Category Archives: Τρίτες με ποπ-κορν

Η Βροχή (Baran)

2001, Ιρανική ταινία, σκηνοθεσία Ματζίντ Ματζιντί με τους: Ζάρα Μπαραμί, Χοσεΐν Αμπεντινί, Μοχάμετ Αμίρ Νατζί

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο 17χρονος Λατίφ εργάζεται ως επιστάτης σε μια οικοδομή της Τεχεράνης, παρέχοντας και τρόφιμα στους Αφγανούς εργάτες, που δουλεύουν εκεί παράνομα με πενιχρές αμοιβές. Όταν υποχρεώνεται να παραχωρήσει την θέση του στον Ραχάτ, γιο ενός τραυματισμένου σε ατύχημα Αφγανού εργάτη, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τις βαριές οικοδομικές εργασίες, καταλαμβάνεται από ζήλια και προσπαθεί να σαμποτάρει το νεαρό διάδοχό του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η δυσκολία και παράλληλα η ομορφιά αυτής της ταινίας, έγκειται στο γεγονός ότι στόχος της δεν είναι ο εντυπωσιασμός μέσω ακριβών σκηνικών, εντυπωσιακών κουστουμιών, μεγάλων ονομάτων στο καστ και γρήγορης – δεμένης πλοκής, αλλά στις υπόγειες και δυνατές ερμηνείες, την σκιαγράφηση μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης μέσα απ’ τους πραγματικούς ήρωες της καθημερινότητας, τους φτωχούς Ιρανούς οικοδόμους και τους ακόμα πιο φτωχούς και κατατρεγμένους  Αφγανούς μετανάστες (φτηνά εργατικά χέρια) που έφυγαν λόγω του καθεστώτος Ταλιμπάν, «χωρίς χαρτιά» που φυτοζωούν δουλεύοντας εξαντλητικά, χωρίς όμως φτηνούς μελοδραματισμούς και με μια νότα αισιοδοξίας μέχρι την τελευταία στιγμή.

 Για μια ακόμα φορά ο Ιρανικός κινηματογράφος μας δίνει ένα αριστούργημα που φυσικά λίγοι θα δουν, λόγω του χαμηλού μπάτζετ, των αργών ρυθμών και φυσικά της μη προώθησης του απ’ τα εγχώρια κινηματογραφικά κυκλώματα… Κρίμα, γιατί όπως έχει αποδείξει ο Majid Majidi με αυτή (που κάποιοι θεωρούν ως την ωριμότερη μέχρι τώρα δουλειά του) αλλά και τις προηγούμενες ταινίες του, ξέρει να σκιαγραφεί χαρακτήρες, να προσφέρει δυνατές ποιητικές εικόνες και φυσικά να μεγαλουργεί με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει.

Τόσο απλά μπορείς να δημιουργήσεις μια ταινία που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Ευκαιρία να παρατηρήσουμε την καθημερινότητα σε έναν διαφορετικό πολιτισμό, που δεν απέχει και τόσο μακρυά, τελικά.

Ας περιμένουν οι γυναίκες

1998, σκηνοθεσία ΣταύρουΤσιώλη, με τους  Αγγελική ΗλιάδηΑργύρης ΜπακιρτζήςΑρχοντούλα ΞένουΓιάννης Ζουγανέλης,

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

 Έμιλι ΠαπαχρήστουΕύη Καλατζή,Κατερίνα ΛούρηΣάκης Μπουλάς

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η θερινή περίοδος είναι ο χρόνος και το γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας είναι ο τόπος όπου διαδραματίζονται οι ξεκαρδιστικές περιπέτειες τριών ανδρών που είναι μπατζανάκια (έχουν παντρευτεί δηλαδή τρεις αδερφές). Και οι τρεις ζούνε στην Θεσσαλονίκη. Ο Πάνος και ο Μιχάλης είναι βιοπαλαιστές, συχνά όμως χρειάζονται και την οικονομική βοήθεια του Αντώνη, ο οποίος είναι στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Οι τρεις οικογένειες παραθερίζουν στην Θάσο. Ο Πάνος και ο Μιχάλης ξεκινάνε μερικές μέρες αργότερα να συναντήσουν με τα κουτσούβελα και τις γυναίκες τους, την φροντίδα των οποίων έχει αναλάβει ο Αντώνης. Καθώς οι δύο αργοπορημένοι ξεκινούν για τις πολυπόθητες διακοπές, εμπόδια θα βρεθούν στο δρόμο τους. Αναγκαστικά σταματάνε στο πουθενά. Ο Αντώνης επικοινωνεί μαζί τους και εκνευρισμένος ξεκινά να τους φέρει στην Θάσο. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα όσο θα περίμενε κανείς!

