Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Der Baader Meinhof Komplex

2008, σε σκηνοθεσία Ούλι Έντελ, με τους Μαρτίνα Γκέντεκ, Μόριτζ Μπεμπτρό, Μπρούνο Γκαντζ

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013
Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Πρόκειται για την άνοδο και την πτώση της διαβόητης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF), μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, που έδρασε στην Γερμανία ως τις αρχές των 1970. Φονικές βομβιστικές επιθέσεις απειλούν την εύθραυστη γερμανική δημοκρατία, τη δεκαετία του ‘70 . Μια ομάδα ανταρτών, με αρχηγούς τον Αντρέας Μπάαντερ και την Ούλρικε Μάινχοφ, έχουν ξεκινήσει ένοπλη μυστική επανάσταση εναντίον ενός νέου είδους φασισμού που αναδύεται: του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που υποστηρίζεται από τις γερμανικές κυβερνήσεις. Με στόχο μια πιο ανθρώπινη και δίκαιη κοινωνία, η επαναστατική ομάδα γίνεται όλο και πιο απάνθρωπη, ενώ στο βάθος υπάρχει ένας άνθρωπος που την κατανοεί: ο επικεφαλής των γερμανικών αστυνομικών δυνάμεων.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι αντιδράσεις ήταν δεδομένες, κι ο αναβρασμός στο εσωτερικό της Γερμανίας υπήρξε μεγάλος. Άλλωστε, είναι δύσκολη η απόφαση να γυρίσεις σε ταινία το σχηματισμό, τη δράση και την πτώση της RAF, μιας οργάνωσης που έκανε την «ένοπλη πάλη» παντιέρα, χύνοντας αίμα άφθονο. Όπως και να έχει η απόφαση πάρθηκε από τους Γερμανούς παραγωγούς των ταινιών “Το πείραμα” και “Οι ζωές των άλλων”. Ο γερόλυκος Ούλι Έντελ, σκηνοθέτης των εμβληματικών ταινιών της δεκαετίας του 1980 “Κριστιάν Φ. – Πόρνη στα 13 για ναρκωτικά” και “Τελευταία έξοδος στο Μπρούκλιν”, ανέλαβε να γυρίσει μια βιογραφία δράσης, που να επικεντρώνεται στις σχέσεις των μελών της RAF και στον τρόπο όπου αυτή η «παρέα» έδρασε.
Το πολιτικό σχόλιο είναι ισχνό. Κι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων κάπως επιφανειακή, πάντοτε όσον αφορά την πολιτική τους σκέψη και απόφαση. Όλα βέβαια περιλαμβάνονται στη στάση ουδετερότητας των παραγωγών, οι οποίοι δεν ήθελαν ούτε να ηρωοποιήσουν τους τρομοκράτες, ούτε όμως να τους πολεμήσουν.
Βέβαια, η ουδέτερη στάση του Έντελ γεννάει ηθικά και ιδεολογικά ερωτήματα, με ποικίλες απαντήσεις. Κάνοντας ένα τρομοκρατικό έπος, 30 χρόνια μάλιστα μετά τα γεγονότα, πρέπει να έχεις έτοιμη και μια άποψη. Ο εγκέφαλος είναι λογικό ό,τι μετά από εκρήξεις βομβών, πυροβολισμούς και έντονη δράση, ηθική ελευθεριότητα κ.α., δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει, επακριβώς, το μήνυμα της τελευταίας στιγμής. Ειδικά ένας νέος, που βράζει το αίμα του για δράση, δεν θα καταλάβει, καν, ότι ειπώθηκε η ματαιότητα του ένοπλου επαναστατικού αγώνα. Δεν θα καταλάβει ότι ειπώθηκε η χρησιμοποίηση της τρομοκρατίας από τα εκάστοτε καθεστώτα. Μάλιστα, οι Αμερικανοί μπορεί να αντιληφτούν όλη την ταινία σαν «τιμωρία της τρομοκρατίας», χάνοντας την αληθινή εικόνα, που συνδέει τη σημερινή, ανεξέλικτη τρομοκρατία με άκρως ύποπτες, επί της κατεύθυνσης τους, πράξεις..

