Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Ocean’s Eleven

1960, σε σκηνοθεσία Λιούις Μάιλστοουν, με τους Φράνκ Σινάτρα, Ντην Μάρτιν, Σάμυ Ντέηβις, Πήτερ Λώφορντ, Τζόυ Μπίσοπ, Άντζι Ντίκινσον, Σίρλεϋ Μακλέην, Ρίτσαρντ Κόντε, Χένρι Σίλβα, Μπάντυ Λέστερ, Ρίτσαρντ Μπένεντικτ, Νόρμαν Φελ, Σήζαρ Ρομέρο, Πατρίς Γουίμορ, Ακίμ Ταμιρόφ, Τζωρτζ Ραφτ, Ρεντ Σκέλτον, Ρίτσαρντ Μπουν, Τζην Γουάιλς, Χανκ Χένρυ, Λιου Γκάλλο, Ρόμπερτ Φουλκ

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016
Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Έντεκα φίλοι από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα την 82η μοίρα αλεξιπτωτιστών, αποφασίζουν να κλέψουν ταυτόχρονα, 5 διαφορετικά καζίνο στο Λας Βέγκας, παραμονή Πρωτοχρονιάς!

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο βραβευμένος με 2 Όσκαρ σκηνοθέτης των μεγάλων επιτυχιών(All Quiet on the Western Front – 1930, Of Mice and Men – 1940, A Walk in the Sun – 1945, Halls of Montezuma – 1951, κ. α.), Λιούις Μάιλστοουν, ανέλαβε να χωρέσει σε μια ταινία, υποκριτικό ταλέντο, μουσικές και νότες, υπέροχες φωνές, αλλά και μεγάλες προσωπικότητες. Την ιστορία είχαν γράψει οι Τζωρτζ Κλέιτον Τζόνσον και Τζακ Γκόλντεν Ράσελ. Το soundtrack υπέγραψε ο Νέλσον Ριντλ, η διεύθυνση φωτογραφίας ήταν του Γουίλιαμ Ντάνιελς και το άψογο μοντάζ έγινε από τον Φίλιπ Άντερσον.
Για το σενάριο των Χάρρυ Μπράουν και Τσαρλς Λεντερέρ, ο Μάιλστοουν είχε μόνο μια εικόνα στο μυαλό, όταν το διάβασε για πρώτη φορά. Μια πεντάδα λαμπερή, ικανή να το απογειώσει! Τους Rat Pack! Έκαμψε με συνοπτικές διαδικασίες, τις όποιες αμφιβολίες της Warner Bros.(για τα χρήματα του budget), και χρηματοδότησαν από κοινού το σχέδιο.
Στα τέλη της δεκαετίας του `50 ο Φράνκ Σινάτρα ανήκε στην παρέα που είχαν δημιουργήσει ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ, Η Λωρήν Μπακόλ, η Τζούντυ Γκάρλαντ, ο Σιτ Λαφτ, ο Ντέιβιντ Νίβεν και ο Τζίμμυ Βαν Χιούσεν και που οι ίδιοι ονόμαζαν χαριτωμένα «The Rat Pack of Holmby Hills». Η παρέα φημιζόταν για τα γλέντια της στα in clubs του LA ή στα όχι και τόσο in, τα οποία όμως αυτομάτως προβιβάζονταν σε in μόλις η συγκεκριμένη παρέα αποφάσιζε να περάσει την βραδιά της εκεί.
Μετά τον θάνατο του Μπόγκι, ο Φράνκι, νοσταλγώντας τα έργα και τις ημέρες του πρώτου Rat Pack, δημιουργεί μία νέα παρέα γύρω του που έμελλε να μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Οι Φράνκ Σινάτρα, Ντην Μάρτιν, Σάμυ Ντέηβις, Πήτερ Λώφορντ και Τζόυ Μπίσοπ αποτελούν αυτήν την γλεντζέδικη αντροπαρέα, στης οποίας τα κατορθώματα ενίοτε επιτρέπονταν να λαμβάνουν μέρος και η Άντζι Ντίκινσον και κυρίως η αγαπημένη και των 5, Σίρλεϋ Μακλέην. Η παρέα ονομάστηκε The Clan, ονομασία που σταδιακά εγκαταλείφθηκε για να υιοθετηθεί αυτή με την οποία θα άφηναν την σφραγίδα τους στο κινηματογραφικό στυλ: The Rat Pack. Οι πέντε τους έμειναν θρυλικοί για τις εμφανίσεις του στα Καζίνο του Las Vegas (που ήταν και ο φυσικός χώρος δράσης τους) και προϊόν αυτών των νυχτερινών συνεργασιών στις μουσικές σκηνές των καζίνο είναι και η ταινία σήμα κατατεθέν της παρέας: Ocean’s Eleven. Πρόκειται για τα περίφημα Sahara, Riviera, Desert Inn, Sands και The Flamingo (τα οποία οι Rat Pack θα ληστέψουν στην ταινία).
Αφού περνούσαν τόσο καλά στην σκηνή γιατί να μην το δοκιμάσουν και στην οθόνη?

Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι

1960, σε σκηνοθεσία  Τζον Στέρτζες με τους: Γιουλ Μπρίνερ, Τζέιμς Κόμπερν, Στηβ Μακ Κουήν, Τσαρλς Μπρόνσον, Ρόμπερτ Βων, Μπραντ Ντέξτερ, Χορστ Μπούλτσολζ, Έλι Γουάλας

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Επικό γουέστερν με επτά πιστολέρος που υπερασπίζονται ένα μεξικάνικο χωριό από ληστρικές επιδρομές..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σ ένα σετ πλημμυρισμένο από τεστοστερόνη και με διάχυτο έναν ανδρικό ανταγωνισμό που όμως καθόλου δεν εμπόδισε την αγαστή συνεργασία και τη σφυρηλάτηση φιλικών σχέσεων, ο Στέρτζες, τελικός αποδέκτης της σκηνοθετικής ευθύνης, γυρίζει την αμερικανική εκδοχή του αριστουργήματος του Ακίρα Κουροσάβα, το 1954 , «Οι Επτά Σαμουράι».
Σε αντίθεση με ανάλογες προσπάθειες του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος, οι Υπέροχοι Επτά αποτελούν μία διασκευή άξια λόγου κυρίως γιατί ο σκηνοθέτης της κατάφερε να ενσωματώσει με επιτυχία στο western τους κώδικες τιμής που εξαίρονταν στην γιαπωνέζικη ταινία.
Ο ίδιος ο Κουροσάβα δεν έκρυψε την ικανοποίησή του με το αποτέλεσμα του “Magnificent Seven” (αγγλικός τίτλος). Άλλωστε συχνά δήλωνε ότι οι επτά σαμουράι του ήταν προϊόν των επιρροών που είχε δεχθεί από το αμερικανικό western.
Ο Στέρτζες γυρίζει μία ταινία που μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος των σκληρών και απέριττων spaghetti western του Λεόνε. Εγκαταλείπει τις μεγαλόπνοες φόρμες αφήγησης του Τζον Φορντ και του Χιούστον και εγκαινιάζει ένα νέο, ρεαλιστικό τρόπο αντιμετώπισης της αμφιλεγόμενης κοινωνίας της Άγριας Δύσης.
Έχοντας ένα εξαιρετικά σφιχτό σενάριο, των Γουόλτερ Νιούμαν και Γουίλιαμ Ρόμπερτς, ως εργαλείο, ο σκηνοθέτης μας αφηγείται με απόλυτο ρεαλισμό την ιστορία των επτά μισθοφόρων που κλήθηκαν από τους κατοίκους ενός μεξικανικού χωριού προκειμένου να τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν μία συμμορία κλεφτών που με επικεφαλής τον Καλβέρα (κατά κόσμο Έλι Γουάλας) ρήμαζε τις προμήθειες τους καταδικάζοντας σύσσωμο το χωριό σε αφανισμό.
Ο Στέρτζες σκηνοθετεί μία ταινία δράσης και ηρωικών εξάρσεων χωρίς να παραμελεί την αγαπημένη του συνήθεια: να ρίχνει μία εξονυχιστική ματιά στις αθέατες πλευρές αυτής της κοινωνίας. Ο σκηνοθέτης διακρίνεται στην προσπάθειά του να αναλύσει την ψυχοσύνθεση 7 χαρακτήρων, να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις τους, να τους δώσει παρελθόν, να τονίσει την έλλειψη προοπτικών και κυρίως να προβάλλει τους στενούς δεσμούς που προκύπτουν ανάμεσα σε ανθρώπους που αντικρίζουν καθημερινά τον θάνατο κατάματα.
Με μία πραγματικά εντυπωσιακή οικονομία λόγου, καταφέρνει να σκιαγραφήσει και τους 7 με τέτοιο τρόπο ώστε όταν καλούνται να πάρουν την σημαντική απόφαση της επιστροφής ή μη στο χωριό – σκηνή κορύφωσης- ξέρουμε πολύ καλά τι θα κάνει ο καθένας και κυρίως για ποιο λόγο θα το κάνει. Τα κίνητρά τους μας είναι οικεία η ποιότητα του κάθε χαρακτήρα ανεξήγητα γνωστή.
Είναι σαφές και αυταπόδεικτο ότι ο σκηνοθέτη θέλει να απομυθοποιήσει την γοητεία των «φτωχών και μόνων καουμπόηδων» που δεν εξαρτώνται από κανένα και βρίσκονται στην διάθεση οποιουδήποτε πληρώνει καλά (ή όχι και τόσο καλά). Φωτίζει σκληρά την αληθινή τους ζωή αυτήν που τους καταδικάζει στην αποξένωση και στη μοναξιά, που τους καταντά απόκληρους μίας κοινωνίας η οποία τους αναζητά όταν τους χρειάζεται, αρνείται όμως να τους ενσωματώσει ότι την χρειάζονται αυτοί..

Υπόθεση Νοτόριους

1946, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ με τους: Κάρι Γκράντ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Κλάουντ Ρέινς, Λούις Κάλχερν, Αλέξης Μινωτής