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μία κοινωνικοπολιτική σάτιρα του Σταύρου Τσιώλη. Μια καλοκαιρινή κωμωδία με ήρωες καρικατούρες της νεοελληνικής πραγματικότητας, διαρκής υπενθύμιση της χτεσινής Ελλάδας που άφησε σ’ εμάς να πληρώσουμε τον λογαριασμό.     Ο Τσιώλης παίρνει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο των Μπουλά, Ζουγανέλη και Μπακιρτζή, τους αφήνει να πιουν λιγάκι και μετά ξεκινάει τις κάμερες. Το αποτέλεσμα του στερείται ίσως τεχνικής τελειότητας, αποδεικνύεται όμως εκρηκτικό και απολαυστικό! Κάθε ατάκα είναι θανατηφόρα και συνοδεύεται από ακραίες αντιδράσεις, τις περισσότερες φορές αψυχολόγητες εντελώς. Σε όλη αυτή την υπερβολή των πρωταγωνιστών, έρχεται να κάνει την αντίθεση η γεμάτη ηρεμία και αθωότητα συμπεριφορά των κομπάρσων, ανθρώπων που υποδύονται τους εαυτούς τους σε αυτό το τσίρκο του παραλόγου!
Οι τρεις μπατζανάκηδες καθ’ οδόν προς τη Θάσο, κάνουν μια παρέκκλιση από την ευθεία γραμμή της πραγματικότητας, γιατί ξαφνικά μια άλλη ζωή, που είναι αλλού, τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά, τους καλεί επιτακτικά ν’ αλλάξουν ρότα και να σταθμεύσουν στο χώρο του ονείρου. Αλλοπαρμένοι ακολουθούν αυτό το κάλεσμα της άλλης φωνής που την κουβαλούν βαθειά μέσα τους, για να βρεθούν στον τόπο του έρωτα, της φαντασίωσης, του ανέφικτου και του ανεκπλήρωτου: σ’ ένα μυστικό τοπίο του ίδιου τους του εαυτού. Ότι ακολουθεί διαδραματίζεται στο μεταίχμιο της πραγματικής ζωής-αυτής που άφησαν πίσω τους και που τους περιμένει στη Θάσο- και μιας άλλης, εξίσου πραγματικής αλλά και φανταστικής ταυτόχρονα, που τους έστησε καρτέρι σε μια γωνιά του δρόμου. Οι καταστάσεις, ποτισμένες σ’ ένα πλουραλιστικό αλλά και αυθεντικά λαϊκό χιούμορ, αναδεικνύουν την πλούσια κωμική φλέβα ενός αχαλίνωτου (μακριά από τα τηλεοπτικά του κλισέ) Ζουγανέλη, ενός χαλιναγωγημένου και “εσωτερικού” Μπουλά και ενός επιβλητικού (όπως πάντα) Μπακιρτζή, σ’ ένα ρόλο δύσκολο-η φωνή της λογικής-αφού είναι αυτός που κρατά τις επαφές με τον έξω κόσμο, δηλαδή με τις γυναίκες που περιμένουν στο εκτός πεδίου.

Καζαμπλάνκα (Casablanca)

1942, σκηνοθεσία Μάικλ Κέρτιζ με τους: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ινγκριντ Μπέργκμαν, Κλοντ Ρέινς, Πίτερ Λόρε, Ντούλεϊ Γουίλσον

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ρικ Μπλέιν βρίσκεται στην Καζαμπλάνκα και είναι ιδιοκτήτης του πιο δημοφιλούς καφέ της πόλης. Είναι ένας κυνικός και μοναχικός χαρακτήρας μέχρι που θα ξανασυναντήσει, μέσα από μια σειρά τυχαίων γεγονότων, την Ίλσα, τη γυναίκα που χρόνια πριν τον είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα εγκαταλείποντας τον στο Παρίσι. Όμως η Ίλσα τώρα δεν έρχεται μόνη της αλλά με τον άντρα της και ακόμα περισσότερο χρειάζονται τη βοήθεια του, καθώς τους αναζητούν οι Γερμανοί. Τι θα συμβεί στη συνέχεια; Θα τους βοηθήσει να βγουν από τη χώρα ή θα φύγει ο ίδιος μαζί της όπως σχεδίαζαν κάποτε να κάνουν;

