Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Chungking Express

1994, σε σκηνοθεσία Γουόνγκ Καρ Γουάι με τους: Μπρίζιτ Λιν, Φέι Γουάνγκ, Τακέσι Κανεσίρο, Τόνι Λενγκ

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015
Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Δύο ιστορίες, δύο ερωτοχτυπημένοι αστυνομικοί, δύο τα αντικείμενα του πόθου τους, η πόλη του Χονγκ Κονγκ, ένα ξενοδοχείο-το Chungking Mansions και μία καντίνα-το Midnight Express..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία γυρίστηκε στα διαλείμματα των γυρισμάτων του “Ashes of Time” και τα γυρίσματα διήρκεσαν μόλις δύο εβδομάδες. Η ταινία αποτελείται ουσιαστικά από δύο ιστορίες. Οι ήρωες είναι μόνοι, χωρισμένοι, αντικοινωνικοί κι ονειροπόλοι.
Συνδετικός κρίκος και στοιχείο συνέχειας αποτελεί η πόλη. Η πόλη με τους πολύβουους δρόμους, τα φώτα, τα σπίτια, τα μαγαζιά, τους ανθρώπους, τους καπνούς και τους κινδύνους της αποπνέει μια γοητεία και ένα μυστήριο.
Οι δύο ιστορίες ξεχωρίζουν ως προς την παρουσίαση τους.
Η πρώτη χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα με ένα μοντάζ απότομο, βίαιο χωρίς ρακόρ. Ξέφρενοι ρυθμοί μέσα στο χάος της νυχτερινής πόλης. Μια μεθυστική κίνηση της κάμερας στο χέρι, φυσικός φωτισμός, ανάποδες λήψεις και αργή κίνηση μέχρις ότου φώτα, χρώματα, άνθρωποι, δρόμοι εισβάλλει το ένα μέσα στο άλλο και δημιουργούν ένα χρωματικό κομφούζιο.
Στη δεύτερη ιστορία δεν εγκαταλείπεται η κάμερα στο χέρι ούτε οι φυσικοί φωτισμοί. Όμως έχουμε πιο αργούς ρυθμούς, πιο πολλούς εσωτερικούς χώρους και πιο πολλά ημερήσια. Χρησιμοποιείται μία τεχνική όπου ο ήρωας μένει σχεδόν ακίνητος στη θέση του ενώ οι άνθρωποι γύρω του κινούνται σε fast forward. Ευρηματικός τρόπος που αποδίδει με σαφήνεια τη μοναξιά του ήρωα, την απόστασή του από τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Οι δυο τους θα μπορούσαν να χωριστούν στις ημέρες και τις νύχτες της πόλης του Χονγκ Κονγκ όπως τονίζει ο σκηνοθέτης.
Σύντροφος σε όλα αυτά το καταπληκτικό soundtrack. Τραγούδια γνωστά και όχι, διασκευές επαναλαμβάνονται συνεχώς δένοντας με τους ήρωες, προσθέτοντας μια ασυναγώνιστη δύναμη και ενέργεια στην ασταμάτητα κινούμενη εικόνα.
Το Chungking Express έκανε γνωστό τον Γουόνγκ Καρ Γουάι  στο κοινό εκτός Ασίας και τον συνέδεσε με την απεικόνιση της σύγχρονης ζωής στο Χονγκ Κονγκ.
Και εδώ σαν άλλοτε, ο σκηνοθέτης θα μας μιλήσει για το πέρασμα του χρόνου, τη ρευστότητά του και τα σημάδια που θα αφήσει στον καθένα από εμάς, ακόμα και για τη μοναχικότητα και τις μνήμες.
Μέσα από τέσσερις μοναχικούς ανθρώπους που μέσα στους φρενήρεις ρυθμούς μιας πόλης που δεν κοιμάται ποτέ, προσπαθούν να βρουν το άλλο πολυπόθητο μισό..

Τα Σταφύλια της Οργής

1940, σε σκηνοθεσία: Τζον Φορντ, με τους: Χένρι Φόντα, Τζον Καραντάιν, Τζέιν Ντάργουελ, Ράσελ Σίμσον