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια όμορφη γυναίκα με ένα σπιλωμένο παρελθόν, η Αλίσια, στρατολογείται από τον Αμερικάνο πράκτορα Ντέβλιν να κατασκοπεύσει σε έναν κύκλο από Ναζί στο μεταπολεμικό Ρίο. Η κατασκοπία αυτή φτάνει να γίνεται πολύ επικίνδυνη για την ζωή της αφού παντρευτεί τον πιο ευγενή από τον κύκλο των Ναζί, τον Άλεξ. Μόνο ο Ντέβλιν μπορεί να την σώσει, αλλά για να το κάνει αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσει τον ρόλο του στην απελπιστική κατάστασή της, να αναγνωρίσει ότι την αγαπούσε εξ αρχής και να της το πει.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Πρόκειται για μία απ’ τις καλύτερες ταινίες που έκανε ο Χίτσκοκ κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του στην Αμερική. Ο ίδιος ο Φρανσουά Τρυφώ αναφέρει το ‘Notorious’ ως το μοναδικό έργο που παρέχει την πληρέστερη αντιπροσώπευση της τέχνης του Χίτσκοκ. Πρόκειται για ρομαντικό ψυχολογικό δράμα και ταυτόχρονα ταινία κατασκοπείας, όπου ο μεγάλος μετρ, με έντονους και εύστοχους τους μηχανισμούς του σασπένς, πλάθει αμφιλεγόμενους χαρακτήρες μέχρι την τελευταία στιγμή της ταινίας.
Κάπου ανάμεσα στα κατασκοπικά της πρώτης του περιόδου, αλλά και στο ύφος της πιο ένδοξης του, η ταινία αποτελεί το σπουδαιότερο μάθημα σύμπλευσης σκηνοθεσίας-σεναρίου. Η κάμερα χαϊδεύει και γρατζουνάει τους ήρωες και οι διάλογοι εισχωρούν μέσα τους. Ο Χίτσκοκ προάγει τη ψυχρότητα του φαίνεσθαι, ενώ οι λέξεις κόβουν το εξωτερικό περίβλημα και φτάνουν στα εσώψυχα. Μια πλοκή που θα μπορούσε να δώσει ένα απλό κατασκοπικό νουάρ, μετατρέπεται σε ένα δυνατό όσο και σκοτεινό ρομάντζο, όπου το σασπένς συνεπάγεται των λαθών της προσωπικότητας των ηρώων, αποτέλεσμα των συναισθημάτων τους. Όχι μονάχα των δύο κεντρικών, αλλά και του Αλεξάντερ Σεμπάστιαν, του ευφυούς «κακού» που τα αισθήματα του τον κάνουν να την πατήσει σαν πρωτάρης.
Το αριστουργηματικό σενάριο του Μπέν Χέχτ υπονοεί πως το ότι είμαστε ικανοί να σκοτώνουμε ότι αγαπάμε περισσότερο είναι ένα στοιχείο ριζωμένο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η πολύ ανθρώπινη δυνατότητά μας να είμαστε απάνθρωποι είναι το σκοτεινό μυστήριο στην καρδιά του ‘Notorious’. Παρόλα αυτά, ίσως η αγάπη μπορεί να μας σώσει από τη διαστροφή μας.
Απ’ αυτήν την άποψη, το Notorious είναι υποδειγματικό εκείνης της αξιοσημείωτης στιγμής ανάμεσα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τις ακόμα σκοτεινότερες μέρες του Ψυχρού Πολέμου. Η ταινία του Χίτσκοκ αναγνωρίζει ότι η δυνατότητα απανθρωπιάς δεν είναι αποκλειστική ιδιότητα των Ναζί ή άλλων κακούργων, ουσιαστικά διαφορετικών από μας. Και συνδυάζει τη παραδοχή αυτή με την ταυτόχρονη έκφραση της πίστης ότι δεν είναι αργά να βρούμε λύτρωση..

Φρανκενστάιν Τζούνιορ

1974, σε σκηνοθεσία Μελ Μπρουκς με τους: Τζιν Γουάιλντερ, Μάρτι Φέλντμαν, Πίτερ Μπόιλ, Μάντλιν Καν, Τέρι Γκαρ, Κένεθ Μαρς, Κλόρις Λίχμαν, Τζιν Χάκμαν

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016
Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Δρ. Φρέντερικ Φρανκενστάιν έρχεται στην Τρανσυλβανία για να κληρονομήσει τον πύργο του παππού του. Μαζί με τον πύργο κληρονομεί τον καμπούρη υπηρέτη και την παρανοϊκή οικονόμο, που του δίνουν την έμπνευση να κάνει αυτό που έκανε κι ο παππούς του, να δημιουργήσει ζωή. Θα προχωρήσει στα πειράματά του και θα πετύχει. Μόνο που το τέρας που θα προκύψει δεν είναι σαν τα άλλα.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το φιλμ «Φρανκενστάιν Τζούνιορ» (Young Frankenstein), σηματοδοτεί μία από τις ωραιότερες κωμωδίες όλων των εποχών. Είναι βασισμένο πάνω σε χαρακτήρες της νουβέλας τρόμου Φρανκενστάιν (πρωτότυπος τίτλος Frankenstein) της Μαίρη Σέλλεϋ και σε σενάριο των Μελ Μπρουκς και Τζιν Γουάιλντερ.
Η ταινία αποτελεί παρωδία των κλασικών ταινιών τρόμου και συγκεκριμένα των διαφόρων εκδοχών του Frankenstein της Mary Shelley (1930): σατιρίζει τις τρεις πρώτες ταινίες του Φρανκενστάιν από την Universal Pictures: «Φρανκενστάιν», «Η Μνηστή του Φρανκενστάιν» και «Ο Γιος του Φρανκενστάιν». Τα περισσότερα από τα κομμάτια του εξοπλισμού του εργαστηρίου που χρησιμοποιήθηκαν είναι ίδια με αυτά που δημιούργησε ο Kenneth Strickfaden για την ταινία Frankenstein του 1931. Για να αντικατοπτρίσει περισσότερο την ατμόσφαιρα των παλαιότερων ταινιών ο Μπρουκς χρησιμοποίησε ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια σπάνια επιλογή για εκείνη την εποχή.
Η ταινία προτάθηκε για Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου και Ήχου καθώς και για τις Χρυσές Σφαίρες Α’ και Β’ Γυναικείου Ρόλου, για τις Κλόρις Λίχμαν και Μάντλιν Καν, αντίστοιχα.
Εμπνευσμένες ατάκες και ανατροπές, δηλητηριώδες χιούμορ, και ανεπανάληπτοι διάλογοι ακόμα και ανάμεσα στους δευτερεύοντες χαρακτήρες.
Το Φρανκενστάιν Τζούνιορ, είναι μια γοητευτική ταινία, τίποτε λιγότερο από μια κλασική κωμωδία που αντλεί το καλύτερο από όλους τους εμπλεκόμενους σε αυτήν. Κανένα από τα αστεία και τα λογοπαίγνια δεν έχει χάσει την χάρη του. Από μια καριέρα η οποία περιλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες κωμωδίες που έγιναν ποτέ, αυτή η ταινία του Μελ Μπρουκς καταφέρνει να ξεχωρίσει.

