Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Τρέξε Λόλα Τρέξε (Lola Rennt)

1998, σε σκηνοθεσία Τομ Τίκβερ με τους: Φράνκα Ποτέντε, Μόριτζ Μπλαϊμπτράου, Χέρμπερτ Κνοπ, Νίνα Πέτρι

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013
Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1990, ο νεαρός Μάνι χάνει στο τρένο τα 100.000 μάρκα που πρέπει να επιστρέψει στο λαθρέμπορο Ρόνι. Απελπισμένος παίρνει τηλέφωνο την φίλη του Λόλα, η οποία θα κάνει τα πάντα για να τον βοηθήσει. Ακολουθεί το ανελέητο κυνηγητό διάρκειας 20 λεπτών για την ανεύρεση των χρημάτων – σε τρείς διαφορετικές εκδοχές.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένεση αδρεναλίνης από μια ολότελα σπινταριστή και ταυτόχρονα ευρηματική σκηνοθετικά ταινία, που αποτελεί την μεγάλη έκπληξη του γερμανικού σινεμά.
Είμαστε στο 1998,όταν ξεσπά το νέο μοντέρνο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό κίνημα, που θέλει ταινίες πρωτότυπες, επηρεασμένες από την ποπ κουλτούρα του ’60 (για να γίνει η ταινία πιο προσιτή στο ευρύ κοινό).
Εξού και μια μοντέρνα αντίληψη για την αφήγηση, που η καταγωγή της είναι τα Video games. Η συνεχής επανάληψη- αφήγηση μιας ιστορίας μέχρι να συμβεί το επιθυμητό αποτέλεσμα για τον παίκτη- θεατή υπάρχει μόνο στα Video games ..όπου ο παίκτης παίζει και ξαναπαίζει το ίδιο σενάριο μέχρι να κερδίσει. Όμως αυτή η συνεχής επανάληψη έχει ένα και μοναδικό σκοπό: πρέπει να επιτευχθεί το αίσιο τέλος της ιστορίας, δηλαδή το “Ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα” ενός παραμυθιού.
Οι ταινίες του Τίκβερ χαρακτηρίζονται γενικά από ένα στυλιζάρισμα και από την έντονη παρουσία της μουσικής, η οποία δίνει τον ρυθμό στις εικόνες. Το Τρέξε Λόλα Τρέξε χαρακτηρίζεται από πολλούς “βίντεο κλιπ”, λόγω του έντονου ρυθμού, της ταχύτητας της εικόνας και της συνεχούς μουσικής υπόκρουσης. Ο σκηνοθέτης-που έχει συνθέσει μέρος του soundtrack-ευφυέστατα, επιλέγει τον νευρώδη ρυθμό της techno για να συνοδέψει το τρέξιμο της Λόλα.
Ωστόσο πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει κάτι άλλο: μια παράδοξη, για το σύγχρονο σινεμά, μεταφυσική των σχέσεων διαποτίζει τις εικόνες. Εδώ η μοίρα, η σύμπτωση, το τυχαίο (ή το ατύχημα) και η νομοτέλεια, καθορίζει την κίνηση της αφήγησης. Δεν υπάρχει ορθολογισμός στην δραματική πλοκή: τα πάντα συμβαίνουν όπως σ’ ένα παραμύθι και ο ρομαντισμός δίνει τον τόνο.
Ένα δαιδαλώδες σχήμα ανθρωπίνων σχέσεων που εναλλάσσονται και αλληλοεπηρεάζονται συνεχώς. Ο χρόνος, η επιλογή και η τύχη-και η εφαρμογή αυτών στη ζωή μας. Τυχαία μικρά περιστατικά που μπορούν να αλλάξουν τα πάντα. Το αιώνια αναπάντητο “Τι θα συνέβαινε εάν; ”
Ένα μικρό χάος..

Free Rainer (Τα Μυαλά μας Πίσω)