The Believer (Ο Πιστός)

2001, σε σκηνοθεσία Χένρυ Μπιν με τους: Ράιαν Γκόσλινγκ, Σαμάρ Φοίνιξ, Τερέζα Ράσελ, Γκλεν Φιτζέραλντ, Μπίλι Ζέιν

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013
Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Ντάνι, ένας νεο-ναζί με ευφράδεια λόγου, έρχεται σε επαφή με μια αμερικανική φασιστική οργάνωση, η οποία αναπτύσσει πρωτότυπες θεωρίες κατά των εβραίων. Ωστόσο, κανείς δεν φαντάζεται ότι ο Ντάνι είναι και ο ίδιος εβραίος, που έχει απαρνηθεί τη θρησκεία και τη φυλή του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας Εβραίος μαθητής προσπαθεί να ανακαλύψει το νόημα του Ιουδαϊσμού καθώς αμφιταλαντεύεται μεταξύ των πεποιθήσεων και της κληρονομιάς του. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Ντάνι, είναι εξαιρετικά πολύπλοκος: Γιατί απαρνείται τις εβραϊκές ρίζες του; Από πραγματικό μίσος η από πείσμα απέναντι στην αδιαλλαξία και τον φανατισμό των συμπατριωτών του, που δεν διαφέρουν σε πολλά από τους εξτρεμιστές και βίαιους φίλους του; Και γιατί δείχνει ένα υπέρ του δέοντος σεβασμό προς τους ¨εχθρούς¨ του. Τελικά μήπως είναι όλα ένας τρόπος να αντισταθμίσει το γεγονός ότι κανείς δεν του επέτρεψε να ανήκει κάπου, λόγω των διαφορετικών του απόψεων;
Με σκόπιμα υποβαθμισμένο το θέμα της βίας και τονισμένη κυρίως την πνευματική υπεροχή του Ντάνι απέναντι στα άλλα μέλη της ομάδας του (που δίνουν περισσότερο την εντύπωση παρασυρμένων, άβουλων ατόμων παρά πεπεισμένων ρατσιστών), το The believer καταπιάνεται περισσότερο με το πρόβλημα του αντισημιτισμού ως θεωρία που πασχίζει να παρουσιαστεί με λογικά επιχειρήματα υποστήριξης(ο Ντάνι ψάχνει ευκαιρίες να χτυπήσει λεκτικά το οποιοδήποτε κοινό) παρά με την τυφλή και ανεγκέφαλη βία του –μέσης ευφυΐας-οπαδού της.
Μια ερμηνεία έκπληξη από τον Ράιαν Γκόσλινγκ με επίσης ικανούς συμπρωταγωνιστές τους Μπίλι Ζέιν – Τερέζα Ράσελ με ¨διαβολικές¨ ερμηνείες στους ρόλους ηγετών ενός ακροδεξιού κινήματος με πολιτικές φιλοδοξίες που ελπίζει να χρησιμοποιήσει την πνευματική ανωτερότητα του Ντάνι για την προσέλκυση χρηματοδοτών. Η ταινία κέρδισε το βραβείο Δραματικής Ταινίας στο Φεστιβάλ του Sundance 2000.
Η ιστορία είναι συμπαγής (πρόκειται για πραγματικό γεγονός) και στα χέρια του Χένρυ Μπιν έχουμε ένα από τα πιο πλήρη και πολυδιάστατα κινηματογραφικά έργα για τη διαλεκτική σχέση ρατσισμού – αντιρατσισμού. Η ικανότητά του να αξονάρει τις θέσεις και τις απόψεις του πάνω στην προσωπική ιστορία ενός ατόμου είναι μοναδική, όσο και η τόλμη του να θίξει και το φαινόμενο του φανατικού σημιτισμού.
Πρόκειται σαφώς για μία ταινία αντιναζιστική χωρίς φανφάρες και πομπώδεις εκφράσεις, η οποία σπάει ταυτόχρονα και το καθαρό αντιναζιστικό της πλαίσιο, δημιουργώντας ερωτήματα για την πίστη σε ένα σκοπό, τη συνειδητότητα του είναι, την ανθρώπινη περιέργεια, τους οπαδούς, την αλήθεια..

Τα 400 Χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups)

1959, σε σκηνοθεσία Φρανσουά Τρυφώ με τους: ΖανΠιερ Λεό, Αλμπέρ Ρεμί, Κλερ Μοριέ, Γκάι Ντεκομπλέ, Πατρίκ Οφέι, Ντανιέλ Κοτιέ, Ζορζέτ Φλαμάτ, Φρανσουά Νοσέρ