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015
Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
… των ταπεινών και καταφρονεμένων της Αμερικής στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αμέσως μετά το Μεγάλο Κραχ του 1929.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Με τις σοδειές τους κατεστραμμένες από παρατεταμένη ξηρασία και από θυελλώδεις ανέμους που κουβαλούσαν πυκνά σύννεφα από χώμα, ξεριζωμένοι από τα χωράφια τους λόγω της εισβολής των νέων καλλιεργητικών μεθόδων, χιλιάδες εξαθλιωμένοι αγρότες του αμερικανικού Νότου εγκαταλείπουν τις εστίες τους κατευθυνόμενοι προς τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια.
Με τα λιγοστά υπάρχοντά τους φορτωμένα σε σαραβαλιασμένα φορτηγάκια ζουν ένα ταξίδι ολωσδιόλου εφιαλτικό ελπίζοντας να βρουν δουλειά και ψωμί. Τις τύχες μιας από αυτές τις οικογένειες παρακολουθεί το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ (1939) και η πιστή κινηματογραφική του μεταφορά ένα χρόνο μετά.
Για να αποδώσει όσο μπορούσε πιο ρεαλιστικά την εξιστόρησή του, ο συγγραφέας έζησε για ένα διάστημα ανάμεσα στους εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι, φθάνοντας στον προορισμό τους, δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως είχαν ελπίσει: τους περίμεναν η καχυποψία, η εχθρότητα, η αναδουλειά, η πείνα και η ανάλγητη συμπεριφορά των εργοδοτών και των εκπροσώπων του κράτους.
Πολλοί κριτικοί βιβλίων το καταλόγισαν αμέσως στα καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία, ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας ενώ άλλοι έσπευσαν να το κατηγορήσουν για άσεμνο και επικίνδυνο περιεχόμενο.
Ο Στάινμπεκ ήρθε αντιμέτωπος με τους κρατικούς μηχανισμούς όταν τον κατηγόρησαν ότι ψευδολογούσε και ήταν υπέρμαχος κομμουνιστικών απόψεων. Το βιβλίο για δύο χρόνια απαγορεύτηκε να διδάσκεται στα σχολεία και να βρίσκεται στα ράφια των δημόσιων βιβλιοθηκών…. Χαρακτηριστικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι τράπεζες θεωρούσαν το μυθιστόρημα επικίνδυνα ανατρεπτικό, η εταιρία παραγωγής ‘20th Century Fox’ γύρισε την ταινία με τον παραπλανητικό τίτλο «Λεωφόρος 66», το όνομα της κεντρικής λεωφόρου στις ΗΠΑ που οδηγεί στην Καλιφόρνια.
Εξαιρετικές ερμηνείες: αυτές που ξεχωρίζουν είναι του Χένρι Φόντα που θα κατέγραφε στο πάνθεον της 7ης τέχνης τον κεντρικό ήρωα, Τομ Τζόουντ και της μητέρας του στο φιλμ την οποία υποδύεται έξοχα η Τζέιν Ντάργουελ, κερδίζοντας έτσι και το Όσκαρ.
Ο δημιουργικός εγκέφαλος της ταινίας, ήταν ο σκηνοθέτης Τζoν Φορντ, ο οποίος κέρδισε το Όσκαρ σκηνοθεσίας μετατρέποντας, με τη συνδρομή του οπερατέρ Γκρεγκ Τόλαντ, σε αξέχαστες εικόνες τις σελίδες του Στάινμπεκ.
Η σκηνοθετική ευφυΐα του ήταν η τολμηρή και άκρως αντιεμπορική ατμόσφαιρα της ταινίας μέσα από κάδρα της αμερικανικής φύσης στην απόλυτη μαυρίλα της: έρημες πεδιάδες, συννεφιασμένος ουρανός, λασπωμένοι δρόμοι. Μια προσέγγισή που διατήρησε στον υπέρτατο βαθμό το προνόμιο της εντιμότητας στην απεικόνιση των πραγματικών συνθηκών.

Δεν έχουμε τη δική μας ψυχή. Έχουμε ένα μέρος από μια μεγάλη ψυχή. Μια μεγάλη ψυχή που ανήκει σε όλους…

Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο.

Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν.

Θα βρίσκομαι εκεί…

Τομ Τζόουντ
Τα Σταφύλια της Οργής

Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα

1991, σε σκηνοθεσία Ρομάν Πολάνσκι με τους: Πίτερ Κογιότ, Εμανουέλ Σενιέ, Χιου Γκραντ, Κριστίν Σκοτ Τόμας