2007, σε σκηνοθεσία Χανς Βάινγκαρτνερ με τους: Μόριτζ Μπλάιμπτροϊ, Έλσα Σουλτζ Γκάμπαρντ, Μίλαν Πέσελ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Ο Rainer είναι ο εμπνευστής και δημιουργός άθλιων τηλεοπτικών σόου τα οποία όμως χαίρουν μεγάλης επιτυχίας στο τηλεοπτικό κοινό. Αηδιασμένος και ο ίδιος από τα τηλεοπτικά σκουπίδια που παράγει, θα έρθει η στιγμή που θα απαρνηθεί την επαγγελματική επιτυχία που του προσφέρουν και θα προκαλέσει τηλεοπτική επανάσταση.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Στα άδυτα της τηλεοπτικής αλλοφροσύνης μας μεταφέρει το φιλμ του Χανς Βάινγκαρτνερ. Ο σκηνοθέτης εκθέτει ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αυτοεπίγνωσης του ήρωά του, Rainer, ενός τηλεοπτικού παραγωγού που έχει αγγίξει με τη δουλειά του τα όρια της μέγιστης επιτυχίας και ταυτόχρονα βαρβάτου ευτελισμού του μέσου και της ανθρώπινης φύσης. Ο Rainer λοιπόν σε μια κρίση επίγνωσης δοκιμάζει συναισθήματα απόλυτης απογοήτευσης για την ουσία της δουλειάς του, που δεν είναι τίποτα περισσότερα από καλογυαλισμένα σκουπίδια που ικανοποιούν τα πιο ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα και αποφασίζει να ξεκινήσει ο ίδιος μια επανάσταση που θα φέρει τα πάνω κάτω στην τηλεοπτική πραγματικότητα. Απέναντί του όμως θα βρεθούν οι δυνάμεις της τηλεοπτικής αγοράς που συνθλίβουν στο πέρασμά τους κάθε προσπάθεια στοιχειοθέτησης μιας ιδεολογίας πέρα αυτής που θεοποιεί την κατανάλωση και τα κέρδη. Όμορφα πρόσωπα, πολύ καλή κλιμάκωση ρυθμού και δυναμική σκηνοθεσία σε μια ταινία για τις αλήθειες και κυρίως τα ψέματα της τηλεοπτικής πραγματικότητας που όλοι μας λίγο ως πολύ στηρίζουμε με τις επιδερμικές μας επιλογές.
Σε μια Γερμανία που αποτελεί το κυριότερο παράδειγμα μιας φιλελεύθερης καπιταλιστικής κοινωνίας, βλέπουμε την οργή για τον υπνωτισμό των πολιτών με χαμηλού επιπέδου τηλεοπτικά προγράμματα ,την καθοδήγηση τους μέσα από τα προϊόντα της και την προσπάθεια ανατροπής αυτής της κατάστασης. Το ερώτημα βέβαια παραμένει..το κοινό υπνωτίζεται από τα τηλεοπτικά προγράμματα που του προσφέρουν ή τα τηλεοπτικά προγράμματα αυτού του είδους είναι αυτά που ζητάει το ίδιο το κοινό;

Η ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
Η νέα φτώχεια είναι αυτή που προωθείται από τα ΜΜΕ. Υπάρχουν σπουδαία ντοκιμαντέρ και πολιτικά ρεπορτάζ, αλλά σταδιακά εξαφανίζονται. Ακόμη και τα κρατικά κανάλια δεν υπηρετούν τον σκοπό τους. Κυνηγάνε τα ποσοστά τηλεθέασης ακριβώς όπως και τα ιδιωτικά κανάλια, δίχως να έχουν λόγους να κάνουν κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα να προβάλουν σαπουνόπερες στις καλύτερες ώρες και τις γερμανικές κινηματογραφικές ταινίες σε ώρες που το κοινό κοιμάται.

Ας κάνουμε τις αναγωγές μας λοιπόν και στη δική μας πραγματικότητα κι ας διεκδικήσουμε τελικά την τηλεόραση που θέλουμε.

V for Vendetta

2005, σε σκηνοθεσία Τζέιμς ΜακΤιγκ με τους: Νάταλι Πόρτμαν, Χιούγκο Γουίβινγκ, Στίβεν Ρία, Στίβεν Φράι, Τζον Χαρτ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013
Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Στο εγγύς μέλλον του 2020 η φασιστική κυβέρνηση του Άνταμ Σάτλερ στερεί θεμελιώδη δικαιώματα από το βρετανικό λαό. Μ.Μ.Ε. που λειτουργούν ως φερέφωνα, απαγόρευση κυκλοφορίας,αστυνομοκρατούμενο κράτος και προπαγάνδα είναι μερικές μόνο από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται. Οι πολίτες τελούν εν υπνώσει υπακούοντας τυφλά σε ό,τι τους ζητούν με πρόσχημα την προστασία τους από την αναρχία, τη τρομοκρατία και το χάος. Ένας όμως μυστηριώδης άνδρας που αυτοαποκαλείται ‘V’ κυκλοφορεί στο σκοτάδι φορώντας μία μάσκα με το πρόσωπο του Γκάι Φωκς και έχει σκοπό να ανατρέψει τη κατάσταση επιχειρώντας να επαναλάβει το εγχείρημα του εμπνευστή του. Για να πετύχει το σκοπό του πρέπει πρώτα να προσπαθήσει να κερδίσει τη προσοχή και την υποστήριξη του λαού χωρίς να πέσει στα χέρια της κυβέρνησης. Σε αυτή του τη προσπάθεια θα βρει έναν ανέλπιστο σύμμαχο, μια νεαρή κοπέλα με το όνομα Ίβι.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