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013
Δευτέρα
21 Οκτωβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η αδιαφορία των γονιών του και η αυταρχική συμπεριφορά του σχολείου σπρώχνουν τον 13χρονο Αντουάν, ο οποίος ονειρεύεται τη θάλασσα, σε ένα ταξίδι φυγής στους δρόμους του Παρισιού.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο πρωτότυπος τίτλος της ήταν “faire les quatre cents coups” που σημαίνει να ζεις άγρια και ασυμβίβαστα. Σημασία που αποδίδει πολύ καλύτερα το νόημα της ταινίας και της ιστορίας του έφηβου Αντουάν. Μια ταινία ύμνος στην εφηβεία, τα πάθη και την αθωότητα της που την συνοδεύουν, που στρέφεται ενάντια σε κάθε εξουσιαστικό μηχανισμό, χωρίς να καταλήγει στον εύκολο διδακτισμό και δίχως να κλείνεται σε κάποιο ιδεολογικό σχήμα.
Ο Τρυφώ εργαζόταν ακόμα ως κριτικός (έγραφε στο περιοδικό του Αντρέ Μπαζέν “Cahiers Du Cinema”) όταν απηύδησε με την κινηματογραφική παραγωγή της εποχής του, προτρέποντας το κοινό σε μια αποστροφή του λόγου του, να αρχίσει να σπάει τα καθίσματα όταν βλέπει μια άθλια ταινία. Τα “400 Χτυπήματα ” (η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα ταινίας μεγάλου μήκους) διαθέτουν ακριβώς αυτό το πνεύμα ανατροπής. Την ίδια στιγμή που “χτυπούν” την ηθική της εποχής, καταφέρνουν να δώσουν ένα ακόμη “χτύπημα” σ’ έναν κινηματογράφο που από χρόνια είχε χάσει την έμπνευση του.
Ούτε μελοδράματα, ούτε καταγγελίες, ούτε μηνύματα πέρα από την διάσταση μεταξύ της κοινωνικής νόρμας–νέκρας και της ελευθερίας. Ερασιτέχνες ηθοποιοί-άνθρωποι που μιλάνε κανονικά κι αισθάνονται… σαν άνθρωποι κι όχι σαν χαρακτήρες ταινιών, φυσικά ντεκόρ, σκηνοθετική αμεσότητα και αυτοσχεδιαστική διάθεση αφήνουν πίσω τους μια ακαδημαϊκή αφηγηματική αγκύλωση δεκαετιών. Παράλληλα με μια αφοπλιστική κινηματογραφική χειρονομία ενώνουν το σελιλόιντ με την καθαρή ποίηση και την πικρή “αλήθεια εκεί έξω” με την κινηματογραφική απόλαυση.
Ένα αριστούργημα με καρδιά μικρού παιδιού και μυαλό ενήλικα, τιμά την παράδοση του ιταλικού νεορεαλισμού και αποτυπώνει όση ελευθερία δεν είχε χωρέσει ποτέ ξανά στην ασημένια οθόνη. Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Καννών για μια από τις ταινίες που γέννησε τη νουβέλ βαγκ και επηρέασε ολόκληρο το μοντέρνο σινεμά.
Το μυστικό της τεράστιας απήχησης που βρήκε η ταινία;
Είναι η πρώτη που κοίταξε ένα παιδί στα μάτια, χωρίς να το λυπάται και να το ωραιοποιεί. Είναι αυτό που ο G. Bachelard ονομάζει ποιητική της ονειροπόλησης. Πράγματι, τα 400 χτυπήματα είναι ένα θαυμάσιο ποίημα που μας κάνει να αναγνωρίσουμε την παιδικότητα, το ζωντανό πυρήνα της ανθρώπινης ψυχής που είναι η κινητήριος δύναμη της επιθυμίας και της δημιουργίας.
Η αθέατη αυτή ιδιότητα είναι η γέφυρα που συνδέει τον άνθρωπο με την ελπίδα και το όνειρο. Σε μια κοινωνία που γεννά την καταπίεση, η μόνη διέξοδος είναι η ασυμβίβαστη εναντίωση σε κάθε μέσο πειθάρχησης..

The Royal Tenenbaums

2001, σε σκηνοθεσία Γουές Άντερσον με τους: Τζιν Χάκμαν, Αντζέλικα Χιούστον, Γκουίνεθ Πάλτροου, Όουεν Γουίλσον, Μπιλ Μάρεϊ, Ντάνι Γκλόβερ, Λουκ Γουίλσον

