Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Παρίσι, Τέξας

1984, σε σκηνοθεσία Βιμ Βέντερς, με τους  Χάρι Ντιν Στάντον, Ντιν Στόκγουελ, Ναστάζια Κίνσκι, Χάντερ Κάρσον

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016
Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία είναι για μια χαμένη ψυχή τον Τράβις, ο οποίος εκτός από την ψυχή του έχει χάσει την μνήμη του και την οικογένεια του. Τον βρίσκει ο αδερφός του και καταφέρνει να του επαναφέρει τις μνήμες του και να τον φέρει σε επαφή με τον γιο του τον οποίο τον μεγαλώνει ο ίδιος σαν πατέρας του. Από εδώ ξεκινά το μεγάλο ταξίδι του Τράβις μαζί με τον γιο του για την αναζήτηση της γυναίκας του και μητέρας του παιδιού.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Γερμανός σκηνοθέτης μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το σενάριο του διάσημου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Σαμ Σέπαρντ το οποίο αποτελεί διασκευή της νουβέλας του Λ. Μ. Κιτ Κάρσον.
Το Παρίσι είναι μια πόλη του Τέξας συνονόματη με τη γαλλική πρωτεύουσα. Είναι επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίφαση, η οποία συνδέει την κομψότητα με το κιτς, τη μεγαλούπολη με την έρημο, την ευρωπαϊκή ιστορία με το αμερικανικό παρόν.  Εδώ αντιπροσωπεύει τον ιδεατό τόπο «καταγωγής» ενός ήρωα χωρίς παρελθόν, ο οποίος ξεκινά ένα διπλό οδοιπορικό.
Με τη βοήθεια του φωτογράφου Ρόμπι Μίλερ και του μουσικού Ράι Κούντερ (το υποβλητικό slide guitar σκορ του είναι εμπνευσμένο από το «Dark was the night, cold was the ground» του Μπλάιντ Γουίλι Τζόνσον), ο Βιμ Βέντερς μετατρέπει ένα απλό, λιγόλογο road movie σε μια βαθιά εσωτερική οδύσσεια η οποία περιγράφει σπαρακτικά τη σισύφεια αναζήτηση του σύγχρονου ανθρώπου για επικοινωνία.
Πρόκειται για ένα απόλυτα μοντέρνο αριστούργημα το οποίο εξελίσσει το σινεμά του Αντονιόνι και των ανεξάρτητων αμερικανικών ’60s & ’70s, βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ Κανών.
Το road Movie του Βιμ Βέντερς είναι αλληγορικό και αποτίνει φόρο τιμής στην Beat Generation, αποτελώντας σημείο αναφοράς κάθε ελεύθερου πνεύματος.
Με βασανιστικούς ρυθμούς αλλά και μία ισορροπημένη και συμπαγή αφήγηση ο Βέντερς κάνει εικόνα το σενάριο του Σέπαρντ κατορθώνοντας – πάντα και με την βοήθεια του ερμηνευτή του- να ενσωματώσει στα πλάνα του την ανθρώπινη αγωνία που γεννά η πολυπλοκότητα των συναισθημάτων και την άκαρπη προσπάθεια έκφρασης των συναισθημάτων αυτών που συχνά οδηγεί στην μοναξιά.
Οι ήρωες του Βέντερς έχουν περάσει πολλά στην ζωή τους, έχουν τραύματα που προσπαθούν να επουλώσουν και να γιατρέψουν και όπως συμβαίνει στη πραγματική ζωή αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο και απαιτεί θυσίες.
Οι ήρωες του Βέντερς είναι άνθρωποι με αδυναμίες που αγαπάνε παράφορα που αντιδρούν και μιλάνε διαφορετικά..

..και εμείς τους αγαπάμε γι αυτό.

Άσε το Κακό να Μπει

2008, σε σκηνοθεσία του Τόμας Άλφρεντσον, με τους Κάρε Χέντεμπραντ, Λίνα Λίντερσον, Περ Ράγκναρ, Χένρικ Νταλ