‘Remember remember the fifth of November, the Gunpowder, treason and plot.
I see of no reason why the gunpowder treason should ever be forgot’.
(Τη νύχτα εκείνη του 1605 ο Γκάι Φωκς επιχείρησε να ανατινάξει το Κοινοβούλιο της Βρετανίας ως αντίδραση στη τυραννική βασιλεία του Ιακώβου του Ι. Η Συνωμοσία της Πυρίτιδας όπως ονομάστηκε το εγχείρημα αυτό έληξε άδοξα όταν ο Φωκς και οι συνεργάτες του συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.)
Βασισμένο στο ομώνυμο κόμικ, των Άλαν Μουρ και Ντέιβιντ Λόιντ. το «V for Vendetta» καταφέρνει να κερδίσει τη προσοχή του θεατή από τα πρώτα ακόμα λόγια της Ίβι.
Η ταινία με δυσκολία μπορεί να ενταχθεί μονοσήμαντα σε ένα κινηματογραφικό είδος. Καταρχάς χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους έκφρασης ανάλογα με τις περιστάσεις. Εκφράζεται θεατρικά, λυρικά, αλληγορικά μέσα από μία γλώσσα άλλοτε ωμή-απόλυτη και άλλοτε εκλεπτυσμένη. Οι θεατές γίνονται μάρτυρες μίας πληθώρας οπτικών ερεθισμάτων καθώς και εύστοχων σύγχρονων πνευματικών αναζητήσεων. Οι ομοιότητες των δρώμενων με το σύγχρονο κοινωνικό status-quo είναι σε αρκετά σημεία ανατριχιαστικές. Ο φασισμός, η χειραγώγηση των μαζών, η προπαγάνδα, η ανελευθερία με πρόσχημα την ασφάλεια δεν αποτελούν άγνωστες έννοιες για το σύγχρονο άνθρωπο αν και σπανίζουν αντίστοιχες αναφορές στον αμερικανικό κινηματογράφο.
Ένας οργισμένος μασκοφόρος που μισεί η εξουσία και ο μέσος άνθρωπος έχει μάθει να φοβάται και δρα περισσότερο σαν καταλύτης εξελίξεων παρά σαν κύριος κορμός της διήγησης. Η Ίβι, ένας κλασσικός τύπος αντι-ήρωα που εν δυνάμει συμβολίζει το καθένα από εμάς. Ένας υστερικός μηχανισμός ελέγχου προεξάρχοντος του Σάτλερ, που παρουσιάζει σατανική ομοιότητα με το ναζιστικό καθεστώς…Φιγούρες που θυμίζουν κάτι απ το σήμερα και συνιστούν την επιτυχία της ταινίας.
Σε αυτό συμβάλλουν η σημαντικά συνεπής σεναριακή ροή, η άψογη φωτογραφία, η δυναμική μουσική, οι ενδιαφέροντες συμβολισμοί που μας ‘κλείνουν το μάτι’ αλλά και οι ερμηνείες που κάνουν αίσθηση.
Φοβερή παραγωγή των Λάρι και Άντι Γουατσόφσκι.

2046

2004, σε σκηνοθεσία Γουόνγκ Καρ-Βάι με τους: Τόνι Λενγκ, Ζανγκ Ζιγί, Γκονγκ Λι, Φέι Γουόνγκ