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα τρία παιδιά-θαύματα της οικογένειας Τένενμπαουμ και η εγκεφαλική μητέρα τους Εθελάιν, βυθισμένοι ο καθένας σε προσωπικές απογοητεύσεις ύστερα από την ξαφνική εγκατάλειψή τους από τον πατέρα (και σύζυγο) Ρόιαλ, επαναπροσδιορίζουν τις σχέσεις τους, όταν αυτός επιστρέφει και ζητά συγχώρεση.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Νοσταλγικό, απρόσμενα παλιομοδίτικο (με την καλή έννοια) οικογενειακό ψηφιδωτό, που ξετυλίγει τις ασυνήθιστες και προβληματικές ιστορίες των μελών της φαμίλιας Τένενμπαουμ με αφορμή ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας του ‘πάτερ φαμίλια’
Το σύμπαν του Άντερσον είναι εξωπραγματικό και απρόβλεπτο, και αυτό είναι που το κάνει τόσο ενδιαφέρον! Τα σημάδια της παρακμής στο παλιό “αρχοντικό”, οι άπειρες λεπτομέρειες στο δωμάτιο κάθε μέλους της οικογένειας που μας δίνουν στοιχεία για τον χαρακτήρα τους, οι φανταστικοί διάλογοι, όλα… Όπως όλοι οι Τένενμπαουμ, έτσι και το σπίτι είναι ακριβώς όπως είναι ένας χαρακτήρας, με τη δική του περίεργη προσωπικότητα, με μια ενδιαφέρουσα κατάταξη των δωματίων, θέσεων, περασμάτων.
Όπως και σε άλλες ταινίες του, ο Άντερσον φτιάχνει μια ιστορία πολύπλοκη και συνάμα απλή. Ένα κωμικό δράμα που στο επίκεντρο του είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, η ανάγκη για συγχώρεση, οι μικρότητες που μας κάνουν μερικές φορές να κολλάμε και πρέπει να ξεπεραστούν.
Τα standards της πολυδιαφημισμένης αμερικανικής οικογένειας ξεμπροστιάζονται και το τρίπτυχο (οικογένεια, μυαλό και λεφτά!!) έρχονται σε σύγκρουση μπροστά στον φακό του Γουές Άντερσον και νικητής βγαίνει η πικρία μέσα από τα χαλάσματα της σοβαρής (σοβαρότατης!) κωμωδίας.
Έτσι αν και κατηγοριοποιείται σαν κομεντί, κατά περιόδους φαίνεται σκοτεινότερη από δράμα και πλησιάζει την τραγωδία των ονείρων μας που δεν πραγματοποιήθηκαν. Όπως η Μαργκό λέει σε μια από τις τελευταίες σκηνές “είμαι σίγουρη ότι θα το ξεπεράσει”..
Στο τέλος η Οικογένεια Τένενμπαουμ παύει να υπάρχει ως θεσμός, γίνεται ένας πολύπλοκος οργανισμός, κάθε κομμάτι του οποίου είναι ξεχωριστό, σημαντικό και συνάμα απολύτως απαραίτητο και ταιριαστό στο σύνολο. Γιατί στην πραγματικότητα οι ήρωες του Γουές Άντερσον δε νοσταλγούν την ίδια την οικογένεια, αλλά όλα όσα έχασαν με την ενηλικίωση, όλα όσα δε χωρούν στον έξω κόσμο..

White Dog

1982, σε σκηνοθεσία Σάμιουελ Φούλλερ, με τους Κρίστυ ΜακΝίκολ, Πωλ Γουάινφιλντ, Κρίστα Λανγκ, Βέρνον Γουέντι, Τζέιμσον Πάρκερ, Καρλ Λιούις Μίλλερ

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013
Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Μία νεαρή ηθοποιός χτυπά με το αμάξι της ένα λευκό γερμανικό ποιμενικό. Φροντίζει  το σκυλί σπίτι της και σύντομα ανακαλύπτει πως είναι εκπαιδευμένο να επιτίθεται και να σκοτώνει αφροαμερικανούς. Πιστεύοντας πως αυτό μπορεί να αλλάξει, πηγαίνει το σκυλί σε δύο εκπαιδευτές.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η, για σχεδόν δύο δεκαετίες χαμένη, ταινία του Φούλλερ είναι μία μελέτη για τον ρατσισμό, την γέννηση και την δυνατότητα αντιμετώπισής του.
Μια από τις τελευταίες ταινίες που γύρισε. Πάντα αντισυμβατικός και ανεξάρτητος ξανακαταπιάνεται με το θέμα του ρατσισμού με μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά περιστατικά.
Ο σκύλος είναι “λευκός σκύλος” δηλαδή εκπαιδευμένος από άσπρους να  επιτίθεται και να σκοτώνει αφροαμερικανούς όπου και όποτε τους δει- μια παράδοση που κρατά απ’ την εποχή της δουλείας όπου κυνηγούσαν τους σκλάβους φυγάδες και συνεχίστηκε για τους δραπέτες φυλακών. Την αντίστροφη εκπαίδευση του αναλαμβάνει ένας εκπαιδευτής ζώων του Χόλυγουντ  που  θεωρεί αδύνατη την αντεκπαίδευση του και ένας νέγρος θηριοδαμαστής που το παίρνει προσωπικά ρισκάροντας τη ζωή του. Αν  δεν μετεκπαιδευτεί σε 5 εβδομάδες, θα τον σκοτώσουν…
Ο ρατσισμός ως ασθένεια, ως αποτέλεσμα κακής παιδείας, θεραπεύεται ή όχι? Ένας αξιαγάπητος σκύλος την μια στιγμή, μια φονική μηχανή την άλλη. Ο  Dr. Jekyll and Mr. Hyde (1931) σε killer animal movie.
Η επιδέξια σκηνοθεσία, το μοντάζ, η μουσική του Έννιο Μορρικόνε και οι ηθοποιοί καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα ιδιαίτερο σύμπαν μέσα στο οποίο καταλαβαίνουμε πόσο απρόβλεπτη και ταυτόχρονα μαγική είναι η φύση. Ο ρατσισμός μόνο μέσω της εκπαίδευσης μπορεί να εξαλειφθεί. Όχι με την εξόντωση. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να κάνει ένα ανθρωπιστικό, ηθικό σχόλιο μέσα από ένα εξαιρετικό θρίλερ. Κι ο λευκός Γερμανικός Ποιμενικός είναι πραγματικά αξέχαστος.

