Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Πολίτης Κέιν

1941, σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς με τους: Όρσον Γουέλς, Τζόζεφ Κότεν, Τζορτζ Κουλούρης, Άγκνες Μούρχεντ, Έβερετ Σλόουν, Πωλ Στιούαρτ, Ρέι Κόλλινς, Ντόροθι Κάμινγκορ, Ρουθ Γουόρικ, Έρσκιν Σάνφορντ, Γουίλιαμ Άλλαντ

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας δημοσιογράφος ερευνά τη ζωή ενός μεγιστάνα του Τύπου, για να ανακαλύψει το νόημα της λέξης “ρόουζμπαντ” (ροδανθός) που εκστόμισε πριν ξεψυχήσει.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ταινία-ορόσημο του αμερικανικού σινεμά, με φοβερές αφηγηματικές καινοτομίες για την εποχή του, που εισάγουν τον κινηματογράφο στην περιπέτεια της γραφής. Σε σενάριο Όρσον Γουέλς & Χέρμαν Μάνκιεβιτς, η καλύτερη αμερικανική δημιουργία σύμφωνα με τη γνώμη των περισσοτέρων κριτικών.
Γιατί όμως η συγκεκριμένη ταινία θεωρείται από τις κορυφαίες όλων των εποχών;

Καταρχάς, εκτός της σκηνοθετικής “μαεστρίας” και μάλιστα σε χαλεπούς καιρούς, στην ταινία εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου και κάποιες τεχνικές, αφενός δύσκολες για την εποχή, αφετέρου δε ιδιαίτερα αποτελεσματικές στη μετάδοση του μηνύματος του δημιουργού.
Υπάρχουν για παράδειγμα τα αξιοπρόσεκτα ειδικά εφέ στην αναπαράσταση της βίλλας του Κέιν, του περίφημου “Xanadou”, που είναι προϊόν κινηματογράφησης μινιατουρών και μοντάζ. Υπάρχουν οι λήψεις από ψηλά, που συνδυάζονται με λήψεις από το πάτωμα, για να τονιστεί το μέγεθος της ισχύος του κεντρικού ήρωα. Υπάρχει ακόμα η ταυτόχρονα εστιασμένη λήψη αντικειμένων που βρίσκονται μακριά, με άλλα, που βρίσκονται πιο κοντά, με σκοπό αρχικά να μπερδέψουν το θεατή, αλλά τελικά να μεταδώσουν με εικόνα την ψυχολογία του Κέιν.. γίνεται συστηματική χρήση του “βάθους πεδίου”, του “πλάνου σεκάνς” και της αξονικής σκηνοθεσίας.
Τα τεχνικά αυτά επιτεύγματα μπορεί να είναι στις μέρες μας ξεπερασμένα, άλλα αυτό δεν μπορεί να μειώσει ούτε τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της ταινίας ούτε – κυρίως – τον τρόπο με τον οποίο αυτά αξιοποιήθηκαν.
Η ταινία επεκτείνεται σε όλα τα επίπεδα: από αυτό του τύπου και των εκδόσεων, μέχρι τις επιχειρήσεις, την πολιτική και τις ερωτικές περιπέτειες, περιγράφοντας γλαφυρά την άνοδο, τις μεταπτώσεις και το τέλος μιας προσωποκεντρικής αυτοκρατορίας.
Mέσα από την ιστορία της ζωής του μεγιστάνα των ΜΜΕ Τσάρλς Φόστερ Κέιν για πρώτη φορά η δίψα για εξουσία, το εξωτερικό μεγαλείο και η εσωτερική πτώση, η αλαζονεία, η απληστία, η μοναξιά και εν τέλει η τραγικότητα της ύπαρξης, κινηματογραφούνται σαν ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος, όπου ο μίτος της Aριάδνης ακούει στο μυστηριώδες όνομα “Rosebud”..
Η ιστορία του πολίτη Κέιν μπορεί να χαρακτηριστεί προφητική και αλληγορική, για αξίες που υπήρχαν και υπάρχουν, για κάποια πράγματα στη ζωή, που έχουν το δικό τους σημαντικό ρόλο και τα οποία ποτέ κανείς άλλος εκτός του εαυτού μας δεν γνωρίζει.