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας συγγραφέας στο Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη των σίξτις γράφει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που διεξάγεται το 2046, ενώ παράλληλα διάγει τη ζωή ενός δανδή, προσέχοντας να μη συνδεθεί συναισθηματικά με τις εκάστοτε κατακτήσεις του, συνήθως γειτόνισσες των ξενοδοχείων όπου μένει και κατά προτίμησιν ενοίκους του δωματίου 2046.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Είναι άραγε εφικτό να ξεχάσει κάποιος τις αναμνήσεις του χωρίς να μεσολαβήσει κάποια φυσική αιτία; Nα τις θάψει τόσο βαθιά που η ανάκτησή τους να απαιτεί απίστευτες προσπάθειες ακόμα και τη μεταβίβασή του στο μέλλον προκειμένου να τις ξαναβρεί, και γιατί θα έπρεπε να προχωρήσει τόσο μπροστά για να βρει κάτι που αφορά στο παρελθόν του; Υπάρχει κάποια λογική διεργασία που υπαγορεύει οποιαδήποτε κίνηση εμπρός για να βρεθείς αντιμέτωπος με τα δεσμά του παρελθόντος σου; Κι αν όντως είναι δεσμά γιατί να θελήσεις να τα αιχμαλωτίσεις στη μνήμη σου; Μοιάζει με μάταιο αγώνα ενάντια σε κάτι που προφανώς είναι εξαιρετικής σημασίας για την ύπαρξή μας και τόσο έντονα συνυφασμένο με αυτό που αναμένουμε ώστε ο ίδιος πόνος που προκαλείται από τις αναμνήσεις μετασχηματίζεται σε λαχτάρα αναζήτησής τους όταν κάπου κρυφτούν.
Το 2046, γυρισμένο σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα σε εσωτερικούς χώρους που βοηθούν στην ευκρινή αποτύπωση της συναισθηματικής παγίδευσης των ηρώων του μέσα στον περιοριστικό τους κόσμο που γίνεται σύμβολο της εσωτερικής καταναγκαστικής τους απομόνωσης, μοιάζει άλλοτε με τους σύντομους μονολόγους του δημοσιογράφου-συγγραφέα που σχολιάζει επιλεγμένα κομμάτια της ζωής του και άλλοτε με τη σιωπηλή ομορφιά ενός ζωγραφικού πίνακα ή την περίπλοκη ανακολουθία φωτογραφιών από διάφορα περιστατικά της ζωής κάποιου.
Ο Γουόνγκ Καρ-Βάι μας απομακρύνει από το κέντρο των χαρακτήρων του αποδιοργανώνοντας τα όποια συμπεράσματά μας γι’αυτούς. Πλάθει πολύ ανθρώπινες και ταυτόχρονα απρόσιτες φιγούρες που κρύβουν καλά το περιεχόμενό τους. Οι ήρωές του είναι πολύ εύθραυστοι, πολύ εγωιστές ή αρκετά συνειδητοποιημένοι για να καταλάβουν πως είναι πια αργά γι’αυτούς ώστε να παραδοθούν στη αλλαγή.
Μια ταινία για τις αγάπες που έφυγαν ή για εκείνες που δεν ήταν γραπτό να ευδοκιμήσουν. Μια ταινία χαμένης μνήμης και αναπόλησης.
Μια ιστορία με έρωτα χωρίς ίχνος χυδαιότητας, μια ιστορία με δάκρυα χωρίς ίχνος κλισέ δραματουργίας. Μια ιστορία που ανατρέπει τα κοινά και τετριμμένα και τα μετουσιώνει σε αγνά και απλά συναισθήματα.
Ακαταμάχητης γοητείας η μουσική της ταινίας.

Ο μεγάλος Λεμπόφσκι (The Big Lebowski)