Once (Μία Φορά)

2006, σε  σκηνοθεσία Τζον Κάρνεϊ με τους: Γκλεν Χάνσαρντ, Μαρκέτα Ιργκλοβά, Μπιλ Χόντνετ

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013
Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Γκλεν Χάνσαρντ υποδύεται έναν τροβαδούρο που εργάζεται στο μαγαζί του πατέρα του επιδιορθώνοντας ηλεκτρικές σκούπες το πρωί, ενώ το βράδυ παίζει μουσική σε κάποιον δρόμο του Δουβλίνου. Παράλληλα συνθέτει δικά του κομμάτια. Ένα βράδυ γνωρίζει την Μαρκέτα Ιργκλοβά, ένα κορίτσι από την Τσεχία, το οποίο ήρθε στο Δουβλίνο για μια καλύτερη τύχη με την οικογένειά της. Μαζί, θα προσπαθήσουν να ξεπεράσουν τα προβλήματά του παρελθόντος και να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους μέσα από μια βδομάδα σύνθεσης, ηχογραφήσεων, μια βδομάδα μουσικής.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το έργο ξεκινά με μια σκηνή που σου μένει χαραγμένη. Τζάνκι με έναν μουσικό δρόμου,που δυο κουβέντες ανταλλάζουν και καταλαβαίνεις ότι το έργο είναι ιδιαίτερο και ρεαλιστικό..
Λιτό κι απέριττο, δείχνοντας περίτεχνα ερασιτεχνικό και γυρισμένο με ψηφιακή κάμερα, το «Once» διαθέτει χάρες που πολλές στομφώδεις παραγωγές ιδροκοπούν μάταια να έχουν. Η αυθεντικότητα είναι σαφώς η πρώτη, αφού οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών θαρρείς πως κουβαλούν καντάρια βιωμάτων, φυσιολογικά συνεπικουρούμενες από ένα λατρεμένο soundtrack που αποτελεί το δεύτερο σπουδαίο ατού της ταινίας. Ενώ όμως μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί και μουσικό φιλμ, η έμφαση στους ήχους δε φιμώνει χαρακτήρες και διαλόγους μέσα από ένα τυπικό σενάριο αλλά αντιθέτως τους αναδεικνύει απογειώνοντας το τελικό αποτέλεσμα.
Γυρισμένο στο Δουβλίνο, έχει λοιπόν ως πρωταγωνιστές τον Γκλεν Χάνσαρντ (της γνωστής Ιρλανδέζικης μπάντας The Frames) και την Μαρκέτα Ιργκλοβά να ερμηνεύουν δυο εκκολαπτόμενους μουσικούς στην προσπάθεια να γνωρίσουν την ζωή και ο ένας τον άλλον. Ενδιαφέρον σημείο αποτελεί το γεγονός ότι  οι πρωταγωνιστές της ταινίας υποδύονται τους εαυτούς τους (χωρίς να αναφέρονται ποτέ τα ονόματά τους).
Ο Χάνσαρντ και η Ιργκλοβά συνέθεσαν και ερμήνευσαν όλα τα τραγούδια του έργου (εκτός από ένα)  «αναγκάζοντας» έτσι τον Μπομπ Ντύλαν να τους καλέσει να ανοίξουν τις συναυλίες που πραγματοποίησε στα πλαίσια της διεθνούς περιοδείας του.
Εκπληκτική μουσική, εκπληκτικό συναίσθημα, απλό και ρεαλιστικό νόημα, ελπίδα, θλίψη, αλλαγές, ανάγκη για να αγαπάς τον άλλον, ανάγκη για να εκφράζεσαι, είναι σαν ένα μικρό μανιφέστο μουσικής-ζωής-δημιουργίας που σε προκαλεί να το απολαύσεις και να νιώσεις κομμάτι του..
Πόσο συχνά συναντάς το κατάλληλο πρόσωπο;

Ο πόλεμος των κουμπιών (La guerre des boutons)

