο. Από ποιον; Και γιατί; Καταλαβαίνοντας ότι κάτι συμβαίνει με τους συγχωριανούς του και ίσως και με τους γονείς του, προσπαθεί να βοηθήσει τον Φιλίππο χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Γκαμπριέλε Σαλβατόρες σκηνοθετεί το Εγώ δε φοβάμαι, μια ταινία βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νικολό Αμανίτι, δώδεκα χρόνια μετά το βραβευμένο πρώτο του φιλμ Mediterraneo (με τη Βάνα Μπάρμπα).
Οι σεναριογράφοι Νικολό Αμανίτι και η Φρανσέσκα Μαρτσιάνο παρουσιάζουν την παιδική ηλικία σαν συνώνυμο της αθωότητας και αφέλειας και αποφεύγουν εύστοχα να δημιουργήσουν ένα ακόμα συνηθισμένο θρίλερ με ήρωες παιδιά (ή παιδιά ήρωες).
Βασικό πλεονέκτημα της ταινίας είναι ότι παρά τη νεαρή ηλικία των πρωταγωνιστών της αποφεύγει τους πολλούς συναισθηματισμούς και προσπαθεί να στηριχτεί στο σασπένς και την αγωνία κινούμενη προς την κατηγορία των ταινιών θρίλερ. Σε αυτό βοηθούν οι νεαροί πρωταγωνιστές και κυρίως ο Τζιουζέπε Κριστιάνο (Μικέλε), που χωρίς προηγούμενη κινηματογραφική εμπειρία τα καταφέρνουν μια χαρά αποδίδοντας ρεαλιστικά και χωρίς υπερβολές τους ρόλους τους.
Η υπέροχη φωτογραφία του Ιτάλο Πετριτσόνε συμβάλλει τα μέγιστα, ώστε να δημιουργηθεί η αντίθεση ανάμεσα στην ειδυλλιακή θερινή μεσογειακή εξοχή, όπου η ζωή κυλά σε ήρεμους ρυθμούς και τα πάντα λαμποκοπάνε κάτω από το δυνατό ήλιο, και την αήθη στάση των ντόπιων χωρικών, που δε διστάζουν να προκαλέσουν τόσο πόνο σε ένα μικρό παιδί και στην οικογένειά του, για να μειώσουν κάπως τη φτώχεια του Ιταλικού νότου. Λογαριάζουν όμως χωρίς το Μικέλε, που θα μεγαλώσει απότομα, μολονότι 9 ετών μόνο, για να ανατρέψει τα σχέδιά τους.
Η διαδικασία της ενηλικίωσης και οι στιγμές εκείνες που η παιδική αθωότητα δίνει τη θέση της στην παραδοχή της σκληρής και δυσάρεστης πραγματικότητας.

(Το Io Non Ho Paura συμμετείχε επίσημα στο φεστιβάλ του Βερολίνου 2003 και – με τις αδυναμίες του – αποτελεί ένα καλό σημάδι της πορείας προς την ωριμότητα της νέας γενιάς του Ιταλικού κινηματογράφου).

Το δωμάτιο του γιου μου

2001, σε σκηνοθεσία του Νάνι Μορέτι, με Νάνι Μορέτι, Λάουρα Μοράντε, Τζασμίν Τρίνκα, Τζιουζέπε Σανφελίτσε, Σίλβιο Ορλάντο 