1998, σε σκηνοθεσία Τζόελ και Ήθαν Κοέν με τους: Τζεφ Μπρίτζες, Τζον Γκούντμαν, Τζουλιάν Μουρ, Στιβ Μπουσέμι, Τζον Τορτούρο, Μπεν Γκαζάρα, Σαμ Έλιοτ, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Τζέφρι Λεμπόφσκι είναι αργόσχολος που ζει νωχελικά καπνίζοντας χόρτο, πίνοντας κοκτέιλ και παίζοντας μπόουλινγκ με τους φίλους του, τον ήρεμο και καλό Ντόνυ και τον πρώην στρατιώτη -του οποίου ζωή σημάδεψε το Βιετνάμ- Γουόλτερ. Η ζωή του Λεμπόφσκι θα αλλάξει όταν θα μπλεχτεί σε μια περιπέτεια λόγω της συνωνυμίας του με έναν πλούσιο επιχειρηματία που έχει μπλεχτεί σε παράνομες δραστηριότητες.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο (αντι)ήρωας του φιλμ είναι ο Τζεφ Μπρίτζες στο ρόλο του Dude ( ο Μάγκας). Ίσως ο πιο ξεχωριστός ηθοποιός των 90s και σίγουρα ο πιο αδικημένος, μετά από μια σειρά αντι-επιλογών καριέρας, ταυτίζεται με τον ήρωά του, φτιάχνοντας τον τελειότερο που έπαιξε ποτέ.
Τον αναμφισβήτητα ικανό  Μπρίτζες ακολουθούν σε απόδοση όλοι ανεξαίρετα οι ηθοποιοί του cast (άλλη μια.. συνήθεια των Κοέν). Δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και όσο ξαναβλέπεις την ταινία, τόσο τους προσέχεις να αναφέρουν τις λεπτομέρειες που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα τους.
Η ταινία, με σαφείς αναφορές στο μηδενισμό και τη νέα (αμερικάνικη) αριστερά των 60s, αποτελεί το anti-statement των 90s όσο αφορά τον κινηματογράφο. Κοντά στην εκπνοή της δεκαετίας, ξαναπάει στην αρχή της, πριν το Grunge και την Desert Storm, για να.. συνοψίσει όλα όσα (δεν) κάναμε ως.. ανθρωπότητα. Εξαιρετικά μελετημένη και αστεία, η πιο (ηθελημένα) παρεξηγημένη και καλύτερη ταινία των Κοέν.. έχει γίνει πολιτιστικό φαινόμενο, ενδεικτικό του κυνισμού και της απάθειας της δεκαετίας του ’90 στις ΗΠΑ.
Βέβαια, η σκηνοθεσία δεν ξεφεύγει και πολύ από τα αμερικανικά πρότυπα που καυτηριάζει αλλά αυτό λίγο επηρεάζει τον θεατή αφού αυτός ο τρόπος κινηματογράφησης σε συνδυασμό με το μοντάζ και τις μουσικές επιλογές παρασέρνουν τον θεατή στην περιπέτεια του ”Μάγκα”.
Στο σύνολό της, μιλάμε για μια ιδιαίτερη κωμωδία με κότσια όπου είτε με τις έξυπνες ατάκες της είτε με τις γραφικές καταστάσεις της θα σας κάνει να γελάσετε, με μια φιλοσοφική-πολιτική όσο και δηκτική διάθεση που δύσκολα συναντά κανείς πλέον σε αμερικάνικες ταινίες και με χαρακτήρες τόσο έξαλλους που της προσέδωσαν αυτό τον καλτ χαρακτήρα που αμέτρητοι κινηματογραφόφιλοι εκτίμησαν.
The dude abides…

Τσακισμένα Λουλούδια (Broken Flowers)

2005, σε σκηνοθεσία Τζιμ Τζάρμους με τους: Μπιλ Μάρεϊ, Σάρον Στόουν, Τζέσικα Λανγκ, Ζουλί Ντελπί, Τίλντα Σουίντον, Φράνσις Κόνροϋ, Τζέφρι Ράιτ, Χέδερ Σιμς