1962, σε σκηνοθεσία Υβ Ρομπέρ, μια ιστορία του Λουί Περγκό, με τους Ζακ Ντουφιλιό, Υβέτ Ετιεβάν, Μισέλ Γκαλαμπρού, Μισέλ Μερίτζ, Πιερ Τραμπό, Πιερ Τσερνιά, Πωλ Κροσέ

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013
Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα παιδιά του Λονζεβέρν και του Βελράν, δύο γειτονικών χωριών της γαλλικής υπαίθρου κάνουν πόλεμο! Έχουν στρατό και αρχηγό δικό τους, φρουρούς και κατασκόπους. Έχουν τα δικά τους όπλα, όταν οι επιχειρήσεις τους κλιμακώνονται. Εσχάτη ταπείνωση για τους συλληφθέντες, το κόψιμο των κουμπιών! Οι ‘‘μεγάλοι’’ όχι μόνο δεν μπορούν να σταματήσουν τις εχθροπραξίες, αλλά συχνά συμμετέχουν κιόλας σ’ αυτές!

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Υβ Ρομπέρ γύρισε το 1962 τον Πόλεμο των κουμπιών, μια ταινία βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Λουί Περγκό. Αφορά την πιτσιρικαρία δύο κοντινών γαλλικών χωριών, τα οποία επιδίδονται στα γνωστά νταηλίκια της ηλικίας, φτάνοντας στο σημείο να «πολεμούν» με ξύλινα σπαθιά και σφεντόνες με όλους τους… τύπους και τους κανόνες. Τα λάφυρά τους είναι τα κουμπιά, οι ζώνες και οι τιράντες των αιχμαλώτων, αναγκάζοντάς τους έτσι να γυρίσουν στα σπίτια τους ακατάστατοι και μέσα σε μαύρα χάλια και εκεί να τους περιμένει ένα χέρι ξύλο από τους μεγάλους.
Θαυμάσια ταινία, μια μικρή αλληγορία για τους ανούσιους πολέμους των μεγάλων. Μια ταινία που δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ακριβώς παιδική· περισσότερο θα λέγαμε νοσταλγική, με τα παιδιά να παίζουν ως επαγγελματίες και η αθωότητά τους να σε κερδίζει από το πρώτο τους βλέμμα.
Απίστευτη και η ατάκα που κλείνει το έργο: «Σκέφτομαι πως όταν γεράσουμε, ίσως να γίνουμε και μεις τόσο ανόητοι όσο κι εκείνοι…».
Άραγε θυμόμαστε ότι και μεις περάσαμε έτσι όμορφα τα παιδικά μας χρόνια, με ξεγνοιασιά και παιχνίδι…;Τότε που τα παιδιά βρίσκονταν ελεύθερα έξω, τότε που είχαν απεριόριστη ελευθερία κινήσεων…
Ένας ύμνος στην παιδικότητα, στη δίψα των παιδιών για περιπέτεια και ελευθερία.
Άραγε θα έχουν την ευκαιρία να το πουν και οι μελλοντικές γενιές..;

Τα Όμορφα Χωριά Όμορφα Καίγονται (Lepa Sela Lepo Gore)

1996, σε σκηνοθεσία Σριντιάν Ντραγκόγεβιτς με τους: Ντράγκαν Μπιέλογκρλιτς, Νίκολα Κόγιο