Από την άκρη της πόλης

1998, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τους Στάθη Παπαδόπουλο (Σάσια), Κώστα Κοτσιανίδη (Κότσιαν), Παναγιώτη Χαρτοματζίδη (Παναγιώτης), Δημήτρη Παπουλίδη (Γιώργος), Θεοδώρα Τζήμου (Νατάσα)

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία ενός Ρωσοπόντιου που ζει στην Ελλάδα και ονειρεύεται με ορμητήριο το Μενίδι να κατακτήσει τη ζωή της πρωτεύουσας. “Από την Άκρη της Πόλης” ξεκινάει ένα ταξίδι στο “σκοτάδι” της πρωτεύουσας. Κλαμπ, ναρκωτικά, πορνεία, όλα για την επίτευξη του στόχου.
Η κυνική και καυστική ματιά του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και μια συγκλονιστική ταινία για το “περιθώριο” της μεγαλούπολης.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
“Με λένε Ποντ. Ρώσο Ποντ”.
Με αυτήν τη φράση αρχίζει και τελειώνει η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη ο οποίος σε χρόνο μηδέν, με ελάχιστα χρήματα και με ερασιτέχνες ως επί το πλείστον ηθοποιούς έφτιαξε αυτό εδώ το διαμαντάκι με θέμα την καθημερινότητα μιας παρέας έφηβων Ρωσοπόντιων που ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο και αναλώνονται σε ντρόγκα, τυχερά παιχνίδια, κλοπές και ανδρική πορνεία.
Η ζωή στο υποβαθμισμένο Μενίδι και η ψυχολογία του Έφηβου που φλερτάρει με το Περιθώριο και τελικά ερωτεύονται.
Είναι απίστευτος ο τρόπος που ο σκηνοθέτης σε κάνει παίρνεις μέρος στην περιπλάνησή τους και να νιώθεις τα παιδιά αυτά: την φιλία τους που αποτελεί στήριγμα για την εκπλήρωση κάθε ονείρου, την ανάγκη που έχουν να νιώσουν Έλληνες, την επιθυμία να κατακτήσουν κι αυτοί την πρωτεύουσα και την ίδια τη ζωή με κάθε κόστος.
Ξεχάστε το σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο με τις “δήθεν” ή τις γραφικές ταινίες, την απουσία σκηνοθετικής καθοδήγησης στους ηθοποιούς και τους ασήμαντους διαλόγους με την πομπώδη εκφορά.
Το “Από την Άκρη της Πόλης” πάλλεται από ζωντάνια, ρεαλισμό και γρήγορους ρυθμούς, αποτελώντας παράλληλα τυπικό δείγμα δημιουργού με ταλέντο, ο οποίος παίρνει στα χέρια του κοινότυπες περιθωριακές καταστάσεις και τις μετατρέπει σε ενδιαφέρουσα ταινία με αρχή-μέση-τέλος και ήρωες με υπόσταση.

“Πήρα αγκαλιά την Ομορφιά. Μα τη βρήκα πικρή και την έφτυσα”
(Παραφρασμένοι στίχοι Α. Ρεμπώ)

Και οι Χελώνες Μπορούν να Πετάξουν

2004, σε σκηνοθεσία Μπαχμάν Γκομπαντί, με τους: Σοράν Εμπραχίμ, Χιρς Φέισαλ, Αβάζ Λατίφ

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στο Κουρδιστάν, στα σύνορα μεταξύ Ιράν και Τουρκίας, τις παραμονές της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, ο δεκατριάχρονος Σοράν είναι γνωστός ως «Δορυφορικός», για την εγκατάσταση πιάτων και κεραιών στα τοπικά χωριά αναζητώντας νέα για τον Σαντάμ. Είναι ο αρχηγός των παιδιών, που τα οργανώνει να κάνουν την επικίνδυνη αλλά αναγκαία δουλειά των ναρκαλιευτών.  Τότε ερωτεύεται μια μικρή ορφανή, ένα κορίτσι με θλιμμένο πρόσωπο που περιπλανιέται με τον αδελφό της, ο οποίος φαίνεται να έχει το χάρισμα της προφητείας. Τα αδέλφια έχουν υπό την προστασία τους ένα τρίχρονο παιδάκι, του οποίου οι δεσμοί με τα δύο αδέλφια γίνονται γνωστοί όταν αποκαλύπτεται η ανείπωτη, σκληρή αλήθεια.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μετά το «Μεθυσμένα Άλογα» ο ιρανός σκηνοθέτης Μπαχμάν Γκομπαντί μας χαρίζει άλλη μια συγκλονιστική ταινία. Επικεντρώνεται σε μια ομάδα παιδιών που αγωνίζονται να επιβιώσουν στο Κουρδιστάν, μια χώρα που επισήμως δεν υπάρχει πουθενά, παρά μόνο στην ψυχή των Κούρδων προσφύγων. Έχοντας για πρωταγωνιστές αποκλειστικά ερασιτέχνες και μάλιστα παιδιά που πράγματι είναι Κούρδοι πρόσφυγες, καταφέρνει ένα θαυμαστό αποτέλεσμα που δύσκολα θα αφήσει το θεατή ασυγκίνητο. Η μικρή Αγκρίν, ένα από τα πιο εκφραστικά και μελαγχολικά πρόσωπα που έχουμε δει στο σινεμά, πιστεύει ότι θα λυτρωθεί από τους εφιάλτες του παρελθόντος, μόνο αν απαλλαχθεί από κάθε τι που της το θυμίζει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να εγκαταλείψει τα πρόσωπα που αγαπά.
Πολλές είναι οι σκληρές σκηνές (κυρίως αυτές που αφορούν τον ακρωτηριασμό και την αυτοκτονία μικρών παιδιών) που πιέζουν συναισθηματικά το θεατή. Διάχυτη όμως είναι και η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο όπως και η αίσθηση του χιούμορ.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της ποιητικής και συγκινητικής αυτής ταινίας είναι ότι παρότι βαθιά αντιπολεμική δεν εγκλωβίζεται στο κήρυγμα και στο φτηνό συναίσθημα.
Ο Γκομπαντί υπογράφει μια πολιτική ταινία χωρίς να καταφεύγει στην προπαγάνδα, κατακρίνοντας μάλιστα και τα δύο στρατόπεδα. Και τους ιρακινούς για τα έκτροπα που έκαναν, αλλά και τους αμερικάνους οι οποίοι τους είχαν υποσχεθεί βοήθεια, αλλά σύντομα έφυγαν αναζητώντας τον επόμενο στρατιωτικό τους στόχο. Και όλα αυτά σε ένα κόσμο που τα μεγαλύτερα θύματα είναι πάντα και τα πιο αθώα. Σε ένα κόσμο όπου ακόμα και τα παιδιά μπορούν να θυσιαστούν στο βωμό της στρατιωτικής κυριαρχίας. Αλλά και σε έναν κόσμο που κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες μπορεί να αποκαλύψει το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής.
Σε ένα κόσμο που ακόμα Και Οι Χελώνες Μπορούν Να Πετάξουν..