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία βασίζεται στο άπαιχτο θεατρικό έργο των Μπάρνετ και Άλισον ‘Everybody Comes to Rick’s’, τα δικαιώματα του οποίου εξασφάλισε ο μεγαλοπαραγωγός Χαλ Γουόλις,. Οι σεναριογράφοι της ταινίας αδελφοί Επστάιν και Χάουαρντ Κοτς μετέφεραν τη δράση του έργου από τη Βιέννη στην κοσμοπολίτικη Καζαμπλάνκα, που έδωσε και το όνομά της στην ταινία. Ο λόγος που ο τίτλος άλλαξε ήταν η επιτυχία της ταινίας «Αλγέρι»

Είναι μια από τις ταινίες για τις οποίες έχουν γραφτεί και όπως φαίνεται θα συνεχίζεται να γράφονται και να λέγονται άπειρα πράγματα, δίνοντάς της μυθικές διαστάσεις. Στο πιο γνωστό ρομάντζο του Hollywood, θα χρησιμοποιηθούν αριστοτεχνικά στερεοτυπικοί χαρακτήρες της εποχής για να μεταστραφούν μέσα από την ιστορία σε ήρωες που λειτουργούν ως καθολικά πρότυπα.
Γυρισμένη μες στην δίνη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, χρησιμοποιεί δυναμικά το ιστορικό πλαίσιο για να μας περιγράφει το τελευταίο επεισόδιο του έρωτα του Ρικ και της Ίλσα. Η χρονική της εξέλιξη θα είναι προς δυο κατευθύνσεις, τόσο προς το μέλλον κατά την διάρκεια της όσο και με την αναπόληση του παρελθόντος μέσα από τις σκέψεις των πρωταγωνιστών της.
Η υπέρτατη αρετή της ταινίας είναι το πόσο δεμένη είναι, χρωστώντας την αίσθηση της προσμονής για την εξέλιξη της στο πολύ καλό της μοντάζ. Η δράση της ταινίας όπως είναι προφανές από τον τίτλο της,  εκτυλίσσεται στην Casablanca του Μαρόκο που βρίσκεται λόγω του πολέμου σε ειδικό καθεστώς ουδετερότητας, με την επικυριαρχία Γάλλων και Γερμανών και την επιβολή των δεύτερων στους πρώτους και αποτελεί τον ενδιάμεσο σταθμό για όσους ήθελαν να ξεφύγουν από την εμπόλεμη Ευρώπη και να πετάξουν στην ελεύθερη Αμερική..
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο διακεκριμένος συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη Μάχη των τραγουδιών, όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη Μασσαλιώτιδα, οι δε το τραγούδι Die wacht am Rhein (Η Φρουρά στο Ρήνο). Ξεχωριστή στιγμή αποτελεί το τραγούδι του Χέρμαν Χάπφελντ As Time Goes By, που στην ενορχήστρωση του Στάινερ υπογραμμίζει τις δραματικές κορυφώσεις της ταινίας..Play it, Sam !

Οι Γερμανοί ξανάρχονται

1948, σκηνοθεσία και σενάριο Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, με τους Βασίλη Λογοθετίδη, Νίτσα Τσαγανέα

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

, Γεωργία Βασιλειάδου, Ίλυα Λιβυκού

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης 4 χρόνια μετά τον Πόλεμο και την Κατοχή στην Αθήνα βλέπει τα εμφύλια πάθη να θεριεύουν και όλοι να έχουν ξεχάσει το δράμα της Κατοχής. Μια μέρα στον ύπνο του βλέπει ένα όνειρο πως οι Γερμανοί ξανάρχονται και όλοι αρχίζουν να ξαναζούν την αγριότητα που ζούσαν, μέχρι πριν λίγα χρόνια.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1944. Η παράσταση «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» ανέβηκε το 1946 στο Θέατρο Ρεξ-Κοτοπούλη με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα των «Διόσκουρων» του ελληνικού θεάτρου, Σακελλάριου και Γιαννακόπουλου.
Η ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», παραγωγής της Φίνος Φιλμ, έκανε πρεμιέρα στις 5 Ιανουαρίου του 1948 και έκοψε μόνο στην πρώτη προβολή στην Αθήνα 136.033 εισιτήρια. Ήταν το εφαλτήριο της μεγάλης, προσωπικής πια, καριέρας στο θέατρο και στο σινεμά του Λογοθετίδη, που θα κρατούσε ως το 1960 και τον πρόωρο θάνατό του. Αλλά ήταν και η αρχή μιας ολόκληρης σειράς διαχρονικών κωμωδιών των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν γραμμένες για τον Λογοθετίδη. Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση σε σκηνοθεσία του ίδιου του Σακελλάριου, με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο στον κεντρικό ρόλο.