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015
Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας ψυχαναλυτής, τυπικός μεσοαστός οικογενειάρχης, χάνει το γιο του σε ατύχημα, βουλιάζει κάτω από το βάρος αυτού του αναπάντεχου και αμετάκλητου γεγονότος, αλλά μετά από το πρώτο σοκ προσπαθεί να συνέλθει και να ξαναβρεί την επαφή με τους ασθενείς και την οικογένειά του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το συναισθηματικό γολγοθά μιας οικογένειας που επιτυγχάνει – ή αποτυγχάνει – να διαχειριστεί τον ξαφνικό θάνατο του έφηβου γιου και αδελφού, παρουσιάζει με ανθρωπιά και αυθεντική συγκίνηση ο Ιταλός σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι σε μια ταινία που δίκαια κατέκτησε το Χρυσό Φοίνικα το 2001, κερδίζοντας εξίσου την αγάπη του κοινού.
Ο Τζιοβάνι είναι ένας ψυχολόγος σε μια παραλιακή πόλη της Ιταλίας. Στην δουλειά του έρχεται αντιμέτωπος με κάθε λογής πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς του. Η προσωπική του ζωή, ωστόσο, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στο γραφείο του, διέπεται από ηρεμία.
Μέχρι τη στιγμή που ο γιος του πεθαίνει σε ατύχημα. Η ζωή όλων των μελών της οικογένειας, ξαφνικά αλλάζει… Αρχικά βουλιάζουν κάτω από το βάρος του αναπάντεχου και αμετάκλητου γεγονότος.
Σταδιακά, εξερχόμενοι από το σοκ, προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους και να έρθουν και πάλι σε επαφή με τους δεσμούς αγάπης που τους συνδέουν. Θα τα καταφέρουν;
Ταινία πένθους; Περισσότερο ταινία επιβίωσης και ανασυγκρότησης μιας οικογένειας σε αποσύνθεση.
Ταινία, επίσης, θυσίας. Ο ήρωας σταματά να ασκεί το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, όχι μόνο γιατί δεν μπορεί πλέον να βοηθήσει τους ασθενείς του, αλλά γιατί βλέπει την απόφασή του αυτή ως πράξη θυσίας, ως οφειλή προς τον γιο του ο οποίος χάθηκε εν ώρα δουλειάς, ως εσωτερική επιβεβαίωση ότι θα τον τιμά μέσα από αυτήν τη ριζική πράξη, που σημαίνει το τέλος της μέχρι τότε επαγγελματικής – και όχι μόνο – ζωής του.
Δίχως συναισθηματικές ευκολίες ο Νάνι Μορέτι συνθέτει με βιωματική πειστικότητα ένα ψυχόδραμα ουσίας και βάθους, περισσότερο για τη ζωή παρά για το θάνατο.

Παιχνίδια κωμικού αυτοσχεδιασμού

Την Παρασκευή 16 Οκτωβρίου και ώρα 19:00 στον Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο «σβούρα» (Σίνα 37, Κόρινθος) ελάτε να κάνουμε Παιχνίδια Κωμικού Αυτοσχεδιασμού.improv

Φορέστε απλά ρούχα και εσώρουχα (μεσαιωνικές τουαλέτες με φουρό; κορσέδες; αρχαιοελληνικές χλαμύδες; στολές δυτών;)…’Ο,τι σας κάνει να αισθάνεστε άνετα.

Ελάτε ακόμη και ξεκάλτσωτοι ή παπουτσωμένοι, χαμογελαστοί ή σκυθρωποί, μίζεροι και σκουντούφληδες…
Όποια διάθεση κι αν έχετε φέρτε την κοντά, σας περιμένουμε για να δημιουργήσουμε όλοι μαζί.

Γνωρίστε τον Κωμικό Αυτοσχεδιασμό (Improv Comedy) ο οποίος πλέον εκτός από θέατρα, σαν επιδημία, έχει εισχωρήσει σε σχολεία, επιχειρήσεις, συνέδρια. Κάποιοι μάλιστα λένε πως τον είδαν Παρασκευές στο σπίτι μιας παρέας.

Ελάτε να δοκιμάσουμε το ρίσκο, να αποδεχτούμε την αποτυχία, να ζήσουμε τη στιγμή, να βγάλουμε τη χαμένη μας παιδικότητα και πάνω απ’ όλα να γελάσουμε.

Συμμετοχή ελεύθερη!
(στον χώρο υπάρχει κουμπαράς, τα έσοδα του οποίου καλύπτουν λειτουργικές ανάγκες)

Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα

1972, σε σκηνοθεσία Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, με τους Τζούλιο Μπρότζι, Ρενάτο Σκάρπα, Ντανιέλε Ντουμπλίνο