Gadjo Dilo

1997, σε  σκηνοθεσία Τόνι Γκάτλιφ με τους: Ρομέν Ντουρί, Ρόνα Χάρτνερ, Ιζιντόρ Σερµπάν

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας νεαρός Γάλλος μουσικολόγος, ο Στεφάν, επισκέπτεται τη ρουμανική επαρχία αναζητώντας μια παλιά Τσιγγάνα τραγουδίστρια, τη Νόρα Λούκα, θέλοντας να ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του που ταξίδευε στον κόσμο και ηχογραφούσε παραδοσιακά τραγούδια. Γίνεται αποδεκτός από μια κοινότητα Τσιγγάνων στη Ρουμανία, χάρη στη φιλία του μ’ ένα γέρο-Τσιγγάνο που τον παίρνει υπό την προστασία του. Ποταμός τσιγγάνικης μουσικής και παγανιστική λατρεία της ζωής.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία παρουσιάζει τη ζωή σε ένα τσιγγάνικο χωριό της Ρουμανίας, το πώς ζουν οι Τσιγγάνοι, το πώς πίνουν και διασκεδάζουν, πώς θρηνούν, τις δεισιδαιμονίες τους και όλες τις παραδόσεις τους που βασίζονται στη μουσική. Η μουσική είναι η βάση της ζωής και της παράδοσης των Τσιγγάνων και η δημιουργία της σχετίζεται με κάθε έκφανση της ζωής τους, είτε πρόκειται για διασκέδαση είτε για θρήνο.
Για έναν Δυτικοευρωπαίο, όπως ο πρωταγωνιστής μας, η εικόνα αυτή είναι εντελώς ξένη και αλλόκοτη, όμως η θέρμη με την οποία γίνεται αποδεκτός στην κοινότητα τον κάνει να συνηθίσει στη ζωή αυτή και να γίνει μέρος της.
Παράλληλα παρουσιάζονται διάφορες τάξεις της κοινωνίας των Τσιγγάνων, από τους πιο φτωχούς που κατοικούν σε παραπήγματα μέχρι τους πιο πλούσιους και τους μαφιόζους.
Η ταινία έχει αποσπάσει βραβεία σε σημαντικά φεστιβάλ, όπως στο Λοκάρνο, ενώ αξιοσημείωτο είναι και το βραβείο César που απέσπασε για τη μουσική της ταινίας ο σκηνοθέτης Τόνι Γκάτλιφ.
Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με τον τίτλο “Υπάρχουν ακόμα γελαστοί Τσιγγάνοι” και κλείνει επάξια την τσιγγάνικη τριλογία του Γκάτλιφ που την αποτελούν ακόμα οι ταινίες “Οι πρίγκιπες” (1983) και “Λάτσο Ντροµ” (1993).
Είναι γνωστή επίσης και με τον τίτλο “Ο αλλόκοτος ταξιδιώτης” ή “Ο τρελός ξένος”, που αποτελεί ακριβή μετάφραση του τίτλου της, Γκάτζο ντιλό, από τη γλώσσα των Ρομά.