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013
Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα ροζ γράμμα. Αυτό ευθύνεται για τα πάντα. Την ώρα που χωρίζει με την τελευταία κοπέλα του, ο αμετανόητος εργένης Ντον Τζόνστον λαμβάνει ένα ροζ γράμμα. Μια παλιά του αγάπη τον πληροφορεί ότι έχει ένα 19χρονο γιο, ο οποίος έφυγε από το σπίτι και αναζητά τον πατέρα του. Μόνο που… το γράμμα είναι ανυπόγραφο. Ποια μπορεί να είναι; Παρακινούμενος από τον ερασιτέχνη ντετέκτιβ γείτονά του, ο Ντον φτιάχνει λίστα και ξεκινά διστακτικά ένα ταξίδι δρόμου που καλείται να ενώσει τις τελείες του μυστηρίου, αλλά και της προσωπικής διαδρομής του μεσήλικα ήρωα με όσες αγάπησε, όσα ονειρεύτηκε, όσα τον τρόμαξαν και όσα τον έφεραν εδώ.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας ανεπανάληπτος Μπιλ Μάρεϊ ξανασυναντά τους παλιούς του έρωτες σε ένα ξεκαρδιστικό αλλά και μελαγχολικό road-movie συλλέγοντας τα τσακισμένα λουλούδια της νιότης του. Μεγάλο Βραβείο Φεστιβάλ Καννών.
Πρόκειται για έναν ηθοποιό που εξελίχτηκε σε πραγματικό τέρας οικονομίας..χρησιμοποιεί τη σιωπή ως αυτό που πραγματικά είναι: μια γλώσσα της ακοής, αρκεί να μπορέσεις να «πιάσεις» τη συχνότητα. Ο ήρωάς του την επιλέγει σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ και όταν ξάφνου επιτρέπει στον εαυτό του να την εξωτερικεύσει, το κάνει σιωπηλά, αλλά με μια ένταση που σε συνταράσσει σύσσωμο.
O Τζάρμους αγνοεί την ανάγκη για απαντήσεις αστυνομικού τύπου στη σουρεαλιστική υπαρξιακή κομεντί του. Χτίζοντας την ταινία του με ρυθμούς μιας προσωπικής Οδύσσειας, χρησιμοποιώντας μουσικά μοτίβα μύησης και νοσταλγίας κι εναλλάσσοντας την ελεύθερη κινηματογράφηση της αμερικάνικης ενδοχώρας με κωμικά τρικ κλειστού χώρου (μερικά παραπέμπουν στο βωβό σινεμά και τον Τατί, άλλα χρησιμοποιούν την α-συμμετρία των κάδρων), παραδίδει με τα «Τσακισμένα Λουλούδια» το καλύτερο φιλμ των τελευταίων ετών πάνω στα φαντάσματα ενός μονήρους ανθρώπου, που έρχεται πια αντιμέτωπος με την έννοια του κενού.
Το road trip θα φέρει τον Ντον εκεί που έχασε οριστικά τον Ζουάν (λογοπαίχνιο του Δον Ζουάν), στην μάταιη προσπάθεια να πάρει εξηγήσεις από γυναίκες, σταθμούς απ’ όπου πέρασε μα δεν σταμάτησε, λουλούδια που μύρισε, μα δεν κράτησε.
Δυνατό σημείο της ταινίας είναι η εκπληκτική αφρικάνικη μουσική του Αιθίοπα Mulatu Astatke, του Marvin Gaye, των Sleep κ.ά. που συνοδεύουν το soundrack.

Ζητείται Εγκέφαλος για Ληστεία (Take the Money and Run)

1969, σε  σκηνοθεσία Γούντι Άλεν με τους: Γούντι Άλεν, Τζάνετ Μάργκολιν, Μαρσέλ Χίλερ

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013
Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Το «έπος» του Βίρτζιλ Στάρκγουελ, ενός μικροαπατεώνα, όπως παρουσιάζεται μέσα από διάφορα στιγμιότυπα της ζωής του. Η εφηβεία του, η άκαρπη προσπάθεια του να ασχοληθεί με την μουσική, οι σχέσεις του με τις γυναίκες και η εμμονή του με τις ληστείες τραπεζών.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η πρώτη ταινία του Γούντι Άλεν είναι ένα είδος παρωδίας καθώς διακωμωδεί την ζωή του Βίρτζιλ Στάρκγουελ με δήθεν ντοκιμαντερίστικο στυλ. Ο Άλεν φανερά επηρεασμένος από την stand up comedy, δημιουργεί μια σπαρταριστή κωμωδία, χρησιμοποιώντας αφηγηματικά τεχνάσματα και ποταμούς μονολόγων. Οι ευφυέστατοι μονόλογοι εναλλάσσονται με συνεντεύξεις και αποσπάσματα από την ζωή του Στάρκγουελ.
Δεν είναι τυχαία η απόδοση του αγγλικού τίτλου της ταινίας ως “Ζητείται Εγκέφαλος για Ληστεία”. Σε αυτό το πρώτο του σκηνοθετικό πόνημα, ο Άλεν δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καλά κουρδισμένος εγκέφαλος που ληστεύει. Κλέβει ιδέες και στυλ από εκείνο το σινεμά που διαμόρφωσε τον ίδιο κινηματογραφικά. Αδερφοί Μαρξ, Μπίλυ Γουάιλντερ, Τζέρυ Λιούις.
Και είναι τόσο καλός, που ενώ κάνει τρεις δουλειές μαζί (παίζοντας, υπογράφοντας το σενάριο, σκηνοθετώντας το φιλμ), την ίδια ώρα φανερώνει και υπογραμμίζει τις επιρροές του από την κλασική αμερικάνικη κωμωδία, μπολιάζοντας αυτή τη συρραφή με τη δημιουργική του πνοή, που πολύ αργότερα θα κατέληγε να εγκλωβιστεί στον κυκεώνα των στερεότυπων: “Ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ”, “νευρώσεις”, “ψυχανάλυση”, “Νέα Υόρκη”, θα είναι μερικές μόνο λέξεις- κλειδιά που θα συνοδεύουν το όνομά του στο εξής.