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015
Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στα τέλη του περασμένου αιώνα, μια ομάδα αναρχικών καταλαμβάνει ένα ιταλικό χωριό και προσπαθεί να πείσει τους χωρικούς να κολλεκτιβοποιήσουν την παραγωγή. Αποτυγχάνουν όμως και συλλαμβάνονται. Ο αρχηγός τους, γόνος μεγαλογαιοκτημόνων, Τζούλιο Mανιέρι, καταδικάζεται σε θάνατο αλλά την τελευταία στιγμή η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια. Κλείνεται σε πλήρη απομόνωση για 10 χρόνια με στέρηση οποιασδήποτε επαφής με τον έξω κόσμο. Για να επιβιώσει χωρίς να τρελαθεί, θέτει στον εαυτό του διάφορα φανταστικά καθήκοντα που τηρεί με πειθαρχία. Συνομιλεί με τον εαυτό του και περιμένει την πραγματοποίηση των επαναστατικών του οραμάτων. Κατά τη μεταφορά του σε άλλη φυλακή, μετά τα 10 χρόνια, μιλά για πρώτη φορά με νεότερους πολιτικούς κρατουμένους. Η σύντομη συνομιλία τον πείθει για την ματαιότητα των πεποιθήσεών του. Κανείς δεν μιλά πλέον για κολλλεκτίβες, ένοπλες αποστολές και αγροτική επανάσταση, αλλά για προλεταριακή.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Βασισμένοι στο έργο του Τολστόι «Το θείο και το ανθρώπινο» και μια παιδική ανάμνησή τους, οι αδελφοί Ταβιάνι κάνουν μια αριστουργηματική πολιτική ταινία, με θέμα τον εγκλεισμό και την εσωτερική αντίσταση. Η γενική ιδέα της ταινίας γεννήθηκε από τη φυλακή: ένας φυλακισμένος, μέσα στο σκοτάδι, που τραγουδά για να πάρει κουράγιο. Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σ’ ένα παιδικό τραγούδι που έλεγε ο ήρωας όταν ήταν παιδί και τον τιμωρούσαν. Το τραγούδι είναι η πρώτη πράξη που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει την απελπισία του και να ξεφύγει νοερά από τον εγκλεισμό της φυλακής.
Πρόκειται για μια από τις πιο αρμονικές, ισορροπημένες, εσωτερικές και τολμηρές αφηγηματικά και υφολογικά ταινίες, όχι μόνον του έργου των αδελφών από την Τοσκάνη, αλλά και του ιταλικού σινεμά της δεκαετίας του ‘70. Σε αυτό βοηθούν σαφώς η φωτογραφία του Μάριο Μασίνι και η μουσική του Μπενεντέτο Γκίγκλια.
Το Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα, γυρισμένο το 1972, βγήκε στις αίθουσες μονάχα τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν το Αλοζανφάν καθιέρωσε διεθνώς τους Ταβιάνι. Ο ηθοποιός Τζούλιο Μπρότζι είναι εκπληκτικός, παίζοντας με μοναδικό συνομιλητή τον εαυτό του, σ’ ένα ρόλο ηθικά και σωματικά δύσκολο και επίπονο.
Μιλώντας για τον ήρωά τους, οι αδελφοί Ταβιάνι λένε:
«Η σύγκρουση του Τζούλιο με τους τέσσερις τοίχους της φυλακής απελευθερώνει μέσα του διανοητικές, φαντασιακές και φυσικές δυνάμεις. Όσο πιο ισχυρή είναι η καταπιεστική δύναμη αυτών των τοίχων, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η θέλησή του και η ικανότητά του να τους σπάσει. Όταν εγκαταλείπει τη φυλακή κι έρχεται σ’ επαφή με τη φύση και τους ανθρώπους, προσπαθεί πάλι να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούσε στη φυλακή. Τον κάνουν μόνο να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι ικανά να τον βοηθήσουν και πως πρέπει ν’ αρχίσει πάλι από την αρχή».
Χρονικό μιας ιδεαλιστικής επαναστατικής θεώρησης, η ταινία δεν αποτελεί κριτική των κινημάτων, αλλά ένα έργο βασισμένο στο κουράγιο που δίνει στον άνθρωπο η επαναστατική ιδέα. «Αυτό που έχει σημασία στο φιλμ σήμερα» λένε οι Ταβιάνι «είναι το ότι μας δίνει να καταλάβουμε ότι οι ομάδες με τις αυθόρμητες και αναρχικές τάσεις που ξεπήδησαν το ΄68 μπορούν να οργανωθούν μ’ επιστημονικό τρόπο. Μ’ αυτήν την έννοια το μήνυμα της ταινίας είναι επίκαιρο, έστω κι αν αναφέρεται σε μια παρελθοντική εποχή».
Στη χώρα μας, το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου «San Michele» (από το δίσκο «Ο ελάχιστος εαυτός» του 2010)  εμπνευσμένο από την ταινία, δίνει το λόγο σε πρώτο πρόσωπο στον ήρωα ώστε γεμάτος πικρία αλλά και αξιοπρέπεια να υποστηρίξει τις ευγενικές ιδέες των οποίων είναι φορέας και τις επιλογές του.

Σίνα 37, Κόρινθος