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015
Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Δύο ζευγάρια βρίσκονται εγκλωβισμένα σε ένα πλοίο στο οποίο καλούνται να συνυπάρξουν για μερικές μέρες. Οι ζωές και τα συναισθήματα τους μπλέκονται με απροσδόκητο τρόπο σε ένα ερωτικό τρίγωνο που θα τους οδηγήσει στην οριστική πτώση και αλληλοκαταστροφή.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Βασισμένη στο μυθιστόρημα ‘Lunes de Fiel’ του Πασκάλ Μπρυκνέρ (παράφραση του γαλλικού Lune de miel= μήνας του μέλιτος, που κυκλοφόρησε το 1981 στην Ελλάδα με τον ελληνικό τίτλο της ταινίας), με σκηνοθεσία που φέρει την υπογραφή του Ρομάν Πολάνσκι, σενάριο του Ζεράρ Μπραχ και μουσική από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, η ταινία ‘Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα’ έχει αφήσει το δικό της στίγμα στα παγκόσμια κινηματογραφικά πράγματα.
Ο συγγραφέας υφαίνει με συναρπαστικό τρόπο μία ιστορία γύρω από το σκοτεινό πρόσωπο του έρωτα. Μία τυχαία συνάντηση που ξεκινάει με τη δύναμη και την ορμή του πάθους, περνάει από όλες τις διαδρομές τις λαγνείας και της σαρκικής εξάρτησης και τελικά καταλήγει στο μίσος και την αλληλοκαταστροφή που δένει άρρηκτα το ένα υποκείμενο με το άλλο, καθώς οι ρόλοι του θύτη και του θύματος εναλάσσονται διαρκώς, πότε σαν τραγωδία και πότε σαν φάρσα.
Οι βασικοί της ήρωες κινούνται στα όρια της διαστροφής όχι μόνο στον ερωτικό τομέα αλλά και στις σχέσεις μεταξύ τους. Αυτή η δεύτερη διαστροφή είναι και η πιο αφύσικη μιας και αφαιρεί την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά τόσο από το δυνάστη όσο και από το θύμα.
Οι ήρωες του Μπρυκνέρ, ανασφαλείς και παντοδύναμοι ταυτόχρονα, παρασύρουν και άλλους στο προκληκτικό και άγριο παιχνίδι τους, θέτοντας μπροστά στα μάτια τους την επιθυμία ως πειρασμό, την αγάπη ως κακόγουστο παιχνίδι, και τη συνύπαρξη δύο ανθρώπων ως μία κατάσταση που δεν πρέπει να είναι γαλήνια και στατική.
Μέχρι ενός σημείου δεν θα ‘λεγε κανείς ότι η ταινία διαφέρει από την κλασική ιστορία αγάπης. Η απότομη μεταστροφή έρχεται να αποδείξει ότι ο Πολάνσκι παίρνει την πάστα των απλών ανθρώπων και τη μεταβάλει σε ένα δράμα μαύρου χιούμορ, εκδίκησης, νέμεσης και ειρωνείας. Ο σκηνοθέτης που συγκρίνεται με τον Χίτσκοκ, ο δημιουργός των ‘The Tenant’ και ‘Knife in the water’, προσθέτει την καθοριστική πινελιά..η σκηνοθετικά έντεχνη μετατροπή ενός συνηθισμένου love story σε μια βαθύτατα επώδυνη και αμείλικτη ιστορία, που καταδεικνύει ότι η απλότητα της λεπτομέρειας μπορεί να οδηγήσει σε μια χαοτική πολυπλοκότητα –εδώ στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων.
Αν δει κανείς την ταινία μόνο ως μια σειρά κίνκυ ερωτικών επαφών, έχει χάσει όλην την ουσία.
Η προκλητική αυτή ιστορία είναι ρεαλιστική, αλλά κυρίως κινείται γύρω από έναν συμβολισμό, μία αλληγορία για τις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρει το πάθος όταν ξεφεύγει από την αγνή μορφή του, ακόμα και τις πιο βίαιες, λάγνες και ανεξέλεγκτες.
Ο έρωτας μας δημιουργεί εξάρτηση. Πόσο δυνατό είναι αυτό το συναίσθημα; Υπάρχουν όρια που αν ξεπεράσουμε δεν υπάρχει πια επιστροφή;
Όλα αυτά τα ερωτήματα τίθενται, παράλληλα με τις υπαρξιακές αναζητήσεις για τον “συμβατικό” χαρακτήρα της συμβίωσης, την απελπισία που μας κυριεύει όταν παίζουμε και χάνουμε οριστικά, την ανάγκη για επιστροφή στη θλιβερή ή λυτρωτική μας καθημερινότητα μέσα στην οποία έχουμε μάθει να ζούμε, όσο και αν μας φυλακίζει.

Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι

1959, σε  σκηνοθεσία Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς με τους: Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Κάθριν Χέμπορν