Departures

2008, σε σκηνοθεσία Γιοτζίρο Τακίτα με τους: Μασαχίρο Μοτόκι, Τσουτόμου Γιαμαζάκι, Ριόκο Χιροσούε, Κιμίκο Γιο

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας νεαρός τσελίστας μένει άνεργος κι επιστρέφει μαζί με τη γυναίκα του στη γενέτειρά του, όπου (εν αγνοία της) πιάνει δουλειά σ’ ένα γραφείο περιποίησης των νεκρών πριν από την οριστική “αναχώρησή” τους.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία κατά μια έννοια αποτελεί έναν φόρο τιμής προς το νεκρό. Καθώς περιθάλπει με ιδιαίτερη ευλάβεια το μυστήριο, το οποίο και κινηματογραφεί και πλαισιώνει με παράλληλες συναισθηματικές εικόνες, οι οποίες ωστόσο λειτουργούν σε ένα βαθμό και αυτόνομα.
Η σκηνοθεσία αξιοποιεί την εθνική κινηματογραφική κουλτούρα (χαρακτηριστική η σκηνή με τον σκληρό τηλεφακό στο άγνωρο πρόσωπο του πατέρα), την οποία όμως δεν παραλείπει να παντρέψει με μοντέρνα στοιχεία. Ενώ τέλος, μελαγχολικές νότες γεμίζουν διάσπαρτα το χώρο.
Το αποτέλεσμα είναι μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη εμπειρία. Με αυτόν τον τρόπο ο Γιοτζίρο Τακίτα φιλοδοξεί να μεταποιήσει την επιφανειακή θλίψη της τελετουργίας σε κάτι ανώτερο. Παράλληλα, αποτελεί διακαή πόθο, τουλάχιστον σε διαλεκτικό επίπεδο, ένας στοχασμός γύρω από τη μεταφυσική υφή του θανάτου.
Από την άλλη, μια σπουδαία αρετή που παρατηρείται στο Departures, είναι ο εικονοκλαστικός τρόπος με τον οποίο μάχεται τις ανθρώπινες θυμοκρατικές εμμονές/προκαταλήψεις που επιβάλλονται υπό καθεστώς άγνοιας. Παρακολουθούμε τον Μασαχίρο Μοτόκι κυριευμένο από ένα αδάμαστο μίσος για τον πατέρα του.
Ένα ρητό λέει: “Αν ήξερες τις μισές από τις συμφορές των εχθρών σου, ταυτόχρονα θα καταλάγιαζε το μίσος σου”. Και αυτό που ενεργοποιεί την οργή του νεαρού ήρωα μας δεν είναι παρά η άγνοια για τη ζωή του πατέρα του. Σε αυτό το σημείο, ο Γιοτζίρο Τακίτα με έναν μαεστρικό τρόπο ποιεί μια αινιγματική ατμόσφαιρα. Και εμείς, σε συμπαθής μοναχικές φυσιογνωμίες (όπως ο άνθρωπος που αναλαμβάνει την απελευθέρωση ψυχής και σώματος) διακρίνουμε μια πιθανή πατρική σχέση. Γιατί ίσως μια συνειδητοποιημένη στάση ζωής, είναι αυτή που καταδικάζει το άτομο στο κοινωνικό περιθώριο. Με παρόμοιο τρόπο, η ταινία μάχεται και τις λοιπές ανθρώπινες προκαταλήψεις. Με αποκορύφωμα τα επιδερμικά στερεότυπα που κατακλύζουν την πλειοψηφία γύρω απ’ το επάγγελμα του “Αναχωρητή”.
Η ταινία μιλάει για το θάνατο, θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο και με το βλέμμα στραμμένο στο χρόνο, την απώλεια και την γήινη ύπαρξη, επιδιώκει μία νηφάλια προετοιμασία για το μεταθανάτιο κόσμο, αφού επέλθει αρχικά η πολυπόθητη διάγνωση της πολύτιμης σημασίας της ζωής. Σ’ αφήνει με την αίσθηση του “έρως και παντός είδους αγάπη ανίκατε μάχαν”.. Ένα φύσει απαισιόδοξο θέμα και μια ταινία που χωρίς να προσπαθεί καθόλου αναβλύζει αισιοδοξία και αγάπη. Και ένας δημιουργός που ξέρει να είναι γλυκός χωρίς να είναι γλυκανάλατος.

Εγώ Δε Φοβάμαι

2003, σε  σκηνοθεσία Γκαμπριέλε Σαλβατόρες, με τους: Τζιουζέπε Κριστιάνο, Ματία Ντι Πιέρο, Αϊτάνα Σάντσεζ Γκιχόν, Ντιέγκο Αμπανταντουόνο