Οι Δώδεκα Ένορκοι

1957, σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Λιούμετ με τους: Χένρι Φόντα, Μάρτιν Μπάλσαμ, Τζον Φέντλερ, Λι Τζέι Κομπ, Ρόμπερτ Βέμπερ

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016
Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Δώδεκα ένορκοι συνεδριάζουν για να εκδώσουν την απόφαση σε μια υπόθεση ανθρωποκτονίας. Κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι πεπεισμένοι πως ο νεαρός κατηγορούμενος είναι ένοχος, ένας από αυτούς προσπαθεί να τους πείσει να επανεξετάσουν τα στοιχεία.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Καθηλωτικό δικαστικό και αστυνομικό δράμα δωματίου, που μπορεί να ειδωθεί και ως μια κοινωνική αλληγορία για τη εφαρμογή της δημοκρατίας στην κοινωνία. Αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική δουλειά του Σίντνεϊ Λιούμετ, ο οποίος (έχοντας προϋπηρεσία στο θέατρο και την τηλεόραση) παραδίδει μαθήματα σκηνοθεσίας. Το υποδειγματικό θεατρικό σενάριο του Ρέτζιναλντ Ρόουζ, ταυτίζοντας τον κινηματογραφικό με τον πραγματικό χρόνο, ξεδιπλώνει αποκλειστικά μέσα από ένα διαλογικό «πινγκ-πονγκ» μια δικαστική υπόθεση που είναι λιγότερο απλή από όσο φαίνεται και εξελίσσεται ως μια εκπληκτικά ενδιαφέρουσα ιστορία μυστηρίου.
Παράλληλα, σκιαγραφούνται οι δώδεκα χαρακτήρες του τίτλου, καθένας από τους οποίους διαθέτει τη δική του προσωπικότητα και βασίζει τις απόψεις του σε διαφορετικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να δίνεται η δυνατότητα στο θεατή να διαμορφώσει μια ξεχωριστή εικόνα για τον καθένα, να συμπαθήσει κάποιους και να μισήσει άλλους.
Με αυτήν την πολυμορφία των τοποθετήσεων των ενόρκων απέναντι στην υπόθεση να ενισχύει την έντονα κοινωνική διάσταση του έργου, αυτό εμπλέκει και τον θεατή στην ιστορία του, κάνοντάς τον να συμμετέχει διαρκώς νοητικά σε αυτήν, παίρνοντας κι ο ίδιος θέση, δίνοντας απαντήσεις, επιχειρηματολογώντας, συμφωνώντας ή διαφωνώντας.

Όλα Για Την Έυα

1950, σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Λέο Μάνκιεβιτς, με τους Μπέτι Ντέιβις, Αν Μπάξτερ, Τζορτζ Σάντερς, Σελέστ Χολμ, Γκάρι Μέριλ, Χιού Μάρλοου, Μέριλιν Μονρόε, Θέλμα Ρίττερ, Γκρέγκορι Ράτοφ, Μπάρμπαρα Μπέιτς, Γουόλτερ Χάμπτεν