It’s a free world (Ένας ελεύθερος κόσμος)

2007, σε  σκηνοθεσία Κεν Λόουτς με τους: Κίρστον Γουέρινγκ, Τζούλιετ Έλις, Λέζλο Ζούρεκ, Τζο Σάιφλιτ

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013
Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Άντζι μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη σχολική παιδεία, αλλά είναι δυναμική, έξυπνη και φιλόδοξη. Όταν μένει άνεργη για άλλη μια φορά, είναι αποφασισμένη να αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει.Μαζί με τη συγκάτοικό της, τη Ρόουζ, αποφασίζουν να γίνουν τα αφεντικά του εαυτού τους. Στήνουν ένα γραφείο ανεύρεσης εργασίας για μετανάστες εργάτες, το οποίο λειτουργεί σε μια διαφορετική πραγματικότητα με άλλους κανόνες. Εκεί η εργασία είναι φτηνή και οι νόμοι θεσπίζονται για να καταργούνται.Ίσως και να αντιπροσωπεύουν ένα σημείο των καιρών: η ευκαιρία να βγάλεις όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα, ανεξάρτητα από τις συνέπειες, είναι δελεαστική. Αλλά με τι κόστος;

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Το σινεμά που ασχολείται με τον ρεαλισμό δεν έχει χάσει ποτέ την δύναμη του και όσο υπάρχουν σημαντικά άλυτα προβλήματα σε αυτόν τον πλανήτη θα είναι απαραίτητη η ύπαρξη του.
Η ταινία με τον συμβολικό όσο και αυτοσαρκαστικό τίτλο, μας περιγράφει δείχνοντάς μας ένα Λονδίνο σχεδόν τριτοκοσμικό, τα όρια της ανεργίας και της εκμετάλλευσης των μεταναστών και λαθρομεταναστών. Η ηρωίδα της ταινίας εμποτισμένη από το ιδιότυπο “αμερικάνικο όνειρο” για πλούτο και ευημερία, χρησιμοποιεί κάθε νόμιμο και παράνομο μέσο για να το πετύχει ξεπερνώντας κάθε ηθικό φραγμό που βρίσκεται στο διάβα της. Η ανθρωπιά χάνεται μόλις το χαρτονόμισμα με την κεφαλή της βασιλομήτορος θα γίνει αυτοσκοπός με την υποκρισία και το ψέμα να κερδίζουν πόντους. Χωρίς κανένα δισταγμό εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη ανάγκη της εργασίας για βιοποριστικούς λόγους, σ’ έναν κόσμο χωρίς σύνορα στον τομέα της οικονομίας. Έναν κόσμο ελεύθερο στην εξαθλίωση, την ανεργία, την φτώχεια, την ένδεια και τη δυστυχία.
Ο Λόουτς έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο που χειρίζεται τα δεινά του καπιταλισμού: μιλάει με σύγχρονες παραβολές, τα λέει σταράτα και ρεαλιστικά, τα κινηματογραφεί με αναμφισβήτητο ταλέντο (σαν ιερή αγελάδα της απλότητας), τα φέρνει από δω, τα πάει από κει, αλλά καταλήγει στο ίδιο και το αυτό συμπέρασμα: Είμαστε όλοι πιόνια ενός αμοραλισμού που παράγεται με ύπουλη παθογένεια από το ανελεύθερο κέντρο αποφάσεων που δεν μπορούμε να διακρίνουμε μέσα στην ποταπή, μικρόψυχη, φανταστική, μικρή μας ευδαιμονία. Πρέπει να ενωθούμε..

Life of Brian

1979, σε σκηνοθεσία Τέρι Τζόουνς, με τους Γκράχαμ Τσάπμαν, Τζον Κλιζ, Τέρι Γκίλλιαμ, Έρικ Άιντλ, Τέρι Τζόουνς, Μάικλ Πέιλιν

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013
Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
O Mπράιαν γεννήθηκε σε ένα στάβλο την ημέρα των Χριστουγέννων, ακριβώς δίπλα στο στάβλο που γεννήθηκε… ξέρετε ποιος. Οι Τρεις Μάγοι με τα Δώρα φτάνουν στο στάβλο του και τα αποθέτουν στην ποδιά του, όταν, όμως, το αστέρι προχωρά, καταλαβαίνουν το λάθος τους και παραδίδουν τα δώρα τους στον διπλανό στάβλο. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του Μπράιαν: πάντα κατά λάθος, όλοι νομίζουν πως είναι ο Μεσσίας. Το πρόβλημα είναι πως εκείνος δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να τους πείσει πως δεν πρέπει και να… σταυρωθεί κατά λάθος!