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο εννιάχρονος Μικέλε, εκεί που παίζει στην ύπαιθρο της ιταλικής επαρχίας, ανακαλύπτει στον πάτο μιας καλά κρυμμένης τρύπας και δεμένο με αλυσίδες τον επίσης μικρό και κατατρομαγμένο Φιλίππο. Από ποιον; Και γιατί; Καταλαβαίνοντας ότι κάτι συμβαίνει με τους συγχωριανούς του και ίσως και με τους γονείς του, προσπαθεί να βοηθήσει τον Φιλίππο χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Γκαμπριέλε Σαλβατόρες σκηνοθετεί το Εγώ δε φοβάμαι, μια ταινία βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νικολό Αμανίτι, δώδεκα χρόνια μετά το βραβευμένο πρώτο του φιλμ Mediterraneo (με τη Βάνα Μπάρμπα).
Οι σεναριογράφοι Νικολό Αμανίτι και η Φρανσέσκα Μαρτσιάνο παρουσιάζουν την παιδική ηλικία σαν συνώνυμο της αθωότητας και αφέλειας και αποφεύγουν εύστοχα να δημιουργήσουν ένα ακόμα συνηθισμένο θρίλερ με ήρωες παιδιά (ή παιδιά ήρωες).
Βασικό πλεονέκτημα της ταινίας είναι ότι παρά τη νεαρή ηλικία των πρωταγωνιστών της αποφεύγει τους πολλούς συναισθηματισμούς και προσπαθεί να στηριχτεί στο σασπένς και την αγωνία κινούμενη προς την κατηγορία των ταινιών θρίλερ. Σε αυτό βοηθούν οι νεαροί πρωταγωνιστές και κυρίως ο Τζιουζέπε Κριστιάνο (Μικέλε), που χωρίς προηγούμενη κινηματογραφική εμπειρία τα καταφέρνουν μια χαρά αποδίδοντας ρεαλιστικά και χωρίς υπερβολές τους ρόλους τους.
Η υπέροχη φωτογραφία του Ιτάλο Πετριτσόνε συμβάλλει τα μέγιστα, ώστε να δημιουργηθεί η αντίθεση ανάμεσα στην ειδυλλιακή θερινή μεσογειακή εξοχή, όπου η ζωή κυλά σε ήρεμους ρυθμούς και τα πάντα λαμποκοπάνε κάτω από το δυνατό ήλιο, και την αήθη στάση των ντόπιων χωρικών, που δε διστάζουν να προκαλέσουν τόσο πόνο σε ένα μικρό παιδί και στην οικογένειά του, για να μειώσουν κάπως τη φτώχεια του Ιταλικού νότου. Λογαριάζουν όμως χωρίς το Μικέλε, που θα μεγαλώσει απότομα, μολονότι 9 ετών μόνο, για να ανατρέψει τα σχέδιά τους.
Η διαδικασία της ενηλικίωσης και οι στιγμές εκείνες που η παιδική αθωότητα δίνει τη θέση της στην παραδοχή της σκληρής και δυσάρεστης πραγματικότητας.

(Το Io Non Ho Paura συμμετείχε επίσημα στο φεστιβάλ του Βερολίνου 2003 και – με τις αδυναμίες του – αποτελεί ένα καλό σημάδι της πορείας προς την ωριμότητα της νέας γενιάς του Ιταλικού κινηματογράφου).

Το δωμάτιο του γιου μου

2001, σε σκηνοθεσία του Νάνι Μορέτι, με Νάνι Μορέτι, Λάουρα Μοράντε, Τζασμίν Τρίνκα, Τζιουζέπε Σανφελίτσε, Σίλβιο Ορλάντο 

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015
Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας ψυχαναλυτής, τυπικός μεσοαστός οικογενειάρχης, χάνει το γιο του σε ατύχημα, βουλιάζει κάτω από το βάρος αυτού του αναπάντεχου και αμετάκλητου γεγονότος, αλλά μετά από το πρώτο σοκ προσπαθεί να συνέλθει και να ξαναβρεί την επαφή με τους ασθενείς και την οικογένειά του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το συναισθηματικό γολγοθά μιας οικογένειας που επιτυγχάνει – ή αποτυγχάνει – να διαχειριστεί τον ξαφνικό θάνατο του έφηβου γιου και αδελφού, παρουσιάζει με ανθρωπιά και αυθεντική συγκίνηση ο Ιταλός σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι σε μια ταινία που δίκαια κατέκτησε το Χρυσό Φοίνικα το 2001, κερδίζοντας εξίσου την αγάπη του κοινού.
Ο Τζιοβάνι είναι ένας ψυχολόγος σε μια παραλιακή πόλη της Ιταλίας. Στην δουλειά του έρχεται αντιμέτωπος με κάθε λογής πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς του. Η προσωπική του ζωή, ωστόσο, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στο γραφείο του, διέπεται από ηρεμία.
Μέχρι τη στιγμή που ο γιος του πεθαίνει σε ατύχημα. Η ζωή όλων των μελών της οικογένειας, ξαφνικά αλλάζει… Αρχικά βουλιάζουν κάτω από το βάρος του αναπάντεχου και αμετάκλητου γεγονότος.
Σταδιακά, εξερχόμενοι από το σοκ, προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους και να έρθουν και πάλι σε επαφή με τους δεσμούς αγάπης που τους συνδέουν. Θα τα καταφέρουν;
Ταινία πένθους; Περισσότερο ταινία επιβίωσης και ανασυγκρότησης μιας οικογένειας σε αποσύνθεση.
Ταινία, επίσης, θυσίας. Ο ήρωας σταματά να ασκεί το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, όχι μόνο γιατί δεν μπορεί πλέον να βοηθήσει τους ασθενείς του, αλλά γιατί βλέπει την απόφασή του αυτή ως πράξη θυσίας, ως οφειλή προς τον γιο του ο οποίος χάθηκε εν ώρα δουλειάς, ως εσωτερική επιβεβαίωση ότι θα τον τιμά μέσα από αυτήν τη ριζική πράξη, που σημαίνει το τέλος της μέχρι τότε επαγγελματικής – και όχι μόνο – ζωής του.
Δίχως συναισθηματικές ευκολίες ο Νάνι Μορέτι συνθέτει με βιωματική πειστικότητα ένα ψυχόδραμα ουσίας και βάθους, περισσότερο για τη ζωή παρά για το θάνατο.

Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα

1972, σε σκηνοθεσία Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, με τους Τζούλιο Μπρότζι, Ρενάτο Σκάρπα, Ντανιέλε Ντουμπλίνο

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015
Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στα τέλη του περασμένου αιώνα, μια ομάδα αναρχικών καταλαμβάνει ένα ιταλικό χωριό και προσπαθεί να πείσει τους χωρικούς να κολλεκτιβοποιήσουν την παραγωγή. Αποτυγχάνουν όμως και συλλαμβάνονται. Ο αρχηγός τους, γόνος μεγαλογαιοκτημόνων, Τζούλιο Mανιέρι, καταδικάζεται σε θάνατο αλλά την τελευταία στιγμή η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια. Κλείνεται σε πλήρη απομόνωση για 10 χρόνια με στέρηση οποιασδήποτε επαφής με τον έξω κόσμο. Για να επιβιώσει χωρίς να τρελαθεί, θέτει στον εαυτό του διάφορα φανταστικά καθήκοντα που τηρεί με πειθαρχία. Συνομιλεί με τον εαυτό του και περιμένει την πραγματοποίηση των επαναστατικών του οραμάτων. Κατά τη μεταφορά του σε άλλη φυλακή, μετά τα 10 χρόνια, μιλά για πρώτη φορά με νεότερους πολιτικούς κρατουμένους. Η σύντομη συνομιλία τον πείθει για την ματαιότητα των πεποιθήσεών του. Κανείς δεν μιλά πλέον για κολλλεκτίβες, ένοπλες αποστολές και αγροτική επανάσταση, αλλά για προλεταριακή.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Βασισμένοι στο έργο του Τολστόι «Το θείο και το ανθρώπινο» και μια παιδική ανάμνησή τους, οι αδελφοί Ταβιάνι κάνουν μια αριστουργηματική πολιτική ταινία, με θέμα τον εγκλεισμό και την εσωτερική αντίσταση. Η γενική ιδέα της ταινίας γεννήθηκε από τη φυλακή: ένας φυλακισμένος, μέσα στο σκοτάδι, που τραγουδά για να πάρει κουράγιο. Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σ’ ένα παιδικό τραγούδι που έλεγε ο ήρωας όταν ήταν παιδί και τον τιμωρούσαν. Το τραγούδι είναι η πρώτη πράξη που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει την απελπισία του και να ξεφύγει νοερά από τον εγκλεισμό της φυλακής.
Πρόκειται για μια από τις πιο αρμονικές, ισορροπημένες, εσωτερικές και τολμηρές αφηγηματικά και υφολογικά ταινίες, όχι μόνον του έργου των αδελφών από την Τοσκάνη, αλλά και του ιταλικού σινεμά της δεκαετίας του ‘70. Σε αυτό βοηθούν σαφώς η φωτογραφία του Μάριο Μασίνι και η μουσική του Μπενεντέτο Γκίγκλια.
Το Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα, γυρισμένο το 1972, βγήκε στις αίθουσες μονάχα τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν το Αλοζανφάν καθιέρωσε διεθνώς τους Ταβιάνι. Ο ηθοποιός Τζούλιο Μπρότζι είναι εκπληκτικός, παίζοντας με μοναδικό συνομιλητή τον εαυτό του, σ’ ένα ρόλο ηθικά και σωματικά δύσκολο και επίπονο.
Μιλώντας για τον ήρωά τους, οι αδελφοί Ταβιάνι λένε:
«Η σύγκρουση του Τζούλιο με τους τέσσερις τοίχους της φυλακής απελευθερώνει μέσα του διανοητικές, φαντασιακές και φυσικές δυνάμεις. Όσο πιο ισχυρή είναι η καταπιεστική δύναμη αυτών των τοίχων, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η θέλησή του και η ικανότητά του να τους σπάσει. Όταν εγκαταλείπει τη φυλακή κι έρχεται σ’ επαφή με τη φύση και τους ανθρώπους, προσπαθεί πάλι να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούσε στη φυλακή. Τον κάνουν μόνο να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι ικανά να τον βοηθήσουν και πως πρέπει ν’ αρχίσει πάλι από την αρχή».
Χρονικό μιας ιδεαλιστικής επαναστατικής θεώρησης, η ταινία δεν αποτελεί κριτική των κινημάτων, αλλά ένα έργο βασισμένο στο κουράγιο που δίνει στον άνθρωπο η επαναστατική ιδέα. «Αυτό που έχει σημασία στο φιλμ σήμερα» λένε οι Ταβιάνι «είναι το ότι μας δίνει να καταλάβουμε ότι οι ομάδες με τις αυθόρμητες και αναρχικές τάσεις που ξεπήδησαν το ΄68 μπορούν να οργανωθούν μ’ επιστημονικό τρόπο. Μ’ αυτήν την έννοια το μήνυμα της ταινίας είναι επίκαιρο, έστω κι αν αναφέρεται σε μια παρελθοντική εποχή».
Στη χώρα μας, το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου «San Michele» (από το δίσκο «Ο ελάχιστος εαυτός» του 2010)  εμπνευσμένο από την ταινία, δίνει το λόγο σε πρώτο πρόσωπο στον ήρωα ώστε γεμάτος πικρία αλλά και αξιοπρέπεια να υποστηρίξει τις ευγενικές ιδέες των οποίων είναι φορέας και τις επιλογές του.