 ‘Οι Γερμανοί ξανάρχονται’ με αφορμή τον φόβο για την επιστροφή των κατακτητών και με ουσιαστικό θέμα το θέμα του διχασμού που χαρακτηρίζει τους Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων είναι διαχρονικοί και επίκαιροι πάντα γιατί ακριβώς μπόρεσαν να χαρακτηρίσουν με τέτοια ακρίβεια την εποχή τους, μιλώντας με «σκηνικό» την επικαιρότητα του εμφυλίου για την ανάγκη των Ελλήνων να είναι ενωμένοι σε καιρό ειρήνης ή πολέμου απέναντι σε κάθε κατακτητή, απέναντι σε κάθε κίνδυνο που τους απειλεί…

Γαλάζιος Άγγελος (Der Blaue Engel)

1930, σκηνοθεσία Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ, με τους  Μάρλεν Ντίτριχ, Εμίλ Γιάνιγκς

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο καθηγητής Ρατ, εργάζεται σε ένα λύκειο και είναι ο τυπικός, παλαιών αρχών αυστηρός δάσκαλος, που ζει μια άχαρη, μίζερη και άδεια ζωή. Δεν ξέρει τίποτα άλλο από σπίτι-δουλειά. Καταπιέζει τους μαθητές του, που τον τρέμουν, και δεν ζει καμιά χαρά. Όταν ανακαλύπτει ότι μερικοί μαθητές του συχνάζουν σε ένα καμπαρέ, τον «Γαλάζιο άγγελο», αποφασίζει να πάει εκεί, για να τους βρει για να τους πιάσει. Εκεί, όμως βρίσκεται αντιμέτωπος με κάτι που δεν είχε ποτέ φανταστεί: στη σκηνή του καμπαρέ, βγαίνει η σαγηνευτική τραγουδίστρια Λόλα Λόλα, η οποία, με τολμηρή εμφάνιση, τραγουδά για τον έρωτα και την ελεύθερη φύση του. Ο Ρατ, αντί να μαλώσει τους μαθητές του, μπλέκεται στα δίχτυα του έρωτα της νεαρής αυτής πανέμορφης καμπαρετζούς. Μέσα του ξεσπά ένα άσβεστο πάθος για την Λόλα, που δεν σταματά πουθενά. Ο ξεπεσμός του καθηγητή αρχίζει. Η Λόλα τον κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει και ο Ρατ όλο και περισσότερο βυθίζεται σε αυτό τον κόσμο των ύποπτων νάιτκλαμπ και χάνει το κοινωνικό του στάτους και την αξιοπρέπειά του, για χάρη της περίφημης Λόλα…