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016
Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στη Σουηδία του 1982, ο μοναχικός 12χρονος Όσκαρ μεγαλώνει με τη μητέρα του. Θα γνωρίσει τη συνομήλική του Έλι, την καινούργια του γειτόνισσα, για την οποία νιώθει μια παράξενη έλξη. Ταυτόχρονα, όμως, αρχίζει να υποπτεύεται ότι έχει κάποια σχέση με μια σειρά μυστηριωδών φόνων που συμβαίνουν στην περιοχή.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία είναι μια μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του John Ajvide Lindqvist, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Σουηδία το 2004. Ο ασυνήθιστος συνδυασμός στοιχείων ρομάντζου, τρόμου, και αστικού δράματος του εξασφάλισε μια θέση στις λίστες των μπεστ-σέλερς. Ο συγγραφέας είναι πρώην stand-up κωμικός, μάγος και σεναριογράφος της τηλεόρασης. Μέχρι στιγμής, το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε 9 γλώσσες κι έχει βρει διανομή σε 12 χώρες.
«Let the right one in
Let the old dreams die
Let the wrong ones go
They cannot do what you want them to do
And when at last it does
I’d say you were within your rights to bite
The right one and say, what kept you so long ?»
(«Let the right one slip in», Morissey)
Το ότι ο έρωτας κι ο θάνατος είναι έννοιες αλληλένδετες και συμπληρωματικές, το ότι είναι δυο όμοιες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης που συναντιούνται στα άκρα, δεν είναι κάτι καινούριο. Μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις, ποίηση, μουσική, τραγούδια, αφηγήσεις χιλιάδων ετών κρύβουν αυτή τη σχέση στο θερμό πυρήνα τους. Οι περισσότερες από αυτές, όμως, μιλούν για το πόσο κοντά είναι η εμπειρία του έρωτα με αυτήν του θανάτου -όπως μοιάζει τουλάχιστον για το άνθρωπο που υποφέρει από τη νόσο του έρωτα. Πόσες όμως μιλούν για το ανάποδο; Για το κατά πόσο το πέρασμα στην «άλλη πλευρά» μπορεί να οδηγήσει σε μια γνήσια ερωτική εμπειρία;
Μια περίτεχνη ιστορία από τη Σουηδία το καταφέρνει, παίζοντας με τα κινηματογραφικά είδη (το γοτθικό τρόμο, το gore, τη φαντασία, το ρομαντικό love story, ακόμα και τη μαύρη κωμωδία), συνθέτοντας εικόνες απόκοσμης ομορφιάς, ανακατεύοντας την ίδια στιγμή την παράδοση και τη φαντασία, το παρόν και το μέλλον, πατώντας πάνω στα δίπολα στα οποία είναι στηριγμένο ένα ολόκληρο συλλογικό φαντασιακό: Το καλό και το κακό, ο έρωτας κι ο θάνατος, το πριν και το μετά, το κρύο κι η ζέστη. Και φαίνεται σαν να πατάει πάνω σε φρέσκο χιόνι, σε ένα έδαφος που δεν έχει φτάσει κανείς
Ο έρωτας και ο θάνατος συναντιούνται στο χιονισμένο σύμπαν μιας ταινίας από τη Σουηδία, στα λευκά πρόσωπα δύο μικρών «παιδιών. Ένας έρωτας ξεπηδά από το μίνιμουμ της ανθρώπινης ύπαρξης, τη βαθιά ρίζα της. Εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται όλα τα ανθρώπινα όντα τη στιγμή του θανάτου.
Δεν είναι τυχαίο που η υπόμνηση του έρωτα και του θανάτου γίνονται κι οι δύο με χρώμα κόκκινο (του αίματος). Σαν ίχνη από το αίμα στο χιόνι, η ιστορία δύο όντων που προασπίζονται την ανάγκη τους να μείνουν ζωντανοί, σε έναν κόσμο όπου όλοι φαίνεται να έχουν βάλει την ψυχή τους στον πάγο. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό από όλες τις ιστορίες τρόμου σε αυτόν τον κόσμο.