Ο ταχυδρόμος

IlPostino
Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

1994, σε σκηνοθεσία Μάικλ Ράντφορντ, με τους Φιλίπ Νουαρέ, Μαρία Γκράτσια Κουτσινότα, Μάσιμο Τροϊζι, Λίντα Μορέτι, Ρενάτο Σκάρπα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Σε ένα μικρό ψαροχώρι της Ιταλίας ο Μάριο, ένας νέος της εποχής ψάχνει να βρει την ταυτότητά του. Οι συνθήκες της εποχής είναι πολύ δύσκολες, αφού σε αυτή την μικρή γωνιά της ιταλικής υπαίθρου ο πολιτισμός δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνισή του. Ο Μάριο αν και γιος ψαρά, με την πενιχρή του μόρφωση πιάνει δουλειά στο ταχυδρομείο της περιοχής, με μοναδική αποστολή να μεταφέρει την προσωπική αλληλογραφία του εξόριστου Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Μέσα από τη σχέση του με τον ποιητή ο αγράμματος γιος του ψαρά μεταμορφώνεται σε έναν ώριμο άνθρωπο με δυνατή πολιτική σκέψη και προβληματισμό για τα ζητήματα του φτωχού του τόπου, που ταλανίζεται από τις “κούφιες” υποσχέσεις των μέχρι τότε πολίτικων. Ο ρόλος του μεγάλου ποιητή στη ζωή του Μάριο, γίνεται ακόμα σημαντικότερος, όταν ο ίδιος τον βοηθάει να κερδίσει την εκλεκτή της καρδιάς του Βεατρίκη.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία του Μάικλ Ράντφορντ βασίστηκε στο βιβλίο του Χιλιανού συγγραφέα Αντόνιο Σκάρμετα, “Ardiente Paciencia”.
Ταινία και βιβλίο αναφέρονται, με κάποιες παραλλαγές, σ’ ένα επεισόδιο της ζωής του Νερούδα, από την εποχή λίγο πριν κερδίσει τις εκλογές ο Αλλιέντε, και μέχρι το θάνατό του.  Με αφορμή αυτό το επεισόδιο (που κατά άλλους είναι μυθοπλασία αλλά ο Σκάρμετα αναφέρεται στον πρόλογο στα πρόσωπα του μυθιστορήματος, λέγοντας ότι τα γνώρισε προσωπικά) ο αναγνώστης έχει τη ευκαιρία να γνωρίσει τον ποιητή, την ποίηση του Νερούδα και τη σχέση του με τον έρωτα και τη ζωή.
Ο θεατής θα μπορούσε να θεωρήσει την ταινία, ως έναν ύμνο στον μεγάλο ποιητή Πάμπλο Νερούδα.
Αντίθετα διακρίνουμε μια διάθεση να εξυμνήσει την ποίηση που κρύβει ένας απλός άνθρωπος σε σύγκριση με αυτήν ενός επαγγελματία.
Σε μια εποχή που οι ανθρώπινες σχέσεις περνάνε έντονη κρίση, έρχεται μια ταινία σαν τον “Ταχυδρόμο” για να ξυπνήσει τα αισθήματα που προσπαθούμε να κλειδώσουμε μέσα μας.
Πέρα από τα παρθένα τοπία, τους φυσικούς ήχους, τη νοσταλγική μουσική, το ρεαλιστικό σενάριο, τις εξαιρετικές ερμηνείες και τα έντονα νοήματα, η ταινία μένει στο μυαλό σου για το ρίγος που καταφέρνει να σου δημιουργήσει λόγω της απλότητας με την οποία αγγίζει το θέμα.
Ο Μάριο, με αφορμή τη συνάντησή του με τον Νερούδα, καταφέρνει να εξωτερικεύσει όλα όσα καταπίεζε μέσα του και δεν του δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσει. Μέσα από αυτή τη καθοδηγητική σχέση του με τον ποιητή βγαίνει καλλιτεχνικά ευαισθητοποιημένος, πολιτικά συνειδητοποιημένος και, το βασικότερο, πνευματικά κατασταλαγμένος. Βιώνει την προσωπική του ολοκλήρωση.