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η φιλία ενός Σέρβου και ενός μουσουλμάνου δοκιμάζεται στον εμφύλιο πόλεμο της Βοσνίας, όταν και οι δύο συμμετέχουν σε επιχειρήσεις γενοκτονίας.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία είναι γέννημα της εποχής της, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Γυρισμένη στο τέλος του εμφυλίου πολέμου στη Βοσνία (1996), αφηγείται μέσα από τα μάτια δύο αδερφικών φίλων (Μίλαν -Βόσνιος, χριστιανός- και Χαλίλ -Βόσνιος, μουσουλμάνος), που μεγάλωσαν μαζί στον “υπαρκτό” του Τίτο και της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, την μετεξέλιξη τους σε στρατευμένους νέους στην υπόθεση της “εθνικής και θρησκευτικής” ολοκλήρωσης με το όπλο στο χέρι. Μιας υπόθεσης που χαρακτηρίζεται σαν τον δράκο στο βάθος του τούνελ.
Ο πόλεμος μεταξύ Ορθόδοξων και Μουσουλμάνων στα εδάφη που αυτοί ζούσαν μέχρι πριν λίγο όλοι μαζί. Η άτσαλη επέλαση του καπιταλισμού. Οι μνήμες της προηγούμενης ζωής. Οι ελπίδες που κατέρρευσαν υπό όλα τα καθεστώτα. Το κατευθυνόμενο μίσος. Οι φυτεμένοι για τα καλά εθνικιστικοί σπόροι στα κεφάλια των ανθρώπων. Το παράλογο του πολέμου. Όλα αυτά μέσα από τη πορεία ενός Σέρβου που φτάνει να μισεί παθητικά τους ”Τούρκους” όπως λένε τους Βόσνιους.
Με μπόλικο σαρκαστικό δηλητήριο, ειρωνεία και μερικές από τις πιο δυνατές εικόνες κατάφερε να μας κάνει να παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα χωρίς άκυρους διδακτισμούς  και χωρίς να παίρνει το μέρος κανενός. Ακολουθώντας τον  Κουστουρίτσα αλλά μάλλον περισσότερο την ”Σλάβικη νοοτροπία” ο Ντραγκόγεβιτς καταφέρνει και καταπιάνεται με ένα τόσο σοβαρό θέμα αλλά σε κάνει τη μία να γελάς και την άλλη να ξεροκαταπίνεις χωρίς να το φαρσοποιεί ούτε μια στιγμή.
Στη πλούσια από αλληγορικές σκηνές ταινία, ο σκηνοθέτης δεν χαρίζει κάστανα. Με διεισδυτική και κυρίως δίκαιη ματιά, γεμίζει αίμα τα χέρια των υπευθύνων, από τα κομματικά στελέχη ως και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οραματίζεται μια κοινωνία των εθνών, με τα χαρακτηριστικά της παιδικής αθωότητας.
Τι μπορεί να επιφέρει ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αδέλφια, φίλους αχώριστους;
Ο Μίλαν, πρωταγωνιστής της ταινίας, σχολιάζοντας το γνωστό ρητό πως ο πόλεμος βγάζει το καλύτερο και το χειρότερο στους ανθρώπους, αναρωτιέται: ποιο είναι άραγε το καλύτερο;

Λίβανος (Lebanon)

2009, σε σκηνοθεσία Σάμιουελ Μάοζ με τους: Ρέιμοντ Αμσάλεμ, Μάικλ Μοσόνοφ, Γιόαβ Ντονάτ, Οσρί Κοέν

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013
Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ιούνιος 1982. Ένα τανκ και μια διμοιρία Ισραηλινών στρατιωτών προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους και να διαφύγουν από μια βομβαρδισμένη πόλη του νότιου Λιβάνου.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια από τις καλύτερες αντιπολεμικές ταινίες-αν όχι όλων των εποχών τότε σίγουρα της δεκαετίας που μας πέρασε. Πραγματεύεται τον πόλεμο στον Λίβανο τον Ιούνιο του 1982. Έγινε εισβολή των Ισραηλινών στο νότιο τμήμα της χώρας με σκοπό την εξόντωση των Παλαιστινίων. Οι Ισραηλινές δυνάμεις αποχώρησαν από τον Λίβανο ύστερα από 18 ολόκληρα χρόνια, το 2000!
Ο Μάοζ μας δείχνει τη πραγματικότητα του πολέμου, ότι ένας πόλεμος δε μπορεί να είναι νόμιμος όσες συμφωνίες και να γίνουν ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές και τους διεθνείς οργανισμούς. Ότι στο πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές, μόνο νεκροί και χαμένοι.
Δημιουργεί μια έντονα κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και αυτό το επιτυγχάνει πλήρως αφού το 98% των σκηνών διαδραματίζονται μέσα σε ένα τανκς. Η εικόνα του πολέμου έξω από το τεθωρακισμένο παρουσιάζεται μέσα από τη διόπτρα του πυροβολητή, η ματιά του οποίου είναι στην πραγματικότητα αυτή τού Σ. Μάοζ, αφού υπήρξε ο ίδιος πυροβολητής στον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου. Έζησε τραυματικές εμπειρίες και χρειάστηκαν 25 χρόνια να ξεπεράσει το σοκ και να γράψει το σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.. Υπόδειγμα κινηματογράφησης σε όλα τα επίπεδα. Η κλειστοφοβική οπτική που επιλέγει καταφέρνει να μας δείξει ακριβώς αυτές τις πτυχές, χωρίς ουσιαστικά να δούμε “πόλεμο” ή τουλάχιστον τον πόλεμο που μάθαμε να βλέπουμε στις δυτικές ταινίες.
Ίσως το πιο εντυπωσιακό αλλά και πιο τρομακτικό στοιχείο του «Λιβάνου» να είναι ο ήχος, όπου ο Μάοζ δούλεψε με τρομερή σχολαστικότητα. Δε χρησιμοποιεί καθόλου μουσική αλλά αρκείται στους εκκωφαντικούς μηχανικούς ήχους του τανκ. Η παραμικρή κίνηση της κάμερας συμπληρώνεται από τον ήχο του κανονιού εμπλουτίζοντας τον ρεαλισμό. Ανάβει η μηχανή, τρομάζεις. Γυρίζουν οι ρόδες, τρομάζεις. Ανοίγει η πόρτα, τρομάζεις. Ο ήχος είναι στην κυριολεξία ένας από τους ήρωες της ταινίας και πρωταγωνιστεί στη διαρκώς κλιμακούμενη ένταση!
Στιγμές τρομακτικής ψυχολογικής έντασης που σου κόβουν την ανάσα, και κυρίως για πρώτη φορά δε βλέπουμε το τρομακτικό τανκ που σαρώνει με τις οβίδες του αλλά αυτούς που βρίσκονται μέσα σ`αυτό.
Ο βετεράνος-σκηνοθέτης καταλήγει γενικά στο συμπέρασμα ότι ευθύνες για τους πολέμους δεν φέρει ο λαός κάποιας χώρας αλλά συνήθως οι πολιτικοί της αρχηγοί με σκοπό τις πολυπόθητες πολιτικές σκοπιμότητες. Και αυτό είναι που σε αγγίζει στην ψυχή, η τραγικότητα αυτών των ηρώων που υπακούουν σα μαριονέτες στον παραλογισμό των ανωτέρω εντολών.