The Thing

the-thing-poster-1982
Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

1982, σε σκηνοθεσία  Τζον Κάρπεντερ με τους: Κερτ Ράσελ, Τόμας Γουέιτς, Γουίλφορντ Μπρίμλεϋ, Κιθ Ντέιβιντ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στην Ανταρκτική του 1982, κατά τη διάρκεια μίας χιονοθύελλας που έχει διακόψει επί εβδομάδες τις ραδιοεπικοινωνίες, μία αποκομμένη ομάδα επιστημόνων και εργατών στην πολική βάση των ΗΠΑ «Φυλάκιο 31» έρχεται αντιμέτωπη με έναν εξωγήινο οργανισμό, που βρίσκεται παγωμένος στο χιόνι επί εκατό χιλιάδες χρόνια και μπορεί να αφομοιώσει βιολογικά πλάσματα κάθε τύπου, οικειοποιούμενος πλήρως τη μορφή και τη λειτουργία τους..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το μακρινό 1982 ήταν το έτος που το περιοδικό TIMES ανακήρυξε άνθρωπο της χρονιάς τον… υπολογιστή. Επίσης ήταν η χρονιά που βγήκε στις αίθουσες το «The Thing» του Τζον Κάρπεντερ  και σφράγισε αυτό που ονομάζουμε sci-fi horror, όπως νωρίτερα είχε ορίσει το «Alien» του Ρίντλεϋ Σκοτ, το 1979.
Ο Κάρπεντερ σκηνοθέτησε μια ταινία-remake του παλαιοτέρου «The thing from another world» του Χάουαρντ Χωκς με σημαντικές όμως διαφορές από το πρωτότυπο.. Στην ουσία, η μόνη σχέση που έχει η ταινία του Κάρπεντερ, με αυτήν του ’51, είναι ότι βασίζονται στο ίδιο βιβλίο. Για την ακρίβεια, ο Χωκς βασίστηκε στο βιβλίο του Κάμπελ «Who goes there?», ενώ ο Κάρπεντερ είναι αυτός που το μετέφερε στη μεγάλη οθόνη.
Όσον αφορά τα ειδικά εφέ της ταινίας, ο Σταν Γουίνστον μαζί με τον 23χρονο τότε Ρομπ Μπόττιν σε μια συνεργασία-ορόσημο δημιούργησαν, (όπως και ο Γκάιγκερ τρία χρόνια νωρίτερα στο «Alien») ένα πλάσμα άμορφο και υπέροχα άναρχα δομημένο, το οποίο παραμένει εξίσου τρομακτικό και αποκρουστικό ακόμα και σήμερα..Το «The Thing» του 1982, ανήκει πλέον στις ταινίες-σταθμούς για το είδος της επιστημονικής φαντασίας και του τρόμου, ταινίες που απέκτησαν πελώριο cult status και για τους περισσοτέρους δεν ξεπεράστηκαν ποτέ, 30 χρόνια σχεδόν μετά..
Άξια αναφοράς λοιπόν τα μηχανικά εφέ που χρησιμοποιήθηκαν για το εξωγήινο τέρας, αποδίδοντας άψογα τη μορφή του:
δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα ή όψη, είναι ένα συνονθύλευμα χαρακτηριστικών όλων των οργανισμών με τους οποίους έχει έρθει σε επαφή. Τη μια στιγμή το βλέπουμε να εκτοξεύει πλοκάμια, την άλλη να φτιάχνει κουκούλια και την αμέσως επόμενη βγάζει πόδια αράχνης, μάτια αστακού και κορμό λουλουδιού. Είναι τα πάντα και τίποτα συγχρόνως. Και είναι ένα δείγμα του ότι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας μπορεί να είναι πολύ τρομακτική και αποτελεσματική χωρίς την χρήση των ψηφιακών εφέ.
Παράλληλα η σκουρόχρωμη φωτογραφία, οι στενοί διάδρομοι και τα κλειστοφοβικά δωμάτια, οι απομονωμένοι από τον κόσμο (και έτσι αποκομμένοι από κάθε ελπίδα σωτηρίας) ήρωες, σε συνδυασμό με την υποβλητική μουσική από τον μεγάλο Έννιο Μορρικόνε, δίνουν ένα σκοτεινό ατμοσφαιρικό θρίλερ, ένα σύγχρονο κλασικό, πάντα αξεπέραστο.
Στα χέρια του σκηνοθέτη ο πυρήνας του φιλμ, η κεντρική υπόθεση, μετατρέπεται σε σκοτεινή πρώτη ύλη..Ο Κάρπεντερ χρησιμοποίησε το εύρημα του πλάσματος για να φτιάξει μια ταινία ψυχολογικού τρόμου, με χαρακτήρες εκτεθειμένους στην αμφιβολία και την άγνοια, οι οποίοι σταδιακά θα ‘έσπαγαν’ και θα αναλώνονταν σε μια παρανοϊκή εσωτερική διαμάχη εμπιστοσύνης και καχυποψίας..

Το Μωρό της Ρόζμαρι

1968, σε σκηνοθεσία του Ρομάν Πολάνσκι, με τους Μία Φάροου, Τζον Κασαβέτης, Ρουθ Γκόρντον, Σίντνεϋ Μπλάκμερ

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016
Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η νεαρή Ρόζμαρι έχει παντρευτεί έναν ηθοποιό που πασχίζει να κάνει καριέρα. Μετακομίζουν μαζί στο νέο τους σπίτι, ένα επιβλητικό παλαιό κτήριο στη Νέα Υόρκη. Παρόλο που προειδοποιούν το ζευγάρι ότι το σπίτι έχει μια σκοτεινή ιστορία μαγείας και φόνων, εκείνοι αποφασίζουν να αγνοήσουν τις δοξασίες και να μείνουν εκεί. Θα γνωρίσουν τους ηλικιωμένους γείτονές τους και σύντομα θα αρχίσουν να κάνουν στενή παρέα μεταξύ τους. Τα προβλήματα αρχίζουν μόλις η Ρόζμαρι αντιλαμβάνεται ότι έχει μείνει έγκυος..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο σκηνοθέτης Ρόμαν Πολάνσκι κατάφερε να δημιουργήσει μία υποβλητική ατμόσφαιρα χωρίς να καταφύγει στα γνωστά «κλισέ» των θρίλερ και ίσως γι’ αυτό, σχεδόν πενήντα χρόνια από την πρώτη προβολή της, παραμένει μία από τις κλασικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Το σενάριο βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Άιρα Λεβάιν. Ο παραγωγός της ταινίας, Γουίλιαμ Καστλ, αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου πριν ακόμα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία, χωρίς να το έχει διαβάσει ο ίδιος. Όπως αποδείχτηκε, τα ένστικτά του τον οδήγησαν στην επιτυχία..
Σε αυτό το θαυμάσιο θρίλερ, το «κακό» απλά υπονοείται σε όλη σχεδόν την διάρκεια του φιλμ. Και αυτή ακριβώς η συγκεχυμένη αλλά ρεαλιστική ατμόσφαιρα αποτελεί το μεγαλύτερο ατού της ταινίας.
Δεύτερο δυνατό «χαρτί» είναι οι ερμηνείες των τεσσάρων πρωταγωνιστών: η Μία Φάροου είναι συγκινητική στο ρόλο της αφελούς συζύγου που από κάποιο σημείο και έπειτα αμφιβάλλει για τους πάντες και τα πάντα. Ο Τζον Κασαβέτης πείθει απόλυτα ως ο φιλόδοξος σύντροφος της, οπαδός προφανώς του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ο Σίντνεϋ Μπλάκμερ προσδίδει στον χαρακτήρα του το μυστήριο που απαιτείται. Όσο για την Ρουθ Γκόρντον, με την χαρακτηριστική τσιριχτή φωνή της, χτίζει μια κυριολεκτικά αξέχαστη ερμηνεία και κλέβει τελικά την παράσταση.
Το σενάριο είναι άψογα δομημένο: φημολογείται ότι βοήθησε στη συγγραφή του και ο αρχισατανιστής Άντον Λαβέι.
Ο Πολάνσκι εκσυγχρονίζει την κομψή σκηνοθετική παράδοση του Ζακ Τουρνέρ («Περπάτησα με ένα Ζόμπι») και του φανταστικού σινεμά της αμφιβολίας, παίζοντας διαρκώς με το αν όλα όσα βλέπουμε είναι πραγματικά ή αποκύημα της φαντασίας μιας ψυχικά διαταραγμένης ηρωίδας. Με αξεπέραστη δεξιοτεχνία, καταφέρνει να αποδώσει όλο το κλίμα έντασης και φόβου που κυριαρχεί, αποτυπώνοντας παράλληλα το πεσιμιστικό προαίσθημα μιας κοινωνίας η οποία συνειδητοποιεί το τέλος της εποχής της αθωότητας.
Το μυστήριο εδώ δεν τίθεται ως σκοπός αλλά ως μέσο. Καθώς εξελίσσεται η ιστορία αντιλαμβανόμαστε σε κάθε βήμα το τι συμβαίνει. Ούτε καν το τέλος επιφυλάσσει κάποια ανατροπή. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που μας συναρπάζει;
Ίσως ο τρόπος που μια ανώμαλη κατάσταση υπεισέρχεται άδηλα μέσα στην καθημερινότητα και καμουφλάρεται ως τέτοια – ως καθημερινότητα, δηλαδή. Είναι κάτι που οι άνθρωποι βιώνουμε σε πολλά πεδία της ζωής μας, πολλές φορές και με διαφορετικούς τρόπους. Είναι οι στρεβλές καταστάσεις μετά από μια σχέση φιλική, ερωτική ή επαγγελματική που στο τέλος μάς κάνουν να αναρωτηθούμε: μα καλά, πώς ξεκίνησε όλο αυτό, πώς έφτασα έως εδώ; Βήμα-βήμα φαινόταν εντάξει..

Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου

1922, σε σκηνοθεσία Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, με τους Μαξ Σρεκ, Γκούσταβ Φον Βανγκενχάιμ, Γκρέτα Σρέντερ, Αλεξ Γκράναχ

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016
Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στη Βρέμη της Γερμανίας, ο κτηματομεσίτης Κνόκ αναθέτει στο νεαρό υπάλληλό του Χούτερ να ταξιδέψει στα Καρπάθια όρη, για να παραδώσει κάποια συμβόλαια στο μυστηριώδη Κόμη Όρλοκ, ο οποίος ψάχνει για σπίτι στην γερμανική πόλη. Πριν ακόμη φτάσει στο κάστρο του Κόμη, ο Χούτερ αντιλαμβάνεται τον τρόμο των κατοίκων του κοντινού χωριού. Κρυφά του δίνουν ένα βιβλίο σχετικά με τους βρικόλακες, που αρχικά βρίσκει διασκεδαστικό. Κάποια στιγμή θα συναντήσει τον Κόμη, που στην εμφάνιση δεν έχει μεγάλη σχέση με το ανθρώπινο είδος, ο οποίος μάλιστα όταν θα δει το φυλακτό του Χούτερ με τη φωτογραφία της όμορφης συζύγου του, της Έλεν, θα υπογράψει αμέσως το συμβόλαιο. Σύντομα ο Χούτερ ανακαλύπτει ότι με το συμβόλαιο αυτό άνοιξε τον δρόμο στον ίδιο τον Τρόμο να έρθει στην πόλη του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία-ορόσημο του κινήματος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Η πρώτη επιτυχής προσπάθεια να βγουν οι πρωταγωνιστές έξω από τα στούντιο και να συνδυαστούν τα επιτηδευμένα οξυκόρυφα σκηνικά με τα φυσικά ντεκόρ.
Η υποβλητική ατμόσφαιρα, οι απόκοσμες φιγούρες και η αριστουργηματική φωτογραφία.
Το απόκοσμο εμφανίζεται κάτω από τον φανταστικό και σαστισμένοι νιώθουμε ότι η αληθινή ζωή και η τρομακτική της πλευρά φωτίζεται μπροστά μας.
Αρχετυπική ταινία της μυθολογίας τρόμου, ο «Nosferatu» δημιούργησε ένα ολόκληρο είδος ταινιών τρόμου με κεντρικό ήρωα τον Απέθαντο. Όλες οι ταινίες με τον Δράκουλα που ακολούθησαν κατάγονται από αυτήν την βουβή γερμανική ταινία του 1922.
Αυτή με τη σειρά της εμπνέεται από το μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ «Δράκουλας» του 1897: ο Μουρνάου και ο σεναριογράφος του Χέρνικ Γκαλέεν εδώ έβγαλαν τον πιο τρομερό εφιάλτη του κινηματογράφου.
Ενώ ο χαρακτήρας του Νοσφεράτου βασίζεται άμεσα στον Δράκουλα, το όνομα αυτό δεν αναφέρεται πουθενά στην ταινία επειδή η χήρα του Μπραμ Στόκερ αρνήθηκε να δώσει τα δικαιώματα στον Μουρνάου. Κατόπιν αυτός απλά άλλαξε το όνομα του βρικόλακα, έκανε κάποιες αλλαγές στην ιστορία και γύρισε την ταινία δίχως την άδεια των κληρονόμων του Στόκερ. Έτσι πχ ο φόβος των βρικολάκων από το φως της ημέρας εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ταινία του Μουρνάου, ενώ δεν αναφέρεται στο πρότυπο του Στόκερ. Η Φλόρενς Στόκερ στράφηκε δικαστικώς κατά του σκηνοθέτη και η απόφαση διέταξε να κατασχεθεί το αρνητικό και όλα τα αντίγραφα να καταστραφούν. Ωστόσο, διατηρήθηκαν μερικά αντίγραφα και η ταινία σώζεται μέχρι σήμερα.

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος Νοσφεράτου. Μία από αυτές υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από το ελληνικό «νοσοφόρος» (στην ταινία ο Νοσφεράτου φέρνει μαζί του και την πανούκλα στην Βρέμη).

Δύο Ημέρες, Μια Νύχτα

2014, σε σκηνοθεσία  Ζαν Πιερ και Λουκ Νταρντέν με τους: Μαριόν Κοτιγιάρ, Φαμπρίτσιο Ρονγκιόνε, Κατρίν Σαλέ

Τρίτη 31 Μαΐου 2016
Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Σαντρά, μια εργαζόμενη μητέρα με προβλήματα κατάθλιψης, έχει στη διάθεσή της ένα σαββατοκύριακο για να πείσει τους 16 συναδέλφους της να αλλάξουν γνώμη και να αποποιηθούν το μπόνους τους, όρο που έχει θέσει η εργοδοσία ώστε να μη χάσει τη δουλειά της εκείνη.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο οι αδερφοί Νταρντέν ξεχώρισαν από τους υπόλοιπους συγκαιρινούς τους δημιουργούς (όχι απαραίτητα Γάλλους), είναι η ιδιαίτερη οπτική με την οποία ποτίζουν τον φιλμικό ρεαλισμό τους.
Δημιούργησαν έναν κινηματογράφο προσωπικό, με τις βάσεις του στις προηγούμενες δεκαετίες, με έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς, με απόλυτη εμπιστοσύνη σε πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς (των οποίων σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξαν και πυγμαλίωνες) και, με κύριο αποτέλεσμα, τον έντονο αντίκτυπο στο θεατή.
Εδώ το σκηνοθετικό δίδυμο επιλέγει για πρώτη φορά μια τόσο διάσημη ηθοποιό για πρωταγωνίστριά του, την εξαιρετική Μαριόν Κοτιγιάρ, η οποία χαρίζει μια συντριπτική ερμηνεία, αποτυπώνοντας με ρεαλισμό την ψυχολογική κόλαση που περνάει η ηρωίδα, δικαιώνοντας απόλυτα τους δημιουργούς για την επιλογή τους.
Το σενάριο αποδεικνύεται προσεκτικά μελετημένο και παρά την εύκολη ροή του, λειτουργεί σχεδόν ως case-study που εξετάζει τις πολλαπλές εκδοχές μιας φαινομενικά απλής ιστορίας, μέχρι να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στον ατομικισμό και τη συλλογικότητα.
Οι αδερφοί Νταρντέν βρίσκουν την ευκαιρία να καταγγείλουν, όπως μόνο αυτοί ξέρουν, τις τακτικές των μεγαλοεταιρειών και την αποδοχή τους από τους εργαζομένους, φέρνοντας την ανθρωπιά αντιμέτωπη με το προσωπικό συμφέρον. Παραδίδουν μαθήματα κουράγιου, ελπίδας και πάνω απ` όλα αλληλεγγύης, μέσα από μια ιστορία που προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη, μη παραλείποντας να κλείσουν το μάτι στην εξάρτηση του δυτικού ανθρώπου από την εργασία, αποτυπώνοντας πόσο καταστροφική φαντάζει η απώλειά της και πόσο λυτρωτική η απελευθέρωσή της από αυτήν.
Δραματικό, κοινωνικό έργο, στηριγμένο σε άπειρες παρόμοιες περιπτώσεις που γεννούνται στις συνθήκες της κρίσης και της οικονομικής ανέχειας.  Μέσα από την διαδικασία αυτή, όμως, η Σαντρά θα ξαναβρεί τον εαυτό της και την θέληση για αγώνα ..

Μέσα από τις Φλόγες

incendies_thumb
Τρίτη 24 Μαΐου 2016

2010, σε σκηνοθεσία-σενάριο του Ντενί Βιλνέβ, με τους: Λούμπνα Αζαμπάλ, Μελίσα Ντεσορμό-Πουλέν, Μαξίμ Γκοντέτ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ακολουθώντας την τελευταία επιθυμία της μητέρας τους, δύο αδέρφια επιχειρούν ένα επίπονο οδοιπορικό στη Μέση Ανατολή για να ερευνήσουν το οικογενειακό τους παρελθόν.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου, μέσα από την ιστορία δύο δίδυμων αδελφιών, που όταν πεθαίνει η μητέρα τους, πληροφορούνται ότι πρέπει να δώσουν ένα γράμμα στον άγνωστο πατέρα τους και στον αδελφό τους, του οποίου αγνοούν επίσης την ύπαρξη. Θα επιδοθούν λοιπόν, σε μια εις βάθος έρευνα στον τόπο καταγωγής των γονιών τους στη Μέση Ανατολή, ανακαλύπτοντας τις πραγματικές τους ρίζες, διαπιστώνοντας το τρομερό παρελθόν της μητέρας τους βουτηγμένο μέσα στη ντροπή και τη φρίκη.
‘Πόλεμος πατήρ πάντων’. Στη ρήση του Ηράκλειτου εμπεριέχεται όλο το νόημα του «Incendies» (Μέσα από τις Φλόγες), μίας ταινίας που σμπαραλιάζει τα όρια ενός τυπικού στόρι περί καλά κρυμμένων οικογενειακών μυστικών και πάει πολύ παρακάτω.
Η σπαρακτική μουσική των Radiohead συνοδεύει την εισαγωγική σκηνή που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σποτάκι της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Από κι ύστερα, μία διαθήκη ανοίγει και η τελευταία επιθυμία μίας γυναίκας δίνει κλωτσιά σ’ ένα κουβάρι που οδηγεί βαθιά στο χώμα. Εκεί, δεν είναι απλώς ριζωμένο ένα κάποιο οικογενειακό δένδρο, αλλά επί της ουσίας το ίδιο το βασίλειο του παραλόγου που κρύβει η ατέρμονη αιματοχυσία στη Μέση Ανατολή.
Χωρισμένο σε τιτλοφορημένες σεκάνς, το υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας φιλμ του Καναδού Ντενί Βιλνέβ, ταξιδεύει σε τόπο και σε χρόνο, ξανά και ξανά, προκειμένου να αποκαλύψει με χειρουργική μεθοδικότητα τα μυστικά και το πλήρες νόημά του.
Οι αρχές που διέπουν την αρχαία τραγωδία περνούν μέσα από το φίλτρο του διακεκριμένου θεατρικού του Ουαζντί Μουαουάντ (στο οποίο βασίστηκε η ταινία) και από εκεί, βρίσκουν το δρόμο της έξοχης κινηματογραφικής διασκευής από τον Βιλνέβ, που με δουλειές όπως τα «Un 32 Aout Sur Terre» και «Maelstrom» έχει ήδη καταφέρει να ξεχωρίσει σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ (βλ. Βερολίνο – Κάννες).
Πόλεμος, μίσος, ξεριζωμός, θάνατος αλλά και αγάπη συνυπάρχουν σε ένα εκρηκτικό μείγμα που σημαδεύει κατευθείαν στην καρδιά και στο νου του θεατή, ξερά και ατόφια. Σκηνές ξυραφιές, σε ένα χωροχρονικό road trip μίας οικογένειας αλλά και ενός τόπου μαρτυρικού, όπου μέσα από μπαρουτοκαπνισμένες κάννες και ατέρμονη αιματοχυσία, η ανθρωπιά και η ελπίδα πασχίζουν να αναπνεύσουν..

Η Επέλαση των Βαρβάρων

2003, σε σκηνοθεσία του Ντενί Αρκάν, με τους Ρεμί Ζιράρ, Στεφάν Ρουσώ, Μαρί Ζοσέ Κροζέ, Ντοροτέ Μπεριμάν, Ντομινίκ Μισέλ, Λουίζ Πόρταλ

Τρίτη 17 Μαΐου 2016
Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο άρρωστος Ρεμί, λίγο πριν υποκύψει στη θανάσιμη ασθένεια που τον χτύπησε, συμφιλιώνεται με τον απόμακρο γιο του, ο οποίος συγκεντρώνει κοντά στον πατέρα του αγαπημένους παλιούς φίλους και προσπαθεί να κάνει τις τελευταίες μέρες του όσο το δυνατόν πιο ανώδυνες.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ρεαλισμός και διανόηση συναντώνται και ενώνουν τις δυνάμεις τους σε μια κοινωνία που οι βασικές δυνάμεις συντήρησής της είναι η αποξένωση, ο εθνικισμός και το χρήμα.. Κοινωνική κριτική φιλτραρισμένη μέσα από τις κατάφορες ιστορικές αδικίες και κυνισμός στο μεγαλείο του όταν όλα γύρω μας χάνουν και τα πιο ευδιάκριτα ερείσματα , όταν ιδεολογίες , ιδανικά και αξίες καταρρέουν συνθλιβόμενα κάτω από το βάρος των παγκόσμιων γεγονότων .
Ένα χρονικό του αιώνα που πέρασε και μια ωμή και ρεαλιστική παρουσίαση των ημερών που διανύουμε και ίσως μια προφητική ματιά για τις μέρες που έρχονται , μέρες όπου η «επέλαση των βαρβάρων» κάθε είδους θα είναι καθημερινό φαινόμενο και θα διαμορφώνει τη νέα τάξη πραγμάτων, πιο άγρια και απογυμνωμένη από συναισθηματικές αποχρώσεις.
Η αγάπη, η φιλία, η αποτυχία, η ελπίδα και ο θάνατος πλέκουν το δίχτυ μέσα στο οποίο αιχμαλωτίζονται οι ήρωες της ανθρώπινης αυτής ιστορίας του Ντενί Αρκάν και όσο τα περιθώρια στενεύουν μαθαίνουν πως το τέλος είναι κοντά για όλους και όσο αυτό πλησιάζει τόσο ο Ρεμί γαντζώνεται απ’ τη ζωή και όσα αγάπησε , πόθησε ή μίσησε , εγκαταλείποντας ιδεολογίες και φιλοσοφικές θεωρήσεις συνειδητοποιώντας την ισότητα όλων μπροστά στη θνητότητα και τη φθορά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μπροστά στο βάρος της ζωής που ολοκληρώνει τον κύκλο της χωρίς να προετοιμάζει κανέναν ο Ρεμί επιλέγει ο ίδιος πότε ακριβώς θα έρθει το τέλος ,σαν μια ύστατη προσπάθεια να ξεγελάσει τον εαυτό του για τη δυνατότητα που το ανθρώπινο πνεύμα κρύβει και που του επιτρέπει να χειρίζεται με αξιοπρέπεια τις στιγμές λίγο πριν το επικείμενο τέλος . Έτσι εγκαταλείπεται στο έλεος και τη δύναμη του μυστηριακού ταξιδιού με σύμμαχο όλα όσα χλεύασε , απέρριψε κα ξεσκέπασε με θάρρος ως αναληθή και βρόμικα στη διάρκεια της ζωής του.

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΝΤΕΝΙ ΑΡΚΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

Έγραψα το σενάριο στη διάρκεια των δυο τελευταίων χρόνων πριν την δημιουργία της ταινίας. Είναι ένα θέμα που με απασχολούσε καιρό, αλλά ποτέ δεν είχα καταφέρει να του δώσω μια μορφή που να με ικανοποιεί.
Κατέληγα πάντα με σενάρια πένθιμα και καταθλιπτικά. Ώσπου μου ήρθε η ιδέα να ξαναχρησιμοποιήσω τους ήρωες της «Παρακμή της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» του 1986. Το χιούμορ ο κυνισμός και το πνεύμα τους μου επέτρεψαν να χειριστώ το θέμα με μια ελαφρότητα που μ’ ευχαριστούσε.
Ευτυχώς όλοι οι ηθοποιοί ήταν εκεί, διαθέσιμοι, κι είχαν όλοι όρεξη να ξαναζήσουν μια νέα περιπέτεια..