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015
Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ενας νεαρός νευροχειρούργος ανακαλύπτει ότι η όμορφη ασθενής του, Κάθριν, κρύβει ένα τρομερό μυστικό και δεν είναι καθόλου σχιζοφρενής.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του Τενεσί Ουίλιαμς το οποίο διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη ο Γκορ Βιντάλ.
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα του διάσημου Αμερικανού συγγραφέα, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μπρόντγουεϋ το 1958 σε ενιαία παράσταση μαζί με ένα άλλο μονόπρακτο του συγγραφέα, το «Κάτι που δεν ειπώθηκε ποτέ» υπό το γενικό τίτλο “Garden district”.
Ο Τενεσί Ουίλιαμς έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στο θεατρικό κοινό, κατά την πρώτη δεκαετία μετά το Β΄παγκόσμιο πόλεμο κι η δημοτικότητά του αυτή οφειλόταν και στην άριστη παρουσίαση των έργων του από πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες, που όλοι τους γοητεύτηκαν από την αριστοτεχνική του γραφή.
Όποιος έχει παρακολουθήσει κάποια από τις ταινίες που έχουν βασιστεί σε έργα του Τενεσί Ουίλιαμς, ξέρει τι μπορεί να περιμένει  από αυτή την ταινία. Σύγκρουση μεταξύ της πραγματικότητας με την ονειροπόληση, ψυχικά τραυματισμένες ηρωίδες που ζούν στον φανταστικό τους κόσμο, υπερευαίσθητοι χαρακτήρες που τρέμουν και φοβούνται τον σκοτεινότερο, πρωτόγονο ανθρώπινο εαυτό και τελικά γίνονται τα τραγικά θύματα του.
Η αντιπαράθεση και η κατάθεση ψυχής των δυο γυναικών τις τοποθετούν στην πρώτη γραμμή των μεγάλων ηρωίδων του Τενεσί Ουίλιαμς, ο οποίος για μια ακόμα φορά αυτοβιογραφείται, ειδικά ως προς το βιωματικό τραύμα της λοβοτομής: η αγαπημένη του αδελφή Ρόουζ, ύστερα από επιμονή της μητέρας τους, είχε υποβληθεί στην ολέθρια αυτή επέμβαση, που την άφησε για πάντα διανοητικά ανάπηρη.
Αξίζει να αναφερθούμε και στον ομοφυλοφιλικό χαρακτήρα της ταινίας:
ο συγγραφέας Τενεσί Ουίλλιαμς, ο σεναριογράφος Γκορ Βιντάλ, αλλά και ο πρωταγωνιστής Μοντγκόμερι Κλίφτ, ήταν φανερά ή λιγότερο φανερά, ομοφυλόφιλοι.
Το γκέι δράμα στοιχειώνει την ταινία, παρά τις παρεμβάσεις της αμερικανικής λογοκρισίας και τις κομμένες σκηνές. Τα σεξουαλικά υπονοούμενα είναι ορατά καθ΄όλη τη διάρκεια, έστω και υπό ομοφοβικό πρίσμα. Δεν γίνεται βέβαια ποτέ άμεσος λόγος για την ομοφυλοφιλία, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, τον ομαδικό βιασμό, το ”ψάρεμα” νεαρών λαϊκών εφήβων..

Αγαπημένο Μου Ημερολόγιο

1993, σε σκηνοθεσία Νάνι Μορέτι με τους : Νάνι Μορέτι, Ρενάτο Καρπεντιέρι, Τζένιφερ Μπιλς, Τζούλιο Μπάσε, Κάρλο Μασακουράτι

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015
Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Νάνι Μορέτι βολτάρει με βέσπα στη Ρώμη, επισκέπτεται τα νησιά της Σικελίας, αφηγείται τις περιπέτειές του με τους γιατρούς.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Νάνι Μορέτι σκηνοθετεί απολαυστικά τον εαυτό του σε ένα τριχοτομημένο αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ. Το πρώτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη δική του Ρώμη, το δεύτερο αποτελεί οδοιπορικό στις Αιολίδες νήσους και το τρίτο περιγράφει με καυστικό χιούμορ την προσωπική οδύσσεια της υγείας του εξαιτίας μίας στρατιάς γιατρών, όπου επί ένα χρόνο ο καθένας γνωμάτευε και διαφορετική πάθηση.
Στο “Αγαπημένο του Ημερολόγιο”, o αγαπημένος Ιταλός δημιουργός συγκεντρώνει εικόνες, σκέψεις, εμμονές και εμπειρίες από την προσωπική του ζωή για να μας τις προσφέρει σε ένα ταξίδι, πραγματικό όσο και ιδεολογικό, που το διακρίνει η τρυφερότητα, ο αυτοσαρκασμός και η οξυδέρκεια.
“Αγαπημένο ημερολόγιο, υπάρχει ένα πράγμα στη Ρώμη που μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όλα!”
Με αυτές τις λέξεις ξεκινά να γράφει το πρώτο κεφάλαιο του «Caro Diario», το οποίο τιτλοφορείται “Πάνω στη βέσπα μου”. Καβαλώντας τη βέσπα του λοιπόν, ο Μορέτι περιδιαβαίνει τους άδειους δρόμους της Ρώμης που πυρώνουν από τον καυτό ήλιο του κατακαλόκαιρου, με την κάμερα να τον ακολουθεί κατά πόδας. Ως άλλος Γούντι Άλεν, κυνηγά το μεγαλύτερο αντικείμενο του πόθου του, που δεν είναι άλλο από την πόλη που λατρεύει. Ακολουθώντας, θαρρείς, τα χνάρια του φημισμένου Νεοϋορκέζου δημιουργού, ο Μορέτι θέτει σε πρώτο πλάνο τον πιο απολαυστικό και αυθεντικό χαρακτήρα που θα μπορούσε να σκαρφιστεί: τον ίδιο του τον εαυτό.
Με παιδιάστικο ενθουσιασμό και αχαλίνωτη χιουμοριστική διάθεση για τον ίδιο, τη γενιά του και το σινεμά, μας συστήνει μία μοναδική, ξεκάθαρα υποκειμενική πτυχή της ιταλικής πρωτεύουσας στα τέλη του 20 αιώνα. Μία πόλη που διατηρεί αναλλοίωτο το χρώμα της στις καλές αστικές γειτονιές, μαζί με την υποκρισία της άλλοτε επαναστατημένης νεολαίας όπου πλέον κατοικοεδρεύει οχυρωμένη πίσω από εντυπωσιακές προσόψεις κτιρίων. Την ίδια ώρα, σύγχρονα ογκώδη οικοδομήματα μπαίνουν στο μάτι των Ρωμαίων φοβούμενοι αλλοιώσεις στον προσεκτικά σμιλεμένο ανά τους αιώνες χαρακτήρα της πόλης.
Μέσα σε ένα μισάωρο ο σκηνοθέτης κατορθώνει να αποκαλύψει το μέγεθος της πολύπλευρης αγάπης του για την πόλη. Είναι προφανές πως κανένα από τα μέρη που επισκέπτεται δεν αποτελεί τουριστικό αξιοθέατο. Η μουσική άλλωστε με την οποία ντύνει το κεφάλαιο αυτό κάθε άλλο παρά ενδεικτική της Ρώμης ή της Ιταλίας είναι: ethnic ήχοι από την Αφρική και την Καραϊβική συνδυάζονται με τον μοναδικό Λέοναρντ Κοέν.
Στο «Caro Diario» ο δημιουργός του αποφασίζει να καταδείξει την αυστηρά προσωπική και μοναχική σχέση που τον συνδέει με τον τόπο που αγάπησε όσο κανέναν, ξεναγώντας το θεατή σε μία Ρώμη που δεν είχε ποτέ άλλοτε τη δυνατότητα να γνωρίσει, την ίδια στιγμή που τον προσκαλεί – και στα τρία κεφάλαια της ταινίας – να εισβάλλει στην τρυφερή όσο και μπερδεμένη ψυχή του.