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια ταινία του ομιλούντος κινηματογράφου που γυρίστηκε σε δυο γλώσσες, αγγλικά και γερμανικά και σήμερα είναι περισσότερο γνωστή ως η ταινία που έκανε διάσημη την Μάρλεν Ντίντριχ. Μια  Ντίντριχ που κυριολεκτικά λάμπει μες στο ασπρόμαυρο του φιλμ και σχεδόν κλέβει όλη τη δόξα από τον συμπρωταγωνιστή της Εμίλ Γιάνιγκς, ο οποίος είναι συγκλονιστικός στο ρόλο του καθηγητή Ιμάνουελ Ρατ.
Μες στο κλίμα της εποχής, στον “Γαλάζιο Άγγελο” παρατηρούμε αρκετές σιωπές που συνεχίζουν την παράδοση του βωβού κινηματογράφου. Στοιχεία όπως η κωμικότητα του καθηγητή, οι έντονοι μορφασμοί που απαθανατίζει η κάμερα καθώς και το “επεξηγηματικό” μοντάζ της είναι δείγματα αυτής της συνέχειας. Ένας “γαλάζιος άγγελος” που γυρίζεται στο μεταίχμιο κι εκπέμπει γοητεία τόσο για τις καινοτομίες που προσπαθεί να υιοθετήσει όσο και για τις παρακαταθήκες του βωβού που δε θέλει να ξεχάσει. Η ταινία είναι βασισμένη σε νουβέλα του Τόμας Μαν και όπως όλο του το έργο είναι διαποτισμένη από την ευαισθησία και το αναλυτικό ύφος στην περιγραφή των χαρακτήρων.
Μια αλληγορία για την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου το ηθικό και ψυχολογικό κατρακύλισμα του πρωταγωνιστή της ταινίας, ο οποίος είναι καθηγητής (στυλοβάτης του κοινωνικού κατεστημένου), συνδυάζεται μ αυτό της Γερμανίας. Με μεγάλη σκληρότητα ο Στέρνμπεργκ παρακολουθεί τον ξεπεσμό του πρωταγωνιστή του και ακολουθώντας το πρωτότυπο, θα μείνει πιστός στον ρεαλισμό. Ένας ρεαλισμός που βάναυσα επαναφέρει τον καθηγητή στην τάξη αφού επιλέγοντας να χάσει τη θέση του και να παντρευτεί μια γυναίκα χαλαρών ηθών και αντίθετα με τις προσδοκίες του, ο παράδεισος που είχε φανταστεί θα μετατραπεί σε κόλαση, χειρότερη από αυτή που πριν ζούσε κι ο άγγελος θα μεταμορφωθεί σε δαίμονα που μόνο τη δυστυχία φέρνει μαζί του.. Πραγματεία πάνω στην παρακμή και εκπληκτική ψυχολογική μελέτη..

Τζίλντα (Gilda)

1946, σκηνοθεσία Τσαρλς Βίντορ, με τους Ρίτα Χέιγουορθ, Γκλεν Φορντ

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Την ταινία μας αφηγείται καθόλη τη διάρκεια ο Τζόνι Φάρελ, ένας τυχοδιώκτης που μόλις έχει φτάσει στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Εκεί τον πλησιάζει ένας παντελώς άγνωστός του, ο Μπάλιν Μάντσον, και τον προειδοποιεί για ένα παράνομο καζίνο, ότι, δηλαδή, θα ήταν καλύτερα να το αποφύγει. Ο Φάρελ τον αγνοεί, κλέβει στο μπλακτζάκ και όταν οδηγείται στον ιδιοκτήτη, ανακαλύπτει ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που τον προειδοποίησε. Ο Φάρελ πείθει τον Μάντσον να τον προσλάβει, και γρήγορα κερδίζει την εμπιστοσύνη του. Μια μέρα ο Μάντσον επιστρέφει από ένα ταξίδι με μια πανέμορφη νέα σύζυγο, την Τζίλντα. Είναι φανερό ότι ο Φάρελ και η Τζίλντα έχουν παρελθόν, υπάρχει μια περίεργη ένταση στην ατμόσφαιρα – τι ακριβώς, μένει να αποκαλυφθεί.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το δεύτερο κοσμοπολίτικο γκανγκστερικό αριστούργημα (μετά την Καζαμπλάνκα και το Μαρόκο), η Τζίλντα, που είναι Γκίλντα αλλά έτσι έχει μείνει από ένα λάθος προφοράς στη μνήμη των Ελλήνων σινεφίλ, διαδραματίζεται στο Μπουένος Άιρες, ένα εξωτικό καταφύγιο μοιραίων και παρανόμων. Το σεξ και το χρήμα συνδιαλέγονται με τρομερή φόρτιση και το στριπτίζ με το γάντι (ήταν και η λογοκρισία της εποχής…) της καλλονής Χέιγουορθ, η οποία ανανέωσε το στυλ της femme fatale, ζεσταίνοντάς την με την κοκκινοκάστανη ομορφιά της, έχει μείνει ιστορικό, όπως και η αισθησιακή ερμηνεία του «Put the blame on Mame». Ακόμη και σήμερα, η ταινία παρακολουθείται όχι μόνο με τη νοσταλγία που προκαλεί το εξιδανικευμένο νουάρ μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί αλλά και για τη δύναμη του κάθε ρόλου, τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών και την κοινωνική διάσταση της ιστορίας.
Κατεστραμμένες πατρίδες, τυχοδιώκτες μετανάστες, μεταπολεμική απληστία. Ο Τσαρλς Βίντορ (όπως έκανε κι ο Χίτσκοκ στο «Notorious») σκιάζει την κοσμοπολίτικη εξωτική εικόνα του Μπουένος Αϊρες με το σκοτεινό ρόλο που έπαιξε στη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Εγκληματίες φασίστες έβρισκαν εκεί άσυλο για να σβήσουν το παρελθόν, να κρυφτούν στις ξέφρενες νύχτες της λατινοαμερικανικής πόλης, να ζήσουν απενοχοποιημένα, πλουσιοπάροχα, από την αρχή. Μαζί τους κατέφθαναν και μικρότεροι παίκτες προς αναζήτηση νέας πατρίδας και, κυρίως, νέας παρτίδας. Μικροαπατεώνες, τυχοδιώκτες και μοιραίες γυναίκες που ήθελαν να πιστεύουν ότι τα κόλπα ή οι καμπύλες τους θα τους χαρίσουν μια εύκολη, τυχερή ζαριά στη Γη της Επαγγελίας. Λίγο όμως γνώριζαν ότι ήταν πολύ μικρά, αναλώσιμα πιόνια σ’ έναν ευρύτερο ιστό διαφθοράς.

Μάθε παιδί μου γράμματα

Ελληνική ταινία, 1981, σκηνοθεσία Θεόδωρος Μαραγκός, με τους  Βασίλη ΔιαμαντόπουλοΝίκο ΚαλογερόπουλοΚώστα Τσάκωνα

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

 και Άννα Μαντζουράνη.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της ορεινής Αρκαδίας (η ταινία έχει γυριστεί στη Στεμνίτσα, τη Δημητσάνα και άλλα χωριά της περιοχής) λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου πεσόντων κατά την Κατοχή αναστατώνουν την τοπική κοινωνία, καθώς παραλείπεται το όνομα του Χρίστου Καναβού, ενός κομμουνιστή αντιστασιακού που σκοτώθηκε στην περιοχή. Ο Περικλής, συντηρητικός διευθυντής του Γυμνάσιου, έρχεται σε σύγκρουση τόσο με τη γυναίκα του Ελπίδα όσο και με τους δυο γιους του Σωκράτη  και Δημοσθένη που υπερασπίζονται το δικαίωμα της Χρυσάνθης και της οικογένειάς της να καταθέσουν στεφάνι στη μνήμη του Καναβού.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ταινία αξιοποιεί την κακή κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα για να μας μιλήσει για ένα θέμα ταμπού στην εποχή της: τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Αποτελεί κοινωνική κριτική της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας, με τις έντονες ιδεολογικές αγκυλώσεις και παράλληλα την αδυναμία και την έλλειψη βούλησης από το ελληνικό κράτος να αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό. Παράλληλα εξετάζεται και η εξάρτηση της ελληνικής εκπαίδευσης τόσο από σχήματα και νοοτροπίες του παρελθόντος όσο και από την εξουσία, της οποίας καλείται να γίνει φερέφωνο.   Ο Μαραγκός όχι μόνο φαίνεται πειστικός με την αλήθεια που μας προτείνει αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί μια υψηλού κινηματογραφικού ενδιαφέροντος ταινία. Με το μοντάζ να δίνει το ρυθμό και τα λαογραφικά στοιχεία που συμπεριλαμβάνει στις καλύτερες στιγμές τους να θυμίζουν τις ταινίες των αδελφών Ταβιάνι. Σπουδαία κι ακόμη επίκαιρα τα μηνύματα της ταινίας, αγγίζουν τους σημερινούς άνεργους που έχουν περάσει αρκετά χρόνια στα θρανία. Επίσης, μεγάλο ατού της ταινίας η επιλογή των ηθοποιών στους πρωταγωνιστικούς ρόλους που δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό..

Λεωφορείο ο Πόθος (A streetcar named Desire)

1951, σκηνοθεσία Ελία Καζάν, σενάριο Τένεσι Ουίλιαμς,  με τους Βίβιαν Λι, Μάρλον Μπράντο, Κιμ ΧάντερΚαρλ Μάλντεν,
Ρούντυ Μποντ

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Μπλανς Ντιμπουά, μια μοναχική και νευρωτική δασκάλα, φτάνει στη Νέα Ορλεάνη μετά τον πλειστηριασμό της οικογενειακής περιουσίας της , στο σπίτι της αδελφής της Στέλλα, που ζει με τον αγροίκο σύζυγό της Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Η ωμότητα του Στάνλεϊ δημιουργεί σύγχυση στην εύθραυστη ψυχή της Μπλανς, η οποία προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική της πραγματικότητα μέσα σε μια άγρια καθημερινότητα.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα κλασικό αριστούργημα που συγκινεί βαθύτατα, τόσο ως θεατρικό έργο, όσο και ως κινηματογραφική προσαρμογή.. Η παρακμή και οι σκοτεινοί πόθοι στον αμερικάνικο Νότο, μέσα από μια αριστοτεχνική διασκευή ενός ζωντανού θεατρικού έργου (κέρδισε Πούλιτζερ) που αποκαλύπτει πως ο Ουίλιαμς είναι γνήσιος ποιητικός δραματουργός, με τίμια και ολοκληρωτική γνώση των ανθρώπων και με βαθιά συμπάθεια γι’ αυτούς…
Εύθραυστη και νευρωτική, κρυμμένη στους μύθους, τις φοβίες και στην γλυκιά τρέλα μιας απρόσβατης δόξας , η Μπλανς,  ενσαρκώνει την τραγωδία μιας κοινωνικής πτώσης καθώς η επαφή με την πραγματικότητα χάνεται ολοένα.   Δίπλα της ο σαρκικός Κοβάλσκι, άνθρωπος ωμός και άξεστος, που γελοιοποιεί την αδυναμία της και υπογραμμίζει άθελά του το δράμα ενός σώματος που εκπίπτει ενώ η ψυχή μένει ακόμα ν’ αναζητά αναντίστοιχα οράματα.
Μια σπαρακτική και λαμπερή ιστορία που στον ιστό της κορυφώνεται η αντίθεση ανάμεσα στην παρακμή ενός πολιτισμού που έχει συνείδηση του εαυτού του και στη δύναμη μιας ζωώδους ορμής χωρίς σκοπό. Άραγε ‘η ευγενική καλοσύνη των ξένων’ στην οποία αφήνεται πρόθυμα η Μπλανς υπάρχει ακόμα? Σίγουρα πάντως μια ξεχασμένη ψυχή, η Μπλανς, βρίσκει το χώρο της μέσα μας.

Το λιμάνι της Χάβρης (Le Havre)

2011,σκηνοθεσία  Άκι Καουρισμάκι, με τους  Αντρέ Βιλμς, Κάτι Ούτινεν, Ζαν-Πιέρ Νταρουσέν, Μπλοντέν Μιγκέλ,
Ελίνα 
Σάλο, Εβελίν Ντιντί

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Marcel Marx είναι ένας μποέμ τύπος που κάποτε φιλοδοξούσε να πιάσει την καλή ως συγγραφέας στο Παρίσι. Πλέον όμως έχει αποτραβηχτεί στη Χάβρη, το δεύτερο πιο πολυσύχναστο λιμάνι της Γαλλίας. Εκεί περνά τις μέρες του καθαρίζοντας παπούτσια των περαστικών, ενώ τα απογεύματα συχνάζει στο αγαπημένο του μπαρ και φροντίζει την Arletty τη βαριά άρρωστη σύζυγό του. Ο Marcel θα συναντήσει τυχαία τον Idrissa, ένα ανήλικό αγόρι από την Αφρική που έχει φτάσει στη Χάβρη λαθραία και το αναζητά η αστυνομία. Ο ηλικιωμένος άνδρας θα βοηθήσει το νεαρό αγόρι και αποφασίζει να το πάρει μαζί του σπίτι… ακόμα κι αν χρειαστεί να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ      
Στην τελευταία γλυκόπικρη ταινία του, ο Άκι Καουρισμάκι μετέτρεψε το λιμάνι της Χάβρης σε σκηνικό ενός παραμυθιού με τους περιθωριακούς του ήρωες να  κυκλοφορούν με άνεση ευγενών, να υποκλίνονται στη φιλία και να υμνούν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που δεν έπαψε να ελπίζει. Λιμάνι – καταφύγιο της ελπίδας και της ανθρωπιάς λοιπόν. Όταν ο φόβος του “ξένου”, του “διαφορετικού” συμπαρασύρει τους λαούς και τους εθνικούς νόμους, τότε εμφανίζεται ο σκηνοθέτης για να ανοίξει την πόρτα, να δει στο σκοτάδι, και με την πηγαία του αισιοδοξία να βρει το φως.
λόγια του ίδιου.. «Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος μοιάζει να αποφεύγει να καταπιαστεί με το φλέγον ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, το οποίο είναι απόρροια μιας σταθερά επιδεινούμενης παγκόσμιας οικονομικής, πολιτικής και – πάνω απ’ όλα – ηθικής κρίσης. Μετανάστες από διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν διέξοδο προς τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίζονται παραδοσιακά ως πολίτες «Β’ κατηγορίας». Η αλήθεια είναι πως δεν έχω να προτείνω κάποια λύση πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα, ωστόσο η σφοδρή μου επιθυμία να καταπιαστώ με το θέμα της λαθρομετανάστευσης με ενέπνευσε να γυρίσω αυτή την – όπως και να το κάνουμε – όχι και τόσο ρεαλιστική ταινία.»