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016
Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα βράδυ μια φανατική θαυμάστρια της ντίβας του Μπρόντγουεϊ, Μάργκο Τσάνινγκ θα βρεθεί στο καμαρίνι της κι έκτοτε θα γίνει το δεξί χέρι της. Έχοντας πλέον αναλάβει τα καθήκοντα της αποκλειστικής της οικονόμου και γραμματέα, η νεαρή και άσημη Εύα Χάρινγκτον θα βάλει μπρος το υποχθόνιο σχέδιό της, δηλαδή να φτάσει στην κορυφή του Μπρόντγουεϊ χρησιμοποιώντας κάθε, μα κάθε μέσο.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το 1949 ο Τζόσεφ Μάνκιεβιτς, ο οποίος είχε ήδη κερδίσει όσκαρ σκηνοθεσίας την ίδια χρονιά για την ταινία «Γράμμα σε τρεις συζύγους», διαβάζοντας στο Cosmopolitan το μικρό διήγημα της Μαίρη Ορ «Η σοφία της Εύας», αποφασίζει να βασιστεί σε αυτό και να γράψει ένα σενάριο για ταινία με θέμα την ηλικιωμένη ηθοποιό, κάτι που ήθελε καιρό να κάνει. Έτσι, έγραψε το αρχικό σενάριο του Όλα για την Εύα, με τίτλο «Τελευταία παράσταση» και το παρουσίασε στον πρόεδρο της 20th Century Fox και παραγωγό Ντάριλ Φ.Ζάνουκ, ο οποίος ενθουσιάστηκε τόσο ώστε να συνδράμει στις τροποποιήσεις. Ήταν μάλιστα ο Ζάνουκ που πρότεινε στον Μάνκιεβιτς τον τίτλο «Όλα για την Εύα».
Πρόκειται για ένα μάθημα σκηνοθετικού ύφους της κλασικής περιόδου του Χόλιγουντ, που όμως αφήνει να διαφανούν κάποια ίχνη του μοντερνισμού της επόμενης δεκαετίας. Γι’ αυτό και μοιάζει τόσο αγέραστη. Μετά την προβολή της απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και φυσικά το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, ενώ τιμήθηκε με 6 βραβεία Όσκαρ και στάθηκε αρκετά προφητική, αν αναλογιστούμε ότι χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στην Μπέτι Ντέιβις στις Κάννες, έκανε όμως διάσημη και την Αν Μπάξτερ, η οποία γρήγορα «ξεχάστηκε» και παραγκωνίστηκε από την ξανθιά σεξοβόμβα, που κλέβει σε μια σκηνή την παράσταση και ακούει στ’ όνομα Μέριλιν Μονρόε!
Η ταινία είναι μία ταινία για τις γυναίκες φτιαγμένη από έναν άντρα. Ο δημιουργός της με ξεκάθαρη ψυχαναλυτική διάθεση προσεγγίζει την γυναίκα που, σύμφωνα με άποψη που έχει διατυπώσει ο ίδιος, είναι πολύ πιο πολύπλοκο και πολυεπίπεδο πλάσμα από τον άνδρα.
Ένα ψυχολογικό δράμα με έντονα στοιχεία μαύρης κωμωδίας, δομημένο ως νουάρ. Ως προς το περιεχόμενό της είναι μία διατριβή πάνω στις ανθρώπινες νευρώσεις και στις σκοτεινές προθέσεις που διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπινων όντων.
Ο δημιουργός μας παραδίδει επίσης μία ρεαλιστική απεικόνιση των παρασκηνίων του Broadway και της θεατρικής σκηνής της Νέας Υόρκης καθώς και των ανθρώπων που υπηρετούν τις Show Business συχνά με κόστος την ακεραιότητά τους.
Σε μια πρωτόλεια ανάλυση ο θεατής θα αντιληφθεί ότι ο προβληματισμός του σκηνοθέτη εστιάζεται στα θέματα της αιώνιας γυναικείας αντιπαλότητας της οποίας αφετηρία είναι πάντοτε η διεκδίκηση ενός άντρα. Ως ένα βαθμό ισχύει. Ο Μάνκιεβιτς προβαίνει σε πρωτοφανείς αναλύσεις γύρω από την γυναικεία φιλία που είναι δυνατή και ταυτόχρονα ανταγωνιστική, γύρω από τις γυναικείες ανεξήγητες –συχνά υπερβολικές- παρορμήσεις που σχεδόν πάντα ισοπεδώνουν τους άντρες και τους μπλοκάρουν συναισθηματικά, γύρω από τις γυναικείες ανασφάλειες. Όμως η λαμπρότητα του κειμένου έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας του δεν αρκείται στις παραπάνω διαπιστώσεις. Προχωρά βαθύτερα σε μία προσπάθεια ερμηνείας της γυναικείας ψυχοσύνθεσης.
Το ευφυές ψυχογράφημα γυναικών που καταλήγουν αντίπαλες drama queens στη θεατρική σκηνή των φιλοδοξιών τους, είναι τόσο καλογραμμένο που, 6 δεκαετίες μετά την πρεμιέρα του, στέκεται ακόμα αλώβητο από το χρόνο.

Οι Εντιμότατοι Φίλοι μου

1975, σε σκηνοθεσία Μάριο Μονιτσέλι, με τους Ούγκο Τονιάτσι, Γκαστόνε Μόσκιν, Φιλίπ Νουαρέ, Όλγα Καρλάτου

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016
Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Φλωρεντία. Ο δημοσιογράφος Περότσι, ο αρχιτέκτονας Mελάντρι, ο μπάρμαν Nέκι, ο χειρουργός Σασαρόλι και ο κόμης Mασέτι, πενηντάρηδες στην ηλικία αλλά σκανταλιάρικα παιδιά στην ψυχή και το πνεύμα, στήνουν φάρσες και κάνουν χοντρές πλάκες, αναζητώντας μια οριστικά χαμένη νιότη.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Χωρίς αμφιβολία, μια από τις καλύτερες μαύρες κωμωδίες όλων των εποχών. Ο Μάριο Μονιτσέλι, εν έτει 1975 φιλμάρει ένα τολμηρό αριστούργημα που διηγείται τις σκανδαλιές μιας παρέας πενηντάρηδων.
Σύνδρομο του Peter Pan στο πιο εξτρεμιστικό του, χοντράδες αλλά και μελαγχολία είναι τα χαρακτηριστικά της ταινίας του Μονιτσέλι, μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία που οδήγησε και σε δύο ακόμα sequel. Το φιλμ είναι βασισμένο σε μια σεναριακή ιδέα του Πιέτρο Τζέρμι, ο οποίος όμως απεβίωσε πριν τα γυρίσματα με την σκυτάλη να περνάει στο 60χρονο τότε Μονιτσέλι, που σύμφωνα με πολλούς είναι υπεύθυνος για την αλλαγή του κλίματος προς το φαρσέσκο. Η ταινία ισορροπεί με αξιοθαύμαστη ακρίβεια ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, στο κωμικό και στο τραγικό και η μουσική επένδυση ντύνει με τον πιο όμορφο τρόπο την ταινία.
Η άτακτη αυτή – αλλά με πινελιές τραγικότητας και πικρίας για το πέρασμα του χρόνου που κάνει τους ήρωές μας να φαντάζουν ακόμα πιο αφελείς από ότι είναι – κωμωδία, δεν στηρίζεται τόσο σε ένα σφιχτό σενάριο όσο στο αυθεντικό παρεΐστικο κλίμα μεταξύ των πρωταγωνιστών, που κάνει τους διαλόγους να μοιάζουν αυτοσχεδιασμένοι εκείνη τη στιγμή.
Ο Μονιτσέλι δεν μπλέκεται πολύ στα πόδια των πρωταγωνιστών του, απλά ακολουθώντας τους με την κάμερα αιχμαλωτίζει τις γνήσιες ερμηνείες τους.
Πολλοί κατηγόρησαν το φιλμ για απόλυτη κενότητα και μισογυνία. Κατά ένα μέρος οι κατηγορίες στέκουν. Οι γυναίκες στο σύμπαν του «Amici Miei» (ο ιταλικός τίτλος) είναι δύο ειδών: σύζυγοι, άρα ευθύνες προς αποφυγή ή πεταχτές νεαρές, για διασκέδαση. Αυτό που φαίνεται ότι διαφεύγει από κάποιους είναι ότι δεν πρόκειται για σεναριακή γενίκευση. Η πρωταγωνιστική πεντάδα χαρακτηρίζεται ξεκάθαρα από ένα συναίσθημα κυνισμού και μισανθρωπίας (όχι μόνο μισογυνίας)-τα σχέδια τους είναι η απάντηση σε όλους όσους τους περιτριγυρίζουν, ένοχοι του να είναι μια ζωή θύματα.
Οι χαρακτήρες του φιλμ ρίχνουν χαστούκια σε αγνώστους γιατί δεν έχουν το κουράγιο να τα ρίξουν στον εαυτό τους.
Πίσω από την ιστορία κρύβεται μια πικρή σάτιρα της αστικής κοινωνίας και των δομών της εξουσίας που τη στηρίζουν, με τρόπο που το «Εντιμότατοι φίλοι μου» αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα της ιταλικής κωμωδίας, που στη δεκαετία του ’60 και μέχρι τα μέσα του ’70 δημιούργησε τη δική του «σχολή».