Amores perros

2000 σε σκηνοθεσία  Alejandro Gonzalez Inarritu με τους : Emilio Echevarria, Gael Garcia Bernal, Goya Toledo

Η ΙΣΤΟΡΙΑamores_perros_ver3

Ο Οκτάβιο είναι ένας άνεργος έφηβος που επιδίδεται σε κυνομαχίες προκειμένου να κερδίσει χρήματα και να το σκάσει με τη γυναίκα του αδελφού του. Μαζί με τον Κόφι, τον σκύλο του, καταφέρνουν να μαζέψουν αρκετά λεφτά. Το γεγονός αυτό, όμως, εξαγριώνει αρκετά άτομα και ύστερα από έναν αποτυχημένο αγώνα αρχίζουν μανιωδώς να τον κυνηγούν. Ο Οκτάβιο προσπαθώντας να ξεφύγει με το αμάξι του περνά ένα φανάρι με κόκκινο και προκαλεί ένα ατύχημα. Το άλλο θύμα του τρακαρίσματος και πρωταγωνίστρια της δεύτερης ιστορίας είναι η Βαλέρια, η οποία τραυματίζεται σοβαρά και αναγκάζεται να σταματήσει την καριέρα της ως μοντέλο. Έχει έναν νέο αγαπητικό να την προσέχει, αλλά η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Ενας αυτόπτης μάρτυς του δυστυχήματος είναι ο κεντρικός ήρωας της τρίτης ιστορίας. Ο Ελ Τσίρο είναι ένας άστεγος ζωόφιλος, ο οποίος έχει σαν «χόμπι» τη δολοφονία επί πληρωμή, ένα σκοτεινό παρελθόν και μια ξεχασμένη κόρη που θα προσπαθήσει να βρει…

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

«Amores Perros» σημαίνει Αγάπες Σκύλες ή Σκυλίσιες Αγάπες. Η ταινία αφηγείται τρεις ιστορίες ανθρώπων εντελώς διαφορετικών που όμως έχουν δύο κοινά, τρόπον τινά, στοιχεία, τα σκυλιά (που φυσικά παίζουν ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας) και την αγάπη που βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, χωρίς κατ’ ανάγκη να κυριαρχεί ως συναίσθημα. Άλλοτε μοιάζει να προσπαθεί να αναδυθεί σε έναν κόσμο όπου φαντάζει χαμένη, άλλοτε είναι ψεύτικη, άλλοτε κάνει και το θεατή να παραδεχτεί ότι «είναι μια σκύλα»… Πάντα, έμμεσα ή άμεσα, καθορίζει τις πράξεις των ηρώων, αλλά ποτέ δεν φέρνει την ευτυχία, αν και το καταπληκτικό τέλος κλείνει το μάτι στο θεατή με συγκινητική αισιοδοξία…
Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, και πρώτη της τριλογίας του «θανάτου» που περιλαμβάνει το «21 Γραμμάρια» και ολοκληρώθηκε με την «Βαβέλ», ο σκηνοθέτης διαπλέκει τρεις τραγικές ιστορίες που έχουν ως σημείο σύνδεσης τους ένα δυστύχημα. Η ντοκιμαντερίστικη διάθεση του Ιναρίτου και τα βιντεοκλιπίστικα γρήγορα πλάνα αποτελούν πρόκληση για τον αμφιβληστροειδή του υποψιασμένου θεατή. Βραβείο καλύτερης ταινίας στην Εβδομάδα Κριτικής του φεστιβάλ Καννών 2000 και υποψήφια για Οσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας.