1982, σε σκηνοθεσία Τζον Κάρπεντερ με τους: Κερτ Ράσελ, Τόμας Γουέιτς, Γουίλφορντ Μπρίμλεϋ, Κιθ Ντέιβιντ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στην Ανταρκτική του 1982, κατά τη διάρκεια μίας χιονοθύελλας που έχει διακόψει επί εβδομάδες τις ραδιοεπικοινωνίες, μία αποκομμένη ομάδα επιστημόνων και εργατών στην πολική βάση των ΗΠΑ «Φυλάκιο 31» έρχεται αντιμέτωπη με έναν εξωγήινο οργανισμό, που βρίσκεται παγωμένος στο χιόνι επί εκατό χιλιάδες χρόνια και μπορεί να αφομοιώσει βιολογικά πλάσματα κάθε τύπου, οικειοποιούμενος πλήρως τη μορφή και τη λειτουργία τους..
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το μακρινό 1982 ήταν το έτος που το περιοδικό TIMES ανακήρυξε άνθρωπο της χρονιάς τον… υπολογιστή. Επίσης ήταν η χρονιά που βγήκε στις αίθουσες το «The Thing» του Τζον Κάρπεντερ και σφράγισε αυτό που ονομάζουμε sci-fi horror, όπως νωρίτερα είχε ορίσει το «Alien» του Ρίντλεϋ Σκοτ, το 1979.
Ο Κάρπεντερ σκηνοθέτησε μια ταινία-remake του παλαιοτέρου «The thing from another world» του Χάουαρντ Χωκς με σημαντικές όμως διαφορές από το πρωτότυπο.. Στην ουσία, η μόνη σχέση που έχει η ταινία του Κάρπεντερ, με αυτήν του ’51, είναι ότι βασίζονται στο ίδιο βιβλίο. Για την ακρίβεια, ο Χωκς βασίστηκε στο βιβλίο του Κάμπελ «Who goes there?», ενώ ο Κάρπεντερ είναι αυτός που το μετέφερε στη μεγάλη οθόνη.
Όσον αφορά τα ειδικά εφέ της ταινίας, ο Σταν Γουίνστον μαζί με τον 23χρονο τότε Ρομπ Μπόττιν σε μια συνεργασία-ορόσημο δημιούργησαν, (όπως και ο Γκάιγκερ τρία χρόνια νωρίτερα στο «Alien») ένα πλάσμα άμορφο και υπέροχα άναρχα δομημένο, το οποίο παραμένει εξίσου τρομακτικό και αποκρουστικό ακόμα και σήμερα..Το «The Thing» του 1982, ανήκει πλέον στις ταινίες-σταθμούς για το είδος της επιστημονικής φαντασίας και του τρόμου, ταινίες που απέκτησαν πελώριο cult status και για τους περισσοτέρους δεν ξεπεράστηκαν ποτέ, 30 χρόνια σχεδόν μετά..
Άξια αναφοράς λοιπόν τα μηχανικά εφέ που χρησιμοποιήθηκαν για το εξωγήινο τέρας, αποδίδοντας άψογα τη μορφή του:
δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα ή όψη, είναι ένα συνονθύλευμα χαρακτηριστικών όλων των οργανισμών με τους οποίους έχει έρθει σε επαφή. Τη μια στιγμή το βλέπουμε να εκτοξεύει πλοκάμια, την άλλη να φτιάχνει κουκούλια και την αμέσως επόμενη βγάζει πόδια αράχνης, μάτια αστακού και κορμό λουλουδιού. Είναι τα πάντα και τίποτα συγχρόνως. Και είναι ένα δείγμα του ότι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας μπορεί να είναι πολύ τρομακτική και αποτελεσματική χωρίς την χρήση των ψηφιακών εφέ.
Παράλληλα η σκουρόχρωμη φωτογραφία, οι στενοί διάδρομοι και τα κλειστοφοβικά δωμάτια, οι απομονωμένοι από τον κόσμο (και έτσι αποκομμένοι από κάθε ελπίδα σωτηρίας) ήρωες, σε συνδυασμό με την υποβλητική μουσική από τον μεγάλο Έννιο Μορρικόνε, δίνουν ένα σκοτεινό ατμοσφαιρικό θρίλερ, ένα σύγχρονο κλασικό, πάντα αξεπέραστο.
Στα χέρια του σκηνοθέτη ο πυρήνας του φιλμ, η κεντρική υπόθεση, μετατρέπεται σε σκοτεινή πρώτη ύλη..Ο Κάρπεντερ χρησιμοποίησε το εύρημα του πλάσματος για να φτιάξει μια ταινία ψυχολογικού τρόμου, με χαρακτήρες εκτεθειμένους στην αμφιβολία και την άγνοια, οι οποίοι σταδιακά θα ‘έσπαγαν’ και θα αναλώνονταν σε μια παρανοϊκή εσωτερική διαμάχη εμπιστοσύνης και καχυποψίας..