Ο Τρελός Πιερό

pierrot-le-fou-poster
Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

1965, σε σκηνοθεσία  Ζαν Λουκ Γκοντάρ με τους: Ζαν Πολ Μπελμοντό, Αννα Καρίνα, Σάμουελ Φούλερ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Πιερό εγκαταλείπει την γυναίκα και την κόρη του και το σκάει από το Παρίσι με την babysitter προσπαθώντας μαζί να αποφύγουν τους επαγγελματίες Αλγερινούς δολοφόνους που την καταδιώκουν. Μετακινούνται διαρκώς στη Μεσόγειο και στην διάρκεια του ταξιδιού φιλοσοφούν για τα πάντα.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
«Μετά τα πενήντα, ο Βελάσκεθ δε ζωγράφιζε πια κάτι συγκεκριμένο.
Πλανιόταν γύρω από τα πράγματα με τον αέρα και το λυκόφως,
ξάφνιαζε τη σκιά, τη διαφάνεια, τους χρωματιστούς παλμούς,
που ήταν το κέντρο της σιωπηλής συμφωνίας του.
Έπιανε μόνο τις μυστηριώδεις αλλαγές στον κόσμο,
που αλληλοεπηρεάζονται σε σχήματα και τόνους
σε μια διαδικασία μυστική και αέναη,
που τίποτα δεν μπορεί να διακόψει την πορεία της.
Ο χώρος βασιλεύει».

Με τη δέκατη ταινία του, ο Γκοντάρ επιχειρεί μια «ανακεφαλαίωση» κι έναν απολογισμό τού μέχρι τότε έργου του. Ο Τρελός Πιερό δεν είναι παρά ένα «μικρό λεξικό» της γκονταρικής γλώσσας, των έμμονων ιδεών του και της τεχνικής του. Όλα τα θέματα που τον απασχόλησαν – και που θα τον απασχολήσουν στο μέλλον – , θα τα βρούμε συγκεντρωμένα σ’ αυτή την ταινία: ο έρωτας -συνώνυμο του θανάτου, η τρυφερότητα – συνώνυμο της αδεξιότητας, η ασυνεννοησία — συνώνυμο του πολιτισμού μας, η βλακεία -συνώνυμο της κακίας, η αδιαφορία για τον πλησίον – συνώνυμο της συμβατικής ηθικής. Κοντά σ’ αυτά, θα βρούμε κι εδώ την ιδέα-κλειδί για την κατανόηση ολόκληρης της θεματολογίας του: τη μάταιη αναζήτηση ενός χαμένου παραδείσου μέσα σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ψοφοδεή ανθρωπάκια.
Όσο οι άνθρωποι δεν καταφέρουν να συνεννοηθούν απευθείας με τη ματιά, με την αφή, με τα ένστικτα, οι λέξεις θα τους καταδυναστεύσουν πάντα και το ψέμα θα βρίσκει έναν τρόπο να χώνεται ανάμεσα τους. Ο λόγος είναι μια μάσκα που κρύβει την εικόνα, η οποία, αν δεν αντιπροσωπεύει την αλήθεια αυτή καθ’ αυτή, δίνει τουλάχιστον μια σαφή περιγραφή του κόσμου των φαινομένων. «Στις μέρες μας, όπου οι πάντες σκέφτονται βαθιά, το να λες βλακείες είναι ο μόνος τρόπος για να αποδείξεις πως έχεις ελεύθερη και ανεξάρτητη σκέψη», λέει ο Μπορίς Βιαν. Όμως, το να λες βλακείες με την εικόνα για ν’ αποδείξεις την ελευθεροφροσύνη σου, είναι κάτι περισσότερο από δύσκολο……
Ο τρελός Πιερό είναι μια ταινία-έρευνα, με την οποία ο Γκοντάρ προσπαθεί να σπάσει την κρούστα των φαινομένων και να πλησιάσει την ουσία. Ο ίδιος, χαρακτηρίζει τον «Τρελό Πιερό» σαν μια σπουδή ταινίας, που μιλά όχι για τους ανθρώπους και τα πράγματα, αλλά γι’ αυτό που βρίσκεται ανάμεσά τους και που ποτέ μέχρι τώρα δεν προβλημάτισε το σινεμά. Απελευθερωμένος από τις συμβάσεις της κλασικής δραματoυργίας αφήνεται να παρασυρθεί από ένα γνήσιο ποιητικό οίστρο.
Η ταινία είναι μια διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο είναι δυνατόν να ξύσουμε με την κάμερα, τη σκουριά που έχει επικαθίσει στους ακαδημαϊκούς εγκεφάλους. Η πίστη του Γκοντάρ στην τέχνη του είναι πραγματικά συγκινητική.
Παράλληλα αποτελεί έναν αναρχικό ύμνο για μια γενιά που βιώνει το υπαρξιακό αδιέξοδο, ενώ θεωρείται η τελευταία μεγάλη ταινία της «νουβέλ βάγκ».

