1948, σε σκηνοθεσία Βιτόριο ντε Σίκα με τους: Λιανέλα Καρέλ, Έντσο Σαγιόλα, Λαμπέρτο Ματζιοράνι, Βιττόριο Αντονούτσι, Τζίνο Σαλταμερέντα, Τζούλιο Τσιάρι, Έλενα Αλτιέρι, Σέρτζιο Λεόνε, Ίντα Μπράτσι, Κάρλο Τζάχινο
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας άντρας βρίσκει δουλειά ως αφισοκολλητής, αλλά την πρώτη μέρα του κλέβουν το ποδήλατο. Καθώς είναι αδύνατον να δουλέψει χωρίς αυτό, ξεκινά με τον μικρό γιο του μια απελπισμένη αναζήτηση στους δρόμους της Ρώμης.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
“Ο κλέφτης των ποδηλάτων”, από την ομώνυμη νουβέλα του Λουίτζι Μπαρτολίνι, σε σενάριο του Τσέζαρε Ζαβατίνι, πήρε ειδικό βραβείο Οσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία επτά χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία και θεωρείται από τις πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες αυτού που αποκαλέστηκε “ιταλικός νεορεαλισμός”.
Πρόκειται για ένα κινηματογράφο που είχε για θέματα του τη μιζέρια, τη φτώχεια, τα προβλήματα κι όλους τους αγώνες (ενάντια στο φασισμό και την αδικία) των απλών ανθρώπων (σε αντίθεση με τις κωμωδίες των “λευκών τηλεφώνων” που γυρίζονταν στην Ιταλία στη διάρκεια του μουσολινικού καθεστώτος). Το στιλ του είχε μιαν αμεσότητα, μια επιμονή στη νατουραλιστική, ντοκιμαντεριστική καταγραφή των γεγονότων συνήθως μακριά από τα στούντιο.
Ο σκηνοθέτης, με την κάμερα του καταγράφει την Ιταλία μετά τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το δε σχόλιο στη σκηνή με τη Χέιγουορθ για τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής και για τη σχέση του με την πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από σαφές.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο “Κλέφτης Ποδηλάτων” άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης. Ο φτωχός εργάτης Λαμπέρτο Ματζοράνι και οι άλλοι ερασιτέχνες βιοπαλαιστές-μεροκαματιάρηδες-ηθοποιοί της ταινίας μεταξύ αυτών και ο δεκαεξάχρονος τότε Σέρτζιο Λεόνε, δίδαξαν στους ακριβοπληρωμένους σταρ ένα νέο τρόπο υποκριτικής. Οι αυθεντικές σταγόνες ζωής του “Κλέφτη” ήλθαν σε αντιδιαστολή με την απόσταση και το στιλιζάρισμα των ακριβών ταινιών των στούντιο και μακροπρόθεσμα κέρδισαν τη μάχη.
Άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονταν και βλέπονταν οι ταινίες. Όπως είπε ο Όρσον Γουέλς,
“ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα”.
*Παρατηρούμε πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην μεταπολεμική Ιταλία και την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Το αστικό τοπίο, τα κοινωνικά προβλήματα, οι ανασφάλειες της καθημερινότητας, η συντριβή του κοινωνικού ιστού, ο μαυραγοριτισμός, η καχυποψία, η εξαθλίωση. Γι’ αυτό και πολλές ελληνικές μετεμφυλιακές ταινίες δανείστηκαν στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό. Παραδείγματα; ”Η μαγική πόλις” και ”Ο δράκος” του Κούνδουρου, η πολυβραβευμένη ”Στέλλα” του Κακογιάννη μέχρι και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αλέκου Αλεξανδράκη, ”Συνοικία το Όνειρο”.
Γεμάτα με μοιραίους ήρωες, ρεαλιστές και μαχητικούς συνάμα, που προσπαθούν μέχρι το τέλος να αλλάξουν την (κακή) μοίρα τους.. μόνο όταν όλες οι προσπάθειες αποβαίνουν άκαρπες, μόνο τότε με αξιοπρέπεια αποδέχονται την κακοτυχία τους.