(Ο πρωταγωνιστής Μάσιμο Τροΐζι είχε μυστικά αναβάλει μία εγχείρηση καρδιάς για να προχωρήσουν ομαλά τα γυρίσματα, με αποτέλεσμα να πεθάνει από έμφραγμα λίγο πριν την ολοκλήρωσή τους, σε ηλικία 41 ετών. Με τις υποψηφιότητές του για Όσκαρ (ως πρωταγωνιστής και ένας εκ των σεναριογράφων) είναι ένας από τους μόλις επτά που έχουν προταθεί για το βραβείο μετά θάνατον.)

Φτηνά Τσιγάρα

2000, στη σκηνοθεσία Ρένος Χαραλαμπίδης με τους: Ρένος Χαραλαμπίδης, Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, Κώστας Τσάκωνας, Άλκης Παναγιωτίδης, Μιχάλης Ιατρόπουλος Μάνος Βακούσης, Τάκης Σπυριδάκης

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015
Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια αυγουστιάτικη νύχτα στην Αθήνα, ένας σύγχρονος μποέμ φλερτάρει με μια κοπέλα που γνώρισε σε τηλεφωνικό θάλαμο. Ταυτόχρονα βλέπουμε σκηνές από την καθημερινή του ζωή κυρίως σ’ ένα σοφιστικέ cafe, στο διαμέρισμα ενός παλαβιάρη φίλου του ή σε μια υπόγεια διάβαση, τόπο ραντεβού με δύο μαφιόζους, που θυμίζουν περισσότερο φιγούρες μπουρλέσκ κωμωδίας.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια συμπαθέστατη ταινία από τον Ρένο Χαραλαμπίδη που σε αγγίζει κατευθείαν στην καρδιά και ένα υπέροχο σενάριο-γραμμένο απ’ τον ίδιο τον Χαραλαμπίδη- που δεν γίνεται να μην γελάσεις με τις ατάκες του ή με την ποιητική του ματιά πάνω στον έρωτα και τις ανησυχίες των-εν έτει 2000-30άρηδων.
Εντυπωσιακοί και οι κάπως πιο δεύτεροι ρόλοι. Ο Τσάκωνας, έδωσε μια απ’ τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του και αυτό οφείλεται κυρίως στην ατμοσφαιρική και ρεαλιστική προσέγγιση που κάνει ο σκηνοθέτης στους ήρωες. Ξεχωρίζει, ακόμα, ο Μιχάλης Ιατρόπουλος, ως εκκεντρικός μαφιόζος που ακόμα περιμένει καρτερικά την νεανική του αγάπη, την Βάσω.
Η ταινία οφείλει πολλά στην φωτογραφία του Ευγένιου Διοσυνόπουλου καθώς και στη  εξαιρετική μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου.
Ακροβατεί ανάμεσα σε σουρεαλισμό και ρομαντισμό με μπόλικες πινελιές ειρωνικού και φλεγματικού χιούμορ.
Παρουσιάζει την Αθήνα των ονείρων μας, την Αθήνα που θα μας επέτρεπε να περπατάμε ανάποδα την Ακαδημίας χέρι χέρι με τη γυναίκα της ζωής μας. Την Αθήνα που θα έκλεινε με βία τα μπουρδέλα, τα σκυλάδικα, τα κλαμπάκια και τις καφετέριες για να γεμίσει της ταράτσες της με θερινά σινεμά. Την Αθήνα που κάθε σουρεαλιστής αυτού του κόσμου θα τη θεωρούσε την προσωπική του πνευματική Μέκκα.
Αλλά το λέει κι ο ίδιος: «κωλοχώρα, δεν καταλαβαίνει τους καλλιτέχνες».

«Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου: στιγμές».

Και τελικά αυτό ακριβώς είναι τα Φτηνά Τσιγάρα: μια συλλογή από στιγμές. Στιγμές από  άδεια τραμ,  στιγμές από διάφανες σακούλες με νερό και χρυσόψαρα , στιγμές σε καρτοτηλέφωνα και σε ερημωμένους δρόμους, στιγμές που κρύβονται μέσα σε γόπες, στιγμές ζωής και έρωτα..