Το Τσίρκο

1928, σε σκηνοθεσία Τσάρλι Τσάπλιν με τους: Τσάρλι Τσάπλιν, Αλ Έρνεστ Γκαρσία, Μάρνα Κένεντι, Χένρι Μπέργκμαν

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015
Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Σαρλό βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα τσίρκο, διότι τον καταδιώκει η αστυνομία επειδή νομίζει ότι είναι πορτοφολάς. Την ώρα του προγράμματος κατρακυλάει στην πίστα. Η εμφάνισή του κάνει το κοινό να γελά και ο διευθυντής του τσίρκου τον προσλαμβάνει αμέσως σαν κλόουν. Ερωτεύεται την ιπποκόμο αλλά ο αντίζηλός του καταφέρνει να τον διώξει..

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια ταινία του σπουδαίου Τσάρλι Τσάπλιν, ο οποίος, βάζοντας τη δημοφιλή φιγούρα του Αλητάκου να εισχωρεί στο μικρόκοσμο ενός τσίρκου και να επιφέρει την ανατροπή, υπέγραψε στα 1928 ένα πραγματικό κομψοτέχνημα του χιούμορ.

Με την ιδιοφυή κωμική φλέβα του και την τέλεια εξισορρόπηση του χιουμοριστικού με το δραματικό, το βραβευμένο με τιμητικό Όσκαρ «Τσίρκο» παραμένει μια από τις καλύτερες, αν και λιγότερο προβεβλημένες ταινίες του.

Και ένα κινηματογραφικό αποτέλεσμα εν τέλει πιο σοβαρό παρά κωμικό χάρη στην εξαιρετική επίδειξη του Τσάρλι Τσάπλιν που ξέρει να κάνει τον κόσμο να γελά μέσα από τις πιο συγκινητικές καταστάσεις.

Barton Fink

1991, σε σκηνοθεσία αφών Κοέν με τους: Τζον Τορτούρο, Τζον Γκούντμαν, Τζούντι Ντέιβις, Μάικλ Λέρνερ

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015
Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας ανερχόμενος συγγραφέας έρχεται στο Χόλιγουντ για να δουλέψει ως σεναριογράφος, αλλά δεν έχει καμιά έμπνευση, ως τη στιγμή που μπλέκεται σε μια σκοτεινή ιστορία φόνου.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Άραγε στους πόσους βαθμούς καίγεται το ανθρώπινο μυαλό, όταν προσπαθεί να αποδράσει προς μια ειδυλλιακή παραλία;

Σε αυτό το ερώτημα απαντούν ο Τζόελ και ο Ιθαν Κοέν, με μια από τις πιο «καυτές» ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, ένα ιδρωμένο φιλμ νουάρ για το τι σημαίνει να είσαι παγιδευμένος μέσα στις εμμονές, τις φοβίες και την φιλοδοξία σου, ενώνοντας το τζαζ καλοκαίρι των 40s με τον Φραντς Κάφκα και τον Ρόμαν Πολάνσκι με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ σε μια φλεγόμενη από αυθεντικότητα και σινεφίλ αναφορές υπερβολή για όλα όσα ορίζουν τη μεγάλη «κάψα» της δημιουργίας.