«Ένα πείραμα, μια προσπάθεια να αιχμαλωτίσω στο σελιλόιντ την ίδια την ουσία της ζωής.»
Ζαν Λουκ Γκοντάρ

Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού

2004, σε σκηνοθεσία Μισέλ Γκοντρί και σενάριο Τσάρλι Κάουφμαν με τους: Τζιμ Κάρεϋ, Κέιτ Γουίνσλετ, Κίρστεν Ντανστ, Ελάιτζα Γουντ, Μαρκ Ράφαλο

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016
Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Τζόελ απευθύνεται σε μια κλινική “διαγραφής της μνήμης” για να του σβήσουν κάθε ανάμνηση από τη σχέση του με την πρώην αγαπημένη του Κλεμεντάιν.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Human Nature, το κινηματογραφικό ντεμπούτο του σκηνοθέτη Μισέλ Γκοντρί, δεν είχε δυστυχώς ιδιαίτερη τύχη στις ελληνικές αίθουσες. Στην Αιώνια Λιακάδα (Eternal Sunshine of the Spotless Mind) συνεργάζεται για δεύτερη φορά με το σεναριογράφο Τσάρλι Κάουφμαν, μια από τις πιο πρωτότυπες και έξυπνες πένες στο χώρο του κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια, που έχει ήδη στο ενεργητικό του τα Being John Malcovich και Adaptation.
Ο Γκοντρί δημιουργεί ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον που αποδίδεται με τον πιο γήινο τρόπο: η χρήση των εφέ γίνεται όχι για εντυπωσιασμό, αλλά συντελεί στην εξέλιξη της υπόθεσης. Όσο παλαβή και αν φαίνεται η σεναριακή ιδέα, η ταινία αφηγείται την αρχαιότερη ιστορία του κόσμου: ένα αγόρι συναντά ένα κορίτσι, ερωτεύονται, αρχικά τα πράγματα πηγαίνουν καλά μέχρι που εμφανίζονται οι πρώτες δυσκολίες. Εδώ όμως οι κοινοτυπίες αποφεύγονται και η ιστορία παρουσιάζεται σε αντίστροφη γραμμική πορεία.
Εκμεταλλεύεται στο έπακρο κάθε μικρή, συναισθηματική πτυχή της ιστορίας που έχει στα χέρια του αλλά και της μορφής της αφήγησης. Δημιουργεί ένα δαιδαλώδες μονοπάτι που περνάει μέσα από το μυαλό διασκορπώντας, αναγεννώντας και εξοντώνοντας μνήμες για να μας οδηγήσει στην σύλληψη της απόλυτης ιδέας του έρωτα που πληγώνει. Αλλά και πάλι μπορεί να είναι οι αναμνήσεις του χαρακτήρα -καλές ή κακές- με τον τρόπο που εκείνος τις συγκράτησε στο μυαλό του και όχι απαραιτήτως, όπως συνέβησαν στην πραγματικότητα.
Εντυπωσιακός ο Κάρεϋ στον ωριμότερο και ίσως καλύτερο  ρόλο της καριέρας του, που υποδύεται τον Τζόελ με μοναδική ανθρωπιά. Έναν άνθρωπο λιγομίλητο, με πρόβλημα έκφρασης σκέψεων και συναισθημάτων, που προσπαθεί να διαφυλάξει τη μνήμη της Κλεμεντάιν. Φοβερή η ερμηνεία της Γουίνσλετ, που αφήνει να εξωτερικευτεί κάθε συναίσθημα, κάθε σκέψη αλλά και κάθε φόβος που κρύβεται μέσα της, βοηθώντας παράλληλα να διαβάσει κανείς και τους υπόλοιπους χαρακτήρες που συνδιαλέγονται μαζί της.. Στο πλευρό τους ένα εξαιρετικό δευτερεύον cast το οποίο έχει τον απαραίτητο χώρο για να εκφραστεί και να αναπνεύσει, ήρωες με τις δικές τους ζωές και τις παράλληλες ιστορίες, που διαπλέκονται με την κύρια των ηρώων και περιλαμβάνουν μερικές μικρο-εκπλήξεις μέχρι να καταλήξουμε στο φινάλε.
Το ερώτημα που αιωρείται είναι αν χωρίς μνήμη μπορεί να υπάρξει (παρελθόν άρα και) μέλλον. Αν αξίζει ένα καθαρό από τις θλιβερές μνήμες μυαλό, όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος να αδειάσει και από τις θετικές.
Σε ένα μονοπάτι που έχει ήδη περπατηθεί και χωρίς να το γνωρίζουν, οι ήρωές μας διασταυρώνονται ξανά, με έναν Κάουφμαν να τους θέλει μαζί νομοτελειακά, όσο κι αν εμφανίζονται εμπόδια που τους απομακρύνουν. Το ζευγάρι ζει με τις επιλογές του, με τα λάθη του. Κανείς δεν τους εγγυάται ότι δεν θα τα ξανακάνουν όμως, ότι δε θα ακολουθήσουν πανομοιότυπη διαδρομή. Αυτοί επιλέγουν να το ζήσουν..