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ομάδα των Monty Pythons στην τρίτη της ταινία επιχειρεί να δει με μια ανατρεπτική ματιά τα γεγονότα που αποτέλεσαν την βάση του χριστιανισμού.
Παρόλη την ανεκτικότητα της Δύσης και την κατοχύρωση ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού της ανεξιθρησκίας και της ελευθερίας του λόγου, η ταινία συνάντησε δυσκολίες. Τόσο στην εύρεση παραγωγού που θα την χρηματοδοτούσε όσο και από την καθολική εκκλησία και άλλες εκκλησιαστικές οργανώσεις που την κατήγγειλαν ανοιχτά και συνέστησαν στους πιστούς να απέχουν από τις αίθουσες. Παραγωγός της ταινίας τελικά βρέθηκε στο πρόσωπο ενός “σκαθαριού”,  του Τζωρτζ Χάρισον.
Κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η διακωμώδηση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, της τάσης των ανθρώπων να μπερδεύουν το μέσο με το σκοπό και τελικά της εκμετάλλευσης της ανάγκης των ανθρώπων να ανήκουν σε ένα σύνολο. Είτε αυτό το σύνολο είναι μια πολιτική οργάνωση είτε μια θρησκεία, στην ταινία διαπιστώνουμε μια κοινή οπτική.
Γυρισμένη το 1979, δυο μόλις χρόνια μετά την υπερπαραγωγή του Φράνκο Τζεφιρέλι “Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ”, η ταινία θα σε φέρει αντιμέτωπο με το χιούμορ σου, τη σάτιρα, την πίστη σου αλλά και όλα όσα σου έχουν μάθει από μικρό παιδί. Ίσως σου δείξει και τη θετική πλευρά της ζωής..

Μαθήματα Πιάνου (The piano)

1993,  σε σκηνοθεσία και σενάριο της Τζέιν Κάμπιον, με τους Χόλι Χάντερ, Άννα Πάκουιν, Χάρβεϊ Καϊτέλ και Σαμ Νιλ

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013
Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Άντα Μαγκράθ, μια μουγκή γυναίκα, φτάνει με την 9χρονη κόρη της σε μια απομονωμένη κατοικία στην Νέα Ζηλανδία του 19ου αιώνα, για να γνωρίσει και να μείνει μαζί με τον νέο της σύζυγο. Από όλα της τα υπάρχοντα, ο άντρας της αρνείται να μεταφέρει το αγαπημένο της πιάνο, με αποτέλεσμα να το εγκαταλείψουν στην παραλία. Προκειμένου να μην καταστραφεί, η Άντα κάνει μια συμφωνία με έναν ιθαγενή, που έχει πλέον το πιάνο στην κατοχή του. Μπορεί να πάρει πίσω το πιάνο της, αν του επιτρέψει να κάνει διάφορα πράγματα, όσο εκείνη παίζει. Ένα μαύρο κλειδί για κάθε μάθημα…

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα αριστουργηματικό φιλμ, βαθιά ρομαντικό και συναισθηματικό, τρυφερό και παθιασμένο, συνταρακτικά λυρικό, με κορυφαίες ερμηνείες, απίστευτη πλαστικότητα στα καδραρίσματα, οπτικούς και αφηγηματικούς συμβολισμούς, αξιοποίηση στο έπακρο του τοπίου, των σκηνικών και του φωτισμού (ώστε να αντικατοπτρίσουν το εσωτερικό των χαρακτήρων και να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα) εμπνευσμένο σενάριο και σκηνοθεσία, μία απογειωτική μουσική-σε συνδυασμό με την πιο ηχηρή σιωπή της ίδιας της πρωταγωνίστριας, ένα φιλμ γεμάτο υπόγειες αντηχήσεις, απείρως γοητευτικό.
Η αγάπη, το πάθος, ο έρωτας, η απόρριψη και η αποδοχή βρίσκουν το βήμα που τους αρμόζει μέσα από τον κινηματογραφικό φακό της Τζέιν Κάμπιον, η οποία και δικαίως θα βραβευτεί με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών το 1993.
Η μουντή ματιά της Κάμπιον ενισχύεται από τη φοβερή φωτογραφία του Στιούαρτ Ντράιμπεργκ, ενώ η ταινία κερδίζει τα μέγιστα από την ουράνια μουσική του Μάικλ Νάιμαν (κι όμως, δεν ήταν υποψήφια για Όσκαρ) και τις ερμηνείες.