Ο φόβος του Μπάρτον Φινκ να μεταβληθεί σε φoρμαλιστή συγγραφέα ξεκομμένο από την πραγματικότητα ισχύει απόλυτα για τους ίδιους τους αδελφούς Κοέν, που επιδίδονται σ’ ένα πραγματικά εντυπωσιακό παιχνίδι φορμαλιστικής σκηνοθεσίας, με αναφορές στον Μπέκετ και τον Μπόρχες, αλλά και τον Ουέλς, τον Μπουνιουέλ, τον Λιντς ή τον Κιούμπρικ.

Το πρόβλημα του Μπάρτον Φινκ – που λειτουργεί εκτός των άλλων και ως διαχρονικός καθρέφτης ενός πάντοτε υπαρκτού μέρους της εκάστοτε καλλιτεχνικής και διανοητικής ελίτ – είναι πως αντλεί από τον τυποποιημένο στοχασμό του μια πλασματική βεβαιότητα: ότι παράγει θέατρο για τον κοινό άνθρωπο, τον άνθρωπο της εργατικής τάξης, και κυρίως με αφορμή αυτόν. Και το ιδεώδες μιας τέχνης που αναβλύζει από την επώδυνη ενδοψυχική διαπάλη του δραματουργού είναι που ενισχύει αυτήν την σοσιαλιστική ψευδαίσθηση του Φινκ. Αυτό είναι και το ουσιαστικό πρόβλημα του πρωταγωνιστή : η υποκρισία του.
Αγνοεί μέσα στον εγωκεντρισμό του τον πραγματικό άνθρωπο για τον οποίο θέλει να μιλήσει, αγνοεί τον Τσάρλι του Τζον Γκούντμαν που πασχίζει να του πει τις καθημερινές του ιστορίες. Αγνοεί εν ολίγοις το «κολύμπι» στα νερά της πραγματικής ανθρώπινης επαφής στο όνομα της μελέτης στείρων κανόνων «κολυμβήσεως».

Δηκτικό σχόλιο στη λειτουργία του χολιγουντιανού συστήματος, άπειροι συμβολισμοί ανοιχτοί σε κάθε είδους ερμηνεία, εκπληκτική ατμόσφαιρα, μεγάλες ερμηνείες, κορυφαία σκηνοθεσία. Σατυρικό, παιχνιδιάρικο, υπαρξιστικό, ένα μικρό αριστούργημα οι εικόνες του οποίου μένουν αποτυπωμένες στη μνήμη.

«Μερικές φορές κάνει τόση ζέστη που θέλω να βγω από το σώμα μου.»

Σιωπηλός Μάρτυρας

1954, σε σκηνοθεσία  Άλφρεντ Χίτσκοκ, με τους Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ρίτερ, Γουέντελ Κόρεϊ