Ο μεγάλος Δικτάτωρ

Αμερικανική ταινία, 1940, σκηνοθεσία Τσάρλι Τσάπλιν με τους : Τσάρλι Τσάπλιν, Τζακ Όκι, Πολέτ Γκοντάρ, Μπίλι Γκίλμπερτ,
Ρέγκιναλντ Γκάρντινερ, Χένρυ Ντάνιελ

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ύστερα από είκοσι χρόνια σε ένα νοσοκομείο μετά τον Α΄Παγκόσμιο, υποφέροντας από αμνησία, ένας εβραίος κουρέας επιστρέφει στην πατρίδα του. Εκεί όμως πολλά έχουν αλλάξει, καθώς ο παρανοϊκός δικτάτορας της Τομανίας, Αντενόιντ Χίνκελ, ο οποίος είναι ολόιδιος με αυτόν, σχεδιάζει να κατακτήσει τον κόσμο ξεκινώντας ταυτόχρονα μια μεγάλη εκστρατεία αντισημιτισμού. Όμως η ομοιότητα του ντροπαλού κουρέα με το μεγαλομανή δικτάτορα θα γίνει αιτία τρομερών παρεξηγήσεων…

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η παραγωγή του φιλμ ξεκίνησε το 1937, όταν λίγοι πίστευαν ότι ο Ναζισμός ήταν μια τόσο καταστροφική και ολοκληρωτική ιδεολογία, όπως αποδείχθηκε το 1940 που κυκλοφόρησε η ταινία. Ο ίδιος ο Τσάπλιν δήλωσε ότι αν γνώριζε την πραγματική έκταση των κτηνωδιών των Ναζί δε θα διακωμωδούσε ποτέ τη δολοφονική τους παράνοια. Φυσικά το φιλμ απαγορεύτηκε στην Γερμανία και στις συμμαχικές της χώρες όμως προβλήθηκε μια φορά σε γερμανικό ακροατήριο. Κάπου στα κατεχόμενα Βαλκάνια, μέλη μιας αντιστασιακής οργάνωσης αντικατέστησαν την κωμική όπερα, σε ένα στρατιωτικό κινηματογράφο, με μια κόπια του Μεγάλου Δικτάτορα που παρέλαβαν από την Ελλάδα.
Είναι η πρώτη ομιλούσα ταινία του Σαρλώ. Πεισματικά αρνιόταν, για μιάμιση περίπου δεκαετία, να ακολουθήσει την τεχνολογική εξέλιξη που επέτρεπε την ομιλία στον κινηματογράφο. Τελικά ενέδωσε  όταν πλέον άρχισε να πληροφορείται τις πολιτικές πεποιθήσεις του Χίτλερ που βασίζονταν στο ρατσισμό και τις επεκτατικές ιδέες και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την φυσική τους ομοιότητά προκειμένου να του επιτεθεί μέσω της ταινίας. Τώρα, είχε πραγματικά κάτι να πει, συγκλονίζοντας όλο τον κόσμο τότε, αλλά και τις μετέπειτα γενιές που θα ερχόταν σε επαφή με το φιλμ… Συγκλονιστικά επίκαιρος και συγκινητικός ο επίλογος..