Η ταινία είναι σίγουρα Καουφμανική. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία της σκηνή, η δαιμόνια συγγραφική φύση του δημιουργού είναι παρούσα. Από τον τίτλο-σιδηρόδρομο (στίχος από το ποίημα Eloisa to Abelard του Alexander Pope), μέχρι τους –σωστά- αναχρονισμένους τίτλους της ταινίας.

How happy is the blameless vestal`s lot!
The world forgetting, by the world forgot.
Eternal sunshine of the spotless mind!
Each pray`r accepted, and each wish resign`d.

Old Boy

2003, σε σκηνοθεσία Τσαν-Γουκ Παρκ με τους: Μιν-Σικ Τσόι, Χίε-Τζουνγκ Γκανγκ, Τζι-Τάε Γιου

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016
Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας άντρας κλείνεται βίαια και δίχως προφανή λόγο μέσα σε ένα δωμάτιο για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, έχοντας συντροφιά μόνο μια τηλεόραση. Όταν αναπάντεχα απελευθερώνεται θα ζητήσει εκδίκηση προς το άγνωστο, γνωρίζοντας πως έχει μόνο πέντε ημέρες για να τα καταφέρει

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αποτελεί το δεύτερο (και κατά πολλούς καλύτερο) μέρος της «Τριλογίας της εκδίκησης» του σκηνοθέτη, που ξεκίνησε το 2002 με την ταινία ”Sympathy for Mr.Vengeance” και τελείωσε το 2005 με την ταινία ”Η εκδίκηση μιας κυρίας”.
Το στόρι της ταινίας-που βασίζεται εν μέρει στο ομώνυμο δημοφιλές manga comic των Νομπουάκι Μινεγκίσι και Γκάρον Τσουσίγια- μας παρουσιάζει έναν συνηθισμένο άνθρωπο που απάγεται από αγνώστους και μένει φυλακισμένος επί 15 χρόνια για άγνωστους λόγους. Όταν τελικά καταφέρνει να δραπετεύσει αρχίζει να αναζητά σε έξαλλη κατάσταση τους υπαίτιους χωρίς να γνωρίζει ότι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από όλα αυτά ελέγχει στην πραγματικότητα την κάθε του κίνηση, κάνοντάς τον μια μαριονέτα σ’ ένα μακιαβελικό σχέδιο εκδίκησης..
Μέγα βραβείο Φεστιβάλ Καννών 2004.
Η σκηνοθεσία του Τσαν-Γουκ Παρκ δεν αφήνει περιθώρια να αποκλίνει κανείς από το στόχο. Η κάμερα κινείται υπερφυσικά και καταφέρνει να εστιάζει στα σωστά σημεία. Σκηνές ανθολογίας με τη χρήση της κάμερας στο πλάι να φέρνει σε videogame.
Ο Τσαν-Γουκ δεν κάνει κατάχρηση των μέσων του, είναι στυλάτος όσο χρειάζεται αλλά παράλληλα κάνει και ένα πραγματικά έξυπνο μοντάζ (ειδικά στα σημεία όπου η οθόνη χωρίζεται στα δύο ή στα σημεία των αριστοτεχνικών φλας μπακ).
Αποτέλεσμα: Σκηνές που σοκάρουν είτε από την ωμή αναπαράσταση, είτε από την εκθαμβωτική ομορφιά τους. Πρωτότυπες και φρέσκες ασιατικές ιδέες που προκαλούν αλλά ταυτόχρονα έχουν να προσθέσουν το κάτι παραπάνω στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Η σύνθεση περιπέτειας, βίας και στοιχείων που κανείς δεν έχει σκεφτεί και φυσικά δεν περιμένει να παρακολουθήσει στη μεγάλη οθόνη με απίστευτα παρανοϊκά twists και συγκλονιστικές εκπλήξεις.
Οι μουσικές επιλογές τονίζουν ακόμη περισσότερο την τραγικότητα απάντων των ηρώων και αιτιολογούν τις συμπεριφορές τους και τα ξεσπάσματα βίας τους. Πέρα από το κομμάτι του Vivaldi, ολόκληρο το score της ταινίας συνέθεσε ο καταπληκτικός συνθέτης Γιονγκ-Γουκ Τζο, που έχει γράψει μουσική και για άλλες δημιουργίες του Παρκ.
Το Old Boy δεν διστάζει να προσεγγίσει με σκληρό ρεαλισμό έννοιες όπως η αμαρτία, η εκδίκηση, η μετάνοια και παράλληλα να βουτήξει μέσα στο αίμα τους ήρωες της. Ακόμη, όπως όλα τα σπουδαία δημιουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, έτσι κι αυτή η ταινία βασίζεται πάρα πολύ στον ρόλο που διαδραματίζουν οι εμπειρίες, τα βιώματα, τα λάθη και τα πάθη στη ζωή των ανθρώπων.
Η ταινία αποτελεί ακόμη μια απόδειξη ότι οι Ασιάτες σκηνοθέτες τόσο του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου γνωρίζουν σε βάθος εκτός από την δική τους βαθιά θεατρική παράδοση και την αρχαία ελληνική τραγωδία. Τους κανόνες της, τη θεματολογία της, τις συμπεριφορές των ηρώων και πάνω απ’όλα τη βιαιότητα που κρύβει η μετάβαση από την πλήρη άγνοια στην γνώση και από εκεί στην κάθαρση. Και όλα αυτά είναι στάδια που οι χαρακτήρες του Παρκ Τσαν-Γουκ τα περνάνε. Και οι ηθοποιοί του τα αποδίδουν με μεγαλειώδεις ερμηνείες..