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015
Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Καθηλωμένος στο διαμέρισμά του με σπασμένο πόδι, ένας φωτορεπόρτερ σκοτώνει την ώρα του παρακολουθώντας βαριεστημένα από το παράθυρό του τα γειτονικά διαμερίσματα. Όταν όμως γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός φόνου ακριβώς απέναντι, προσπαθεί να εξιχνιάσει το έγκλημα με την αγαπημένη του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ταινία-σταθμός πάνω στην έννοια της παρακολούθησης μιας ιστορίας και της κινηματογραφικής εμπειρίας. Ένα μελετημένο σκιαγράφημα της ανθρώπινης φύσης του παρατηρητή που αποζητά πλήρωση μέσα από το ταξίδι του βλέμματος.
Η επιδραστικότητα της ταινίας στην ιστορία του κινηματογράφου φαίνεται καθαρά στα μοτίβα του «Σιωπηλού μάρτυρα», που μεταφέρθηκαν τροποποιημένα από πολυάριθμούς επιγόνους, από τη «Συνομιλία» του Κόπολα μέχρι το αντονιονικό «Blow up» και το «Πουλί με τα κρυστάλλινα φτερά» του Αρτζέντο.
Στο σιωπηλό μάρτυρα, ο Χίτσκοκ αναλύει και επανασυνθέτει σε μια δική του μυθοπλασία, την ηδονοβλεπτική διάσταση του κινηματογράφου. Σκηνοθετεί την ταινία ως μια οπτικοποιημένη διήγηση, στην οποία μεταφορικά βρίσκουν έκφραση και παίρνουν μορφή, μια σειρά ζητημάτων της κινηματογραφικής γλώσσας.
Η ταινία είναι δηλαδή μια από τις λιγοστές ταινίες μελέτες της ίδιας της κινηματογραφικής γλώσσας, που όμως ξεπερνά την ανάλυση και πραγματώνεται σε μια πανδαισία οπτικών μορφών, που συμπαρασύρει και τον πιο απαιτητικό θεατή.
Το ψυχολογικό παιχνίδι του σκηνοθέτη με τον ήρωα του και κατά προέκταση με το θεατή είναι πολύπλοκο.
Ο θεατής, σε πολλές σεκάνς, βλέπει ως θέαμα τον Τζέφ ενδιάμεσα όμως σε αρκετά πλάνα κοιτάζει με το μάτι του ήρωα (συνήθως μέσα από τα οπτικά όργανα του Τζέφ, π.χ τη φωτογραφική μηχανή του). Ο Χίτσκοκ χρησιμοποιεί επανειλημμένα τα υποκειμενικά πλάνα, επιδιώκοντας την ταύτιση θεατή-ήρωα. Μέσα στο πλαίσιο της κινηματογραφικής δομής της ταινίας, ο Τζέφ αποτελεί προέκταση και ενσάρκωση του ίδιου του θεατή.
Ακριβώς όπως κάνουν και οι θεατές, ο Τζέφ προβάλει τον ψυχικό κόσμο του σε όλα τα πρόσωπα που παρατηρεί, και ίσως φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση τους. Απέναντι σε τόσα δείγματα ζωής που εκθέτονται, μπορεί να αναρωτιέται νοερά, ποια θα είναι η δική του μοίρα στο μέλλον. Η ζωή που αναβράζει, λίγα μέτρα μακρύτερα του, αναπόφευκτα κινητοποιεί τις ορμές της ζωής του, που ψάχνουν να βρουν ένα δρόμο ανάμεσα στην «αρχή της ηδονής», της προσωπικής ηδονοβλεπτικής απόλαυσης, και στην «αρχή της πραγματικότητας», δηλαδή στην αναγκαία προσαρμογή του στις συνθήκες που τον περιβάλλουν.
Μέσα από δυνατές δοκιμασίες και τη βοήθεια της συντρόφου του που παίρνει τα ηνία προσπαθώντας να κατακτήσει την γνώση, το ζευγάρι ενεργοποιείται και έρχεται πιο κοντά.
Ο ήρωας θα εγκαταλείψει την ηδονοβλεψία και τη στάση του αδρανούς ηδονιζομένου παρατηρητή και θα εμπλακεί ενεργά στο ρου της ζωής και του κόσμου.
Κάτι τέτοιο συστήνει και στον θεατή ο σκηνοθέτης..

Husbands and Wives

1992, σε σκηνοθεσία  Γούντι Άλεν, με τον ίδιο και τους: Μία Φάροου, Σίντνει Πόλακ, Τζούντι Ντέιβις, Λίαμ Νίσον, Τζούλιετ Λούις, Μπλίθ Ντάνερ

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015
Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία δυο παντρεμένων ζευγαριών, που αναθεωρούν τις σχέσεις τους και γνωρίζουν διάφορες συναισθηματικές και δραματικές διακυμάνσεις.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Husbands and wives έρχεται στη φιλμογραφία του Γούντι Άλεν σε μια περίοδο ιδιαίτερη για δύο λόγους.
Αφενός, έχει αποσυνδεθεί πλήρως από τον 70`s εαυτό του και μέσα από μια σειρά κωμωδιών με δραματικά στοιχεία της δεκαετίας των 80`s έχει προετοιμάσει τέλεια το έδαφος και φαίνεται πιο ώριμος από ποτέ για να δημιουργήσει ένα καθαρό δράμα.
Αφετέρου, πρόκειται για την τελευταία του συνεργασία με την επί πολλά χρόνια σύντροφο του, Μία Φάροου, και η ταινία σηματοδοτεί τα όσα -τραγικά ή μη- επακολούθησαν.
Ο ίδιος ο Άλεν είχε κάποτε δηλώσει πως μονάχα σε αυτή την ταινία κατάφερε να αποτυπώσει στην οθόνη επακριβώς ότι είχε στο νου του.
Αυτή είναι και η αίσθηση με την οποία σε αφήνει η ταινία.
Ο σκηνοθέτης δεν ψάχνει σε κανένα σημείο τα πατήματα του, δεν μοιάζει πουθενά να πειραματίζεται, αντίθετα είναι πιο σίγουρος από ποτέ για αυτό που θέλει να πει κι επιλέγει τον πιο κατάλληλο τρόπο να το πράξει: μια υπέροχη σκηνοθεσία, ιδιαίτερη αφήγηση και τέσσερις υποδειγματικά δομημένοι χαρακτήρες.
Η σκηνοθεσία, με ύφος ντοκιμαντέρ, κάνει την ιστορία απόλυτα ρεαλιστική και σε κάνει είτε θέλεις είτε όχι συνένοχο σε μια ιστορία που, ώρες-ώρες, νιώθεις ότι σε μπλέξανε χωρίς να το έχεις επιλέξει.
Το αίσθημα αυτό της συνενοχής επιτείνει και η αφήγηση, η οποία τη μια στιγμή σε έχει έξω και την άλλη μέσα στο μυαλό των πρωταγωνιστών.
Οι χαρακτήρες πιο απλοί και καθημερινοί από ποτέ, μας κάνουν να αναρωτιόμαστε αν τελικά μας αρέσουν οι εξωπραγματικοί κι εξόφθαλμα φανταστικοί χαρακτήρες επειδή είναι αυτοί που επηρεάζουν λιγότερο την ψυχολογία μας.
Ο Γούντι Άλεν και άλλο ένα ποίημα για τη Νέα Υόρκη, τη τζαζ, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη ζωή, το θάνατο και τον έρωτα.

Μαζί Ποτέ

2004, σε σκηνοθεσία Φατίχ Ακίν με τους: Μπιρόλ Ουνέλ, Σιμπέλ Κεκιλί

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015
Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο 40χρονος αλκοολικός Καχίτ και η 23χρονη Σιμπέλ, μέλη της γερμανοτουρκικής κοινότητας του Αμβούργου, κάνουν λευκό γάμο ώστε εκείνη να ξεφύγει από τους αυστηρούς οικογενειακούς περιορισμούς. Η Σιμπέλ συνεχίζει να έχει τη δική της ερωτική ζωή, κάτι που ο Καχίτ δέχεται αρχικά, μέχρι που τον κυριεύει ένας ζηλόφθονος έρωτας.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, ύστερα από το φλερτ του με το Χόλλυγουντ (δεκαετία του 1990) φαίνεται να επιστρέφει σε θέματα ριζωμένα στο έδαφος της γηραιάς ηπείρου. Το ζητούμενο πάντα είναι να επαναπροσδιορίσει την αφήγηση με μια δική της γλώσσα, χωρίς να αντιγράφει τους παγιωμένους τρόπους. Ο πειραματισμός και η ειλικρίνεια είναι πάντα ο σωστότερος δρόμος. Η ταινία ανοίγει μια χαραμάδα προς αυτήν την κατεύθυνση..
Το φολκλόρ στοιχείο που συνοδεύει αυτό το έργο δεν συνδέεται μόνο με τις αναφορές στη δομή της τούρκικης οικογένειας, αλλά και με τη θέση της στην σημερινή Γερμανία.
Η εθνική καταγωγή των ηρώων φαίνεται να βαραίνει ιδιαίτερα στην ιστορία τους, γεγονός που υπενθυμίζεται τακτικά στο θεατή. Το μεταμοντέρνο στοιχείο εντοπίζεται στην προσαρμογή τους στις σχεδόν πανκ συνθήκες που είναι εντοιχισμένοι. Αυτό είναι ίσως και το κεντρικότερο ζήτημα του έργου και η πηγή του ενδιαφέροντος για τον θεατή.. η τουρκική παράδοση, η σύνδεση της με τη σύγχρονη ζωή και η ανάγκη επιστροφής σε αυτήν ανά διαστήματα.
Η ταινία χωρίζεται χαλαρά σε κεφάλαια, την έναρξη και λήξη σηματοδοτεί η μουσική καρτ-ποστάλ μιας ομάδας καθιστών μουσικών στο λιμάνι της Πόλης, με φόντο τη θάλασσα Μαρμαρά και τους μιναρέδες της Αγίας Σοφίας. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, ο ήλιος της καρτ-ποστάλ μετακινείται όπως μέσα σε ένα δωδεκάωρο μέρας. Η ταινία είναι γυρισμένη με φροντισμένο τρόπο, χωρίς υπερβολικό στυλιζάρισμα και χωρίς υπερβολές, όπως ψηφιακή κάμερα στο χέρι, στην οποία μας έχουν συνηθίσει οι νέοι κινηματογραφιστές όταν χειρίζονται «βρώμικα» θέματα. Πρόκειται για κινηματογράφο.
Ο σκηνοθέτης μελετούσε το θέμα του «Μαζί Ποτέ» εδώ και πολλά χρόνια. Η ιδέα του ήρθε από μία πολύ προσωπική εμπειρία: «Κάποτε είχα μία τουρκάλα φίλη, ήμασταν καλά φιλαράκια και μου ζήτησε να κάνουμε λευκό γάμο».
Κινηματογραφώντας μια πορεία από το θάνατο μέχρι τη ζωή, ο Φατίχ Ακίν ανακαλύπτει μαζί με τους ήρωες του τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, δίνει χώρο στο πάθος και τις αδυναμίες, κλείνει κάθε συζήτηση γύρω από το χάσμα των γενεών και παραδίδει το πρώτο μετά-μοντέρνο love story εκείνης της δεκαετίας.