Η Ευτυχία Είναι Στο Λιβάδι

1995, σε σκηνοθεσία του Ετιέν Σατιγιέ με τους: Μισέλ Σερώ, Έντι Μίτσελ, Κάρμεν Μάουρα, Σαμπίν Αζεμά, Ερίκ Καντονά, Βιρζινί Νταρμόν

Τρίτη 10 Μαΐου 2016
Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Φράνσις είναι ένας εργοστασιάρχης που καταπιέζεται από την εφορία, τους υπαλλήλους του, τη γυναίκα και την κόρη του. Η μόνη του χαρά μακριά από τα πολλά οικονομικά και οικογενειακά άγχη, είναι το να γευματίζει με τον φίλο του, Ζεράρ.
Γι αυτό βρίσκει την ευκαιρία να ξεφύγει όταν συνειδητοποιεί πως μοιάζει καταπληκτικά με τον εξαφανισμένο προ 20ετίας σύζυγο μιας αγρότισσας, η οποία τον αναζητά μέσω ενός τηλεοπτικού σόου. Δηλώνει πως είναι ο χαμένος σύζυγος και πηγαίνει να ζήσει κοντά της.

Μποέμικη Ζωή

1992, σε σκηνοθεσία του Άκι Καουρισμάκι με τους Μάτι Πέλονπα, Έβελιν Ντίντι, Αντρέ Βιλμς, Κάρι Βαανάνεν, Κριστίν Μουρίγιο, Ζαν Πιέρ Λεό, Λάικα

Τρίτη 3 Μαΐου 2016
Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Μαρσέλ Μαρξ ένας συγγραφέας που το θεατρικό του έργο απορρίφθηκε από έναν εκδότη, διώχνεται από το σπίτι που νοίκιαζε αφού δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Πηγαίνοντας να φάει σ’ένα εστιατόριο θα γνωρίσει τον Αλβανό ζωγράφο Ροντόλφο, που θα προσφερθεί να μοιραστούν το φαγητό του. Γυρίζοντας στο σπίτι θα συναντήσουν τον καινούριο ενοικιαστή, τον Ιρλανδό συνθέτη Σόναρ. Οι τρεις τους θα γίνουν αχώριστοι φίλοι, διάγοντας μποέμικη ζωή, προσπαθώντας να νικήσουν την φτώχεια που τους απειλεί συνεχώς.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ανρί Μιρζέρ “Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ” (1851) τούτο δω το φιλμ (από τα καλύτερα του Καουρισμάκι με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία) είναι μία μελαγχολική κωμωδία που αποτίει φόρο τιμής στην τσαπλινική αξιοπρέπεια του ήθους και την μπρεσσονική λιτότητα της αφήγησης, με το γνωστό ιδιότυπο χιούμορ του (που προσωπικά λατρεύω) και τον τρυφερό λυρισμό του να ξεπηδάει από κει που δεν τον περιμένεις. Ένας γλυκόπικρος στοχασμός πάνω στην ίδια τη ζωή και ένας ύμνος της στωικής αταραξίας, τόσο ως πρόταση ζωής, όσο και ως σκηνοθετική αντίληψη.
Οι τρεις φτωχοί καλλιτέχνες που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τη ζωή τους, διέπονται από μία αυξημένη αίσθηση αξιοπρέπειας. Μιλούν και γράφουν με αριστοκρατική ευγένεια, απομακρυσμένοι από κάθε ίχνος συναισθηματικής υπερβολής (βιώνουν τον πόνο τους μοναχικά χωρίς υστερίες) και είναι από αυτήν την αντίθεση κατ’αρχάς (οικονομική ανέχεια/αριστοκρατική συμπεριφορά), που παράγεται το κωμικό και το γέλιο (ότι έδειξε ο Τσάπλιν με την ενδυματολογική του σημειολογία – από τη μέση και κάτω ρακένδυτος από τη μέση και πάνω ευγενής – ο Καουρισμάκι το δείχνει με το υποκριτικό στυλιζάρισμα). Οι δυσκολίες της ζωής (απειλείται ακόμα και η ίδια τους η επιβίωση), αδυνατούν να κάμψουν τον ιδεαλισμό, την τρυφερότητα και τον αλτρουισμό τους (που κραδαίνουν συνεχώς το φιλμ, μαζί και τις ψυχές μας).
Και είναι αυτήν η τρυφερότητα με τον αλτρουισμό που τελικά θα υπερκεράσουν και τα τελευταία απομεινάρια του εστετισμού (θα βρουν άλλη δουλειά) και εγωισμού τους. Ώστε να αφεθούν εντελώς άδειοι από υλικά και κοινωνικά υπάρχοντα στην μεγαλοσύνη της βαθιάς ανιδιοτελούς αγάπης.
Μαζί βεβαίως με την παροιμιώδη ατάρακτη αξιοπρέπειά τους, που από αρχικός μηχανισμός γέλιου θα μετατραπεί στο τέλος – με μια απρόσμενη επιδέξια στροφή της πλοκής – σε υπέρτατο μάθημα στωικής αταραξίας και γαλήνιας αποδοχής της ζωής και της μοίρας.
Χωρίς να τους αφανίσει το άγχος της επιβίωσης και η υστερία των ανεκπλήρωτων